Σε μια αρμονική μείξη ονείρου και πραγματικότητας καλούσαν οι σουρεαλιστές την κοινωνία, θέλοντας τα αντίθετα να πάψουν να διαπερνιούνται αντιφατικά. Κι αν το κίνημα που έκανε σμπαράλια την τέχνη μην αφήνοντας τίποτα όρθιο είχε πολλούς πρωτεργάτες, κανείς τους δεν θα ζούσε την απίστευτη απήχηση που είχαν τόσο οι δημιουργίες όσο και η ίδια η προσωπικότητα του ογκόλιθου της μοντέρνας τέχνης. «Μην μπαίνετε στον κόπο να είστε μοντέρνοι», συμβούλευε εκείνος με τη γνώριμη αμφιθυμική διάσταση των λεγομένων του, «αυτό είναι δυστυχώς το μόνο πράγμα που ό,τι κι αν κάνετε, δεν μπορείτε να το αποφύγετε». Κάποιοι έλεγαν βέβαια πως το κορυφαίο του έργο δεν ήταν παρά ο ίδιος του ο εαυτός, μια προκλητική και ισοβίως προβοκατόρικη μορφή της τέχνης που περνούσε τον καιρό του μπροστά στο καβαλέτο, όταν δεν έκανε εκκεντρικές εμφανίσεις ή μεγαλόστομες δηλώσεις! Λίγοι ζωγράφοι είχαν τον κοινωνικό αντίκτυπο του Νταλί τόσο στην κοινότητα των καλλιτεχνών όσο και σε κάθε άλλη εκδήλωση της δημόσιας ζωής. Μεγαλομανής και αρκούντως άνισος, δεν έπαυε να είναι μια μεγαλοφυΐα της σύγχρονης τέχνης που αποζητούσε να τον περνάνε για τρελό. Το ασυνείδητο ήταν ο προνομιακός χώρος του Νταλί, το πηγάδι που καταβυθιζόταν για να αποδώσει τις φαντασμαγορικές και αφανέρωτες εικόνες του, εκεί που το όνειρο όντως μπλεκόταν με την πραγματικότητα. Τι κρίμα ένας τόσο καταπληκτικός ζωγράφος να φτιάχνει βλακείες, παραπονιόνταν οι κριτικοί τέχνης στα πρώτα συναπαντήματα με το έργο του, σύντομα όμως το ίδιο έργο θα κρεμόταν στους τοίχους των μεγαλύτερων μουσείων τέχνης του κόσμου, αποδεικνύοντας πως αυτός ο τρελός ήταν κάτι παραπάνω από το τσιγκελωτό του μουστάκι και τις προκλητικές του εμφανίσεις. Ήταν η σύγχρονη τέχνη με σάρκα και οστά!
Πρώτα χρόνια
Ο Σαλβαδόρ Ντομίνγκο Φελίπε Νταλί γεννιέται στις 11 Μαΐου 1904 στο Φιγκέρες της ισπανικής Καταλονίας, δίπλα στα γαλλικά σύνορα, με τη ζωγραφική να ρέει στο αίμα του. Ο αυστηρών αρχών συμβολαιογράφος πατέρας ονειρεύεται για τον δεύτερο γιο του (ο πρώτος Σαλβαδόρ είχε πεθάνει πριν κλείσει έναν χρόνο ζωής) μια καριέρα στα νομικά, η μητέρα όμως ενθαρρύνει το παιδί να ξεδιπλώσει το ταλέντο και τη φαντασία του. Όλοι παραδέχονταν πως ο πιτσιρίκος ήταν τρομερός στο σχέδιο και ιδιαιτέρως έξυπνος, αυτός ξεσπούσε όμως σε γονείς και συμμαθητές λες και κάτι τον έτρωγε. Κι έτσι γινόταν συνεχώς αποδέκτης σωματικής και ψυχολογικής βίας, τόσο από τον αυστηρό πατέρα όσο και τους πιο χειροδύναμους συμμαθητές. Ό,τι κι αν συνέβαινε όμως στο σχολείο και το σπίτι, ο μικρός απέδιδε μαγικές ζωγραφιές, αναγκάζοντας ακόμα και τον πατέρα του κάποια στιγμή να του φτιάξει ένα μικρό στούντιο στο σπίτι. Την ώρα που τα άλλα παιδιά και η μικρή του αδερφή έπαιζαν ανέμελα, εκείνος ζωγράφιζε σαν τρελός. Κι έτσι μετά το σχολείο θα βρεθεί σε σχολή ζωγραφικής στη γενέτειρά του. Ταγμένος σπουδαστής δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο, ίσως γιατί διαμαρτυρόταν συχνά πως οι δάσκαλοί του δεν είχαν τίποτα να του μάθουν! Την εκκεντρικότητα στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά την υιοθέτησε από τότε, ντυμένος σαν καραγκιόζης στη σχολή, όλα του τα καμώματα συγχωρούνταν όμως από την απίστευτη ζωγραφική του. Το 1916 θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με μια σειρά πρωτοποριακούς καλλιτέχνες και θα μαγευτεί από τις νέες τεχνοτροπίες. Την επόμενη χρονιά, οι γονείς του κανονίζουν μια έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι τους με τα έργα του κανακάρη τους, κάτι που θα επαναλαμβανόταν δύο χρόνια αργότερα σε πραγματική γκαλερί του Φιγκέρες. Ο 17χρονος Σαλβαδόρ έχασε τη μητέρα του το 1921 και λίγο μετά ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδερφή της νεκρής συζύγου του, κάτι που αποξένωσε ακόμα περισσότερο τους δύο άντρες. Θέλοντας να ξεφύγει από το πατρικό του, γράφεται σε ακαδημία τέχνης στη Μαδρίτη, μένοντας πια στους κοιτώνες της σχολής. Ακόμα εκκεντρικότερος, τώρα ντυνόταν σαν άγγλος δανδής του 19ου αιώνα και είχε αφήσει μακριά μαλλιά. Εκεί ήρθε σε επαφή με την πραγματική ζωγραφική πρωτοπορία του κυβισμού, του νταντά και των άλλων πρώιμων κινημάτων της σύγχρονης τέχνης. Παρά το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά απολιτίκ, μπλέχτηκε κάποια στιγμή με τα πολιτικά του καιρού του, μια δραστηριότητα που θα τον φέρει για λίγο στη φυλακή το 1923, έχοντας μόλις αποβληθεί από τη σχολή γιατί καταφερόταν κατά των καθηγητών του. Από την ακαδημία τέχνης πήρε οριστικά πόδι το 1926, λίγο πριν από τις τελειωτικές εξετάσεις, όταν δήλωσε πως κανένας δάσκαλος δεν ήταν ικανός να κρίνει τη ζωγραφική του! Παρά το γεγονός ότι εντάχθηκε για λίγο στην πρωτοπορία του νταντά, η πολιτική που ήταν μέρος του κινήματος δεν τον απασχόλησε ποτέ, κι έτσι δεν έγινε ποτέ πραγματικός νταντά καλλιτέχνης. Από το 1926 ως το 1929 πεταγόταν εξάλλου συνεχώς στο Παρίσι, καθώς εκεί παλλόταν πια η καρδιά της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Εκεί είχαν μαζευτεί μια σειρά από ζωγράφους με καινούριες τεχνοτροπίες στη φαρέτρα τους, ονόματα όπως ο Πικάσο (που λάτρευε ο νεαρός Νταλί), ο Ρενέ Μαγκρίτ και ο συμπατριώτης του Χουάν Μιρό, μια επαφή που θα επιδρούσε καταλυτικά τόσο στον ψυχισμό του νεαρού καλλιτέχνη όσο και στον χρωστήρα του. Ο Μιρό και ο ποιητής Πολ Ελυάρ θα τον μυήσουν στα θέλγητρα μιας νέας καλλιτεχνικής κίνησης που είχε μόλις γεννηθεί, τον σουρεαλισμό ή υπερπραγματικότητα στη γλώσσα μας…
Τα χρόνια του Παρισιού
Έχοντας πειραματιστεί και τριφτεί με τα υλικά του ιμπρεσιονισμού, του φουτουρισμού και του κυβισμού, ο Νταλί μετατράπηκε αμέσως σε ένα από τα βαριά χαρτιά του σουρεαλισμού στον τομέα της ζωγραφικής. Οι σεξουαλικοί συμβολισμοί, τα νοητικά παιχνίδια του και η εξερεύνηση των αισθήσεων τον έφεραν στον προμαχώνα του σουρεαλισμού, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά αυτό που οι ιστορικοί τέχνης διακρίνουν ως πρώτη σουρεαλιστική του περίοδο (1929). Εγκατεστημένος μόνιμα στο Παρίσι, ο Νταλί χρησιμοποιούσε την κλασική -και παλιά- τεχνική των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης για να φέρει στο φως τα οράματα και τις ονειρικές παραστάσεις του. Μέχρι τότε ήταν άλλωστε θαυμαστής και μανιώδης αναγνώστης της ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόιντ, κι έτσι χάρισε τόσο στον σουρεαλισμό όσο και τον κόσμο της τέχνης τη δική του μέθοδο, που ονόμαζε εύγλωττα «παρανοϊκο-κριτική», έναν οδικό χάρτη για την καταβύθιση στο ασυνείδητο δηλαδή και την καλλιτεχνική δημιουργία! Για τον Νταλί, η μέθοδός του θα γινόταν πια ρυθμιστικό άρθρο πίστης και φάρος της ζωής του… Το 1929 πειραματίστηκε με ένα ακόμα νέο μέσο, τον κινηματογράφο, συνεργαζόμενος με τον μεγάλο σουρεαλιστή σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ και σκαρώνοντας τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» και την «Εποχή του χρυσού» την επόμενη χρονιά. Η επαφή του Νταλί με το σινεμά θα ξεδιπλωνόταν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια χρόνια αργότερα στη «Νύχτα αγωνίας» (1945) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε μια ονειρική σκηνή της ταινίας.
Τον Αύγουστου του 1929, ο Νταλί γνώρισε μια ρωσίδα μετανάστρια που είχε παντρευτεί εντωμεταξύ τον καλό του φίλο Πολ Ελυάρ. Ο έρωτας ανάμεσά τους λέγεται πως ήταν κεραυνοβόλος. Ο Νταλί γνωρίζει την Γκαλά Ντιακόνοβα, τη διαχρονική του μούσα και γυναίκα της ζωής του. Την ώρα που η καλπάζουσα φαντασία του και ο «φευγάτος» ψυχισμός του ήταν αποκλειστικά για το καβαλέτο, η Γκαλά λειτουργεί ως ατζέντισσά του και προωθεί τη δουλειά του σε γκαλερί και συλλέκτες. Το ζεύγος παντρεύτηκε το 1934, σε μια εποχή που ο νιόπαντρος Νταλί είχε ήδη φτιάξει ένα καλό όνομα στα παρισινά σαλόν της σύγχρονης τέχνης. Μέχρι τότε είχε βρει έναν γάλλο αριστοκράτη που χρηματοδοτούσε τον τρόπο ζωής του ώστε να μπορεί να κάνει τέχνη. Το 1931 χάρισε στην ανθρωπότητα το μικρό αριστούργημά του «Η εμμονή της μνήμης», αφήνοντας κληρονομιά τα εύπλαστα ρολόγια του και το παιχνίδι με τον χρόνο. Τον έφτιαξε ένα απόγευμα που η Γκαλά είχε πάει στο σινεμά και ένιωσε πως δεν περνούσε ο χρόνος μέχρι να την ξαναδεί. Τον ήξεραν όμως και για το ιδιαίτερο μουστάκι του, την κάπα και το μπαστούνι του λόρδου με το οποίο εμφανιζόταν στα γκαλά και τα σουαρέ. Ένας έμπορος τέχνης οργάνωσε το 1934 μια έκθεσή του στη Νέα Υόρκη και έγινε πραγματικά ο κακός χαμός, με τις διθυραμβικές κριτικές να εναλλάσσονται από φαρμακερές πολεμικές…
«Πόδι» από τον σουρεαλισμό και Αμερική
Όσο τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου κύκλωναν την Ευρώπη και την Ισπανία ειδικότερα, ο Νταλί μαχόταν πια με τους σουρεαλιστές σε όλα τα μέτωπα. Εκείνοι τον κατηγορούσαν πως έκανε τα πάντα για τα λεφτά και τον φώναζαν τώρα «διψασμένο για δολάρια», ένας δαιμόνιος αναγραμματισμός του ονόματός του. Το ρήγμα βάθαινε, κι έτσι το 1934 οι σουρεαλιστές έστησαν μια «δίκη» και η ετυμηγορία ήταν καταδικαστική για τον Νταλί: τον έδιωχναν από ένα κίνημα που τόσο καθοριστικά είχε συμβάλει να εγκαθιδρυθεί. Κι αυτό γιατί ήταν ο μόνος που αρνήθηκε να καυτηριάσει τη χούντα του στρατηγού Φράνκο, εκεί που ο Μιρό, ο Πικάσο και ο Μπουνιουέλ έγραφαν ήδη πύρινα κείμενα εναντίον του. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον επισήμως μέλος του κινήματος, στις εκθέσεις του εξωτερικού τα έργα του φιγούραραν πάντα σε αφιερώματα στον σουρεαλισμό. Όταν ξέσπασε τελικά ο πόλεμος, ο Νταλί και η Γκαλά μετακόμισαν αμέσως στις ΗΠΑ, όπου και παρέμειναν ως το 1948, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Καταλονία. Τα χρόνια που πέρασε στην Αμερική ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής του, αλλά και της απαράμιλλης εκκεντρικότητάς του. Οι εμφανίσεις του έπαιζαν από σοβαρές επιθεωρήσεις τέχνης μέχρι και στον σκανδαλοθηρικό Τύπο. Το νεοϋορκέζικο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΜΟΜΑ) φιλοξένησε μια μεγάλη αναδρομική του το 1941, καθιερώνοντάς τον ουσιαστικά εν μία νυκτί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Εκείνος δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερο ντόρο με το όνομά του το 1942, όταν έριξε στην κυκλοφορία την αυτοβιογραφία του («Η Κρυφή Ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί»). Παρά το γεγονός ότι η μάχη του με τους σουρεαλιστές θα ήταν τελικά ισόβια, ο χρωστήρας του απομακρυνόταν πια ολοένα και περισσότερο από το κίνημα, καθώς ήταν πάντα έτοιμος να πειραματιστεί με καθετί καινούριο που έβλεπε το φως της τέχνης…
Το έργο της ζωής του και τα τελευταία χρόνια
Στα επόμενα 15 χρόνια, ο Νταλί θα ζωγράφιζε 19 μεγάλους καμβάδες με θέματα επιστημονικά, ιστορικά και θρησκευτικά. Ο ίδιος ονόμαζε τη νέα του περίοδο «Πυρηνικό Μυστικισμό» και ήταν σαφές πως ήταν το απόγειο της καλλιτεχνικής του ματιάς στον κόσμο, μπολιάζοντας οπτικές πλάνες, γεωμετρία, μοντέρνες φόρμες και παραδοσιακά στοιχεία. Από το 1960 ως το 1974 ο μεγάλος σουρεαλιστής ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με το μουσείο του στο Φιγκέρες, το περίφημο σήμερα Teatro-Museo Dalí. Το σουρεαλιστικό μουσείο άνοιξε τις πύλες του το 1974 και χτίστηκε πάνω στα ερείπια ενός παλιού θεάτρου σε σχέδιο του ίδιου του καλλιτέχνη. Ήταν το μεγαλύτερο σουρεαλιστικό κτίριο του κόσμου και η πιο εκτεταμένη φυσικά συλλογή έργων του Νταλί. Την ίδια χρονιά έλυσε και τη μακρόβια συνεργασία του με τον ατζέντη Πίτερ Μουρ, μια κίνηση που θα τον άφηνε σχεδόν στην ψάθα, μιας και τα δικαιώματα πολλών συλλογών του πωλούνταν πια χωρίς τη συγκατάθεσή του σε συλλέκτες και μουσεία και ο ίδιος δεν έπαιρνε τα οφειλόμενα. Και θα ήταν πάλι δύο πλούσιοι συλλέκτες, Αμερικανοί αυτή τη φορά, που θα έστηναν μια οργάνωση, τους Φίλους του Νταλί, και θα βοηθούσαν τον καλλιτέχνη να αναπνεύσει οικονομικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο ίδιος θεσμός έστησε άλλο ένα Μουσείο Σαλβαδόρ Νταλί, αυτή τη φορά στη Φλόριντα των ΗΠΑ. Το 1980 ο ζωγράφος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική καθώς τα χέρια του έτρεμαν μέχρι τότε πολύ και ήταν ιδιαιτέρως αδύναμα. Ήταν το πρώτο μεγάλο χτύπημα της ζωής του, το οποίο θα γινόταν ακόμα τραγικότερο δύο χρόνια αργότερα, όταν θα έχανε τη σύζυγο και συνοδοιπόρο του Γκαλά. Βυθισμένος στη μελαγχολία, μετακομίζει σε ένα κάστρο που είχε αγοράσει και ανακαίνιζε για την Γκαλά. Εκεί θα τον βρει μια φωτιά το 1984 που θα τον τραυματίσει σοβαρά. Τώρα ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και θα ήταν και πάλι οι Φίλοι του Νταλί αυτοί που θα έβγαζαν τον ερημίτη από το κάστρο και θα τον έφερναν ξανά σε επαφή με την ανθρωπότητα. Ο Νταλί επέστρεψε στο Φιγκέρες και έκανε σπίτι του το μουσείο που έφερε το όνομά του. Εκεί θα τον βρει ένα καρδιακό επεισόδιο τον Νοέμβριο του 1988, θα επιστρέψει όμως στο Μουσείο του για άλλη μια φορά. Μια δεύτερη ανακοπή όμως στις 23 Ιανουαρίου 1989 θα αποδειχτεί θανάσιμη. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης ενταφιάστηκε σε μια κρύπτη στο μεγάλο έργο της ζωής του, το Θέατρο-Μουσείο Νταλί στο Φιγκέρες… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr