Κάνοντας καριέρα με ένα λαχταριστό σάντουιτς -ή κάποιο άλλο φαγώσιμο τέλος πάντων- στο χέρι του, ο Κώστας Μακέδος κατάφερε να γίνει μια από τις πιο αγαπημένες μορφές της ελληνικής βιντεοκασέτας. Συμπαθής και αρκούντως ευτραφής, ήταν κομμένος και ραμμένος για την τυποποίηση του βίντεο, εκεί που ο κοντός, ο χοντρός και ο χαζός ήταν οι πιο περιζήτητοι ρόλοι της μεγάλης αρπαχτής του θεάματος των ’80s. Ο ίδιος βέβαια είχε πολλά κιλά ταλέντου και έμοιαζε σωστό πολυεργαλείο της μαγνητοταινίας, χαρίζοντάς μας κλασικές ατάκες που όσοι τις έζησαν, δεν τις ξεχνούν με τίποτα. Ποιος δεν θυμάται την ατάκα-σταθμό του «The Kόπανοι», εκεί που ως βοηθός του χαρτοκλέφτη Κώστα Παληού τον ρωτά μονίμως: «Αφεντικό, να με δείρει;»! Κι έτσι, απλά και φυσικά, μετατράπηκε στον πιο αγαπημένο «χοντρό» της δεκαετίας του 1980, έναν καλοσυνάτο συνήθως τύπο που το μόνο που ήθελε ήταν να τσιμπολογά κάτι και να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά των δεύτερων ρόλων, κλέβοντας ωστόσο την παράσταση ήδη από τα παρασκήνια. Ο Μακέδος ήταν από κείνες τις περιπτώσεις που έμοιαζε σαν να μη θέλει να κάνει καριέρα, λες και τον προσγείωναν μαγικά στο καστ μιας ταινίας για να τραβήξει τα βλέμματα και να χαρίσει «εκείνες» τις στιγμές που θα μετέτρεπαν την παραγωγή σε καλτ διαμαντάκι. Και το έκανε πάντα με τον αβίαστο τρόπο που μόνο ένας καλός ηθοποιός μπορεί να κάνει. Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε και τον αγάπησε στη χειρότερη ίσως κινηματογραφικά δεκαετία της Ελλάδας, κάτι που μόνο ως κρίμα μπορεί να λογιστεί. Γιατί μπορεί να γούσταρες να τον βλέπεις ξέροντας πως θα γελάσεις με την καρδιά σου, ένιωθες ωστόσο πάντα πως εκείνος ήταν πολλά περισσότερα από τον «Φούσκα» της βιντεοκασέτας. Με τη σεμνότητα που μόνο οι πραγματικοί καλλιτέχνες διαθέτουν, είπε χαρακτηριστικά μερικά χρόνια αργότερα πως «αρνούμαι ότι είμαι ηθοποιός, γιατί πιστεύω ακράδαντα σε έναν κανόνα που αφορά τους ηθοποιούς: ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του στη σκόνη της σκηνής». Εξηγώντας πως «τα δικά μου χνάρια έχουν σβήσει εδώ και κάποια χρόνια, γύρω στα έξι, λόγω σκηνής. Όσο ήμουν στη σκηνή, έκανα ψυχοθεραπεία. Τώρα δεν μπορώ να είμαι στη σκηνή, συμβιβάστηκα, προσαρμόστηκα». Αφού πέρασε και από την τηλεόραση, τα εγκατέλειψε τελικά όλα για να ασκήσει το επάγγελμα που είχε σπουδάσει. Αποδεικνύοντας περίτρανα πως ηθοποιό δεν σε κάνουν οι ρόλοι σου, παρά μόνο εκείνο το κατιτίς που κρύβεις στην ψυχή σου. Εκείνο που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις όποια πορεία κι αν πάρει τελικά η ζωή σου…
Μια ζωή σαν βιντεοκασέτα
Πουθενά βέβαια δεν θα είχε τέτοια απήχηση όσο στους ανεπανάληπτους -και κινηματογραφικούς- «Κόπανους» (1987) του Γιώργου Κωνσταντίνου, ερμηνεύοντας έναν ρόλο-μούρλια που θα τον ταύτιζε στο φαντασιακό του Έλληνα ως τον καλοκάγαθο και σχετικά αλαφροΐσκιωτο χοντρούλη που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα αρπακτικά!
Η πενταετία 1985-1990 ανήκει αναγκαστικά στη βιντεοκασέτα και τον Κώστα Μακέδο φυσικά, όταν θα ξεπηδήσει ένας από τους πιο αγαπημένους ήρωες της μικρής οθόνης! Καμιά πενηνταριά ταινίες αργότερα, έχει βρει τη θέση του στην τυποποίηση που τόσο λάτρευε το ελληνικό θέαμα και οι παραγωγές έρχονται με το τσουβάλι.
Μόνιμο μέλος της μεγάλης παρέας της βιντεοταινίας, πλαισίωνε ιδανικά τα πρώτα ονόματα της εποχής και έκλεβε τις εντυπώσεις όχι με τα κιλά του, αλλά με τον τρόπο που έπαιζε. Γιατί έπαιζε παρά το γεγονός ότι σπανίως του το ζητούσαν! Μέσα στις οκάδες των δεύτερων και τρίτων ρόλων, ο Μακέδος πρωταγωνίστησε κιόλας σε ταινίες κομμένες και ραμμένες για το παράστημά του, όπως στη βιντεοσειρά «Μπωρό και με τα κιλά μου» (1989), αλλά και στις βιντεοκασέτες «Ο κοντός, ο χοντρός και τα μανούλια» (1986), με τον Τάσο Ψωμόπουλο, και «Ένας χοντρός θα μας σώσει». Ακόμα και οι επιθεωρήσεις που πρωταγωνιστούσε έβγαιναν σε βίντεο, όπως ας πούμε οι «Ρεμούλες στην Κοσκο-Κώσταινα» (1989), «Τα πήρες όλα κι έμεινες» (1987), «Τα πήρε όλα κι έφυγε» (1989) και δεν συμμαζεύεται! Οι επιθεωρήσεις που έπαιζε και οι βιντεοκασέτες με τη σέσουλα τον έκαναν κι αυτόν μια από τις σταθερές των ’80s. Τελευταία ταινία της περιόδου ήταν η «Απαγωγή στα τυφλά» το 1989, κάνοντας κι ένα come back στο ελληνικό σινεμά το 1996, στον «Οργασμό της αγελάδας»…
Η ζωή μετά τη βιντεοκασέτα