Σε μια αρμονική μείξη ονείρου και πραγματικότητας καλούσαν οι σουρεαλιστές την κοινωνία, θέλοντας τα αντίθετα να πάψουν να διαπερνιούνται αντιφατικά. Κι αν το κίνημα που έκανε σμπαράλια την τέχνη μην αφήνοντας τίποτα όρθιο είχε πολλούς πρωτεργάτες, κανείς τους δεν θα ζούσε την απίστευτη απήχηση που είχαν τόσο οι δημιουργίες όσο και η ίδια η προσωπικότητα του ογκόλιθου της μοντέρνας τέχνης. «Μην μπαίνετε στον κόπο να είστε μοντέρνοι», συμβούλευε εκείνος με τη γνώριμη αμφιθυμική διάσταση των λεγομένων του, «αυτό είναι δυστυχώς το μόνο πράγμα που ό,τι κι αν κάνετε, δεν μπορείτε να το αποφύγετε». Κάποιοι έλεγαν βέβαια πως το κορυφαίο του έργο δεν ήταν παρά ο ίδιος του ο εαυτός, μια προκλητική και ισοβίως προβοκατόρικη μορφή της τέχνης που περνούσε τον καιρό του μπροστά στο καβαλέτο, όταν δεν έκανε εκκεντρικές εμφανίσεις ή μεγαλόστομες δηλώσεις! Λίγοι ζωγράφοι είχαν τον κοινωνικό αντίκτυπο του Νταλί τόσο στην κοινότητα των καλλιτεχνών όσο και σε κάθε άλλη εκδήλωση της δημόσιας ζωής. Μεγαλομανής και αρκούντως άνισος, δεν έπαυε να είναι μια μεγαλοφυΐα της σύγχρονης τέχνης που αποζητούσε να τον περνάνε για τρελό. Το ασυνείδητο ήταν ο προνομιακός χώρος του Νταλί, το πηγάδι που καταβυθιζόταν για να αποδώσει τις φαντασμαγορικές και αφανέρωτες εικόνες του, εκεί που το όνειρο όντως μπλεκόταν με την πραγματικότητα. Τι κρίμα ένας τόσο καταπληκτικός ζωγράφος να φτιάχνει βλακείες, παραπονιόνταν οι κριτικοί τέχνης στα πρώτα συναπαντήματα με το έργο του, σύντομα όμως το ίδιο έργο θα κρεμόταν στους τοίχους των μεγαλύτερων μουσείων τέχνης του κόσμου, αποδεικνύοντας πως αυτός ο τρελός ήταν κάτι παραπάνω από το τσιγκελωτό του μουστάκι και τις προκλητικές του εμφανίσεις. Ήταν η σύγχρονη τέχνη με σάρκα και οστά!
Πρώτα χρόνια
Τα χρόνια του Παρισιού
Τον Αύγουστου του 1929, ο Νταλί γνώρισε μια ρωσίδα μετανάστρια που είχε παντρευτεί εντωμεταξύ τον καλό του φίλο Πολ Ελυάρ. Ο έρωτας ανάμεσά τους λέγεται πως ήταν κεραυνοβόλος. Ο Νταλί γνωρίζει την Γκαλά Ντιακόνοβα, τη διαχρονική του μούσα και γυναίκα της ζωής του. Την ώρα που η καλπάζουσα φαντασία του και ο «φευγάτος» ψυχισμός του ήταν αποκλειστικά για το καβαλέτο, η Γκαλά λειτουργεί ως ατζέντισσά του και προωθεί τη δουλειά του σε γκαλερί και συλλέκτες. Το ζεύγος παντρεύτηκε το 1934, σε μια εποχή που ο νιόπαντρος Νταλί είχε ήδη φτιάξει ένα καλό όνομα στα παρισινά σαλόν της σύγχρονης τέχνης. Μέχρι τότε είχε βρει έναν γάλλο αριστοκράτη που χρηματοδοτούσε τον τρόπο ζωής του ώστε να μπορεί να κάνει τέχνη. Το 1931 χάρισε στην ανθρωπότητα το μικρό αριστούργημά του «Η εμμονή της μνήμης», αφήνοντας κληρονομιά τα εύπλαστα ρολόγια του και το παιχνίδι με τον χρόνο. Τον έφτιαξε ένα απόγευμα που η Γκαλά είχε πάει στο σινεμά και ένιωσε πως δεν περνούσε ο χρόνος μέχρι να την ξαναδεί.
«Πόδι» από τον σουρεαλισμό και Αμερική
Το έργο της ζωής του και τα τελευταία χρόνια