«Τίμιο Γίγαντα» αποκάλεσε στη θρυλικότερη ίσως ατάκα του ελληνικού μπάσκετ ο Φίλιππος Συρίγος τον Καμπούρη, βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να εκτελέσει εκείνες τις δύο ιστορικές ελεύθερες βολές. Οι 15 μέρες που θα άλλαζαν τελικά την πορεία του ελληνικού μπάσκετ συμπυκνώθηκαν ξαφνικά σε μερικά καρέ της κάμερας, μέχρι να ρίξει ο διεθνής σέντερ τις δύο βολές δηλαδή κόντρα στη Σοβιετική Ένωση στο Ευρωμπάσκετ του 1987 και να στείλει τους Έλληνες στην κορυφή της Ευρώπης. Ο Αργύρης κατευθύνθηκε αγέρωχος προς τη γραμμή, φύσηξε τα ροζιασμένα από το πηλοφόρι που κουβαλούσε στις οικοδομές δάχτυλά του για να ξεϊδρώσουν και η φωνή του Συρίγου έσπευσε και πάλι να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά του σασπένς: «Ο Αργύρης Καμπούρης κρατάει την πρόκριση στα χέρια του με δυο βολές που μπορούν να στείλουν την Εθνική μας Ομάδα στον ουρανό». Ο Παναγιώτης Γιαννάκης -που έχει αποβληθεί με πέντε φάουλ- ορμάει μέσα στο γήπεδο και του βροντοφωνάζει: «Πήγαινε εκεί ρε και βάλ’ τες!». Ο Ευρωκόουτς, Κώστας Πολίτης, τον τραβά βιαστικά στον πάγκο για να μη χρεωθούμε τεχνική ποινή. Όλοι είναι αγκαλιασμένοι και καρδιοχτυπούν. Ο Συρίγος ξαναχτυπά από το μικρόφωνο της ΕΡΤ: «Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά. Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα»! Τα υπόλοιπα ανήκουν στην μπασκετική ιστορία. Εκείνο το βράδυ ήταν συλλογική φυσικά η υπερπροσπάθεια, ο Καμπούρης ήταν ωστόσο ο άνθρωπος της κρίσιμης στιγμής, ο μεγάλος πρωταγωνιστής των στερνών δευτερολέπτων. Αυτός πήρε το ριμπάουντ από το σουτ του Ιωάννου πηδώντας ως τον Θεό, πριν δεχτεί το φάουλ του Γκομπόροφ. Οι δυο βολές του Αργύρη έγιναν αναγκαστικά εθνική μας υπόθεση, σε μια Ελλάδα που διψούσε ακόμα για τίτλους που αρνούνταν πεισματικά να έρθουν. «Ούτε αγχώθηκα, ούτε ένιωσα ότι πιέζομαι, ούτε φοβήθηκα, ούτε πανικοβλήθηκα», είπε εκείνος αργότερα: «Αναίσθητος πήγα, αναίσθητος τις σούταρα, αναίσθητος τις έβαλα. Γύρω μου γινόταν χαμός, αλλά κατάφερα να μείνω ψύχραιμος, να αυτοσυγκεντρωθώ και να τακτοποιήσω το θέμα»! Ήταν η στιγμή του, η στιγμή να περάσει στην Ιστορία, φέρνοντας στην Ελλάδα ένα χρυσό μετάλλιο και αφήνοντας παρακαταθήκη μια ομάδα-ποίημα που έγινε αμέσως η «επίσημη αγαπημένη» ενός έθνους. Εκείνος, πάντα ταπεινός και απλός, μιλάει για τον ιστορικό θρίαμβο της Εθνικής αλλά και τον προσωπικό θριάμβό του πάντα στον πληθυντικό, σπεύδοντας να ξεκαθαρίσει πως η νίκη ανήκει σε όλους τους συμπαίκτες του. Παρά το γεγονός ότι ετοιμαζόμαστε σε λίγες μέρες να κλείσουμε τριάντα χρόνια από κείνον τον ονειρεμένο τελικό, κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει την υπέροχη παρέα του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Χριστοδούλου, του Φασούλα και του Καμπούρη που, υπό τις οδηγίες του Χρήστου Πολίτη, έστειλαν την Ελλάδα στο πάνθεο του ευρωπαϊκού μπάσκετ για πρώτη φορά στην ιστορία της. Και το πρώτο είναι πάντα πιο γλυκό. Κι αν ως λαός δεν πρόκειται να ξεχάσουμε ποτέ τον άθλο του 1987, είναι αυτές οι δύο βολές της 14ης Ιουνίου 1987 που έχουν θρονιαστεί στη μνήμη μας περισσότερο από καθετί άλλο. Οι βολές που μας έκαναν πρωταθλητές Ευρώπης, που δικαίωσαν τα καρδιοχτύπια μας όλες εκείνες τις ημέρες και που έβγαλαν όλο τον κόσμο έξω στους δρόμους, μεθυσμένο από την επιτυχία ενός τίτλου που έμοιαζε περισσότερο με όνειρο παρά με απτή πραγματικότητα. Ήταν ωστόσο τα πελώρια δάχτυλα του Αργύρη Καμπούρη αυτά που κρατούσαν την τύχη της ομάδας και δεν έμοιαζαν να θέλουν να την απογοητεύσουν…
Πρώτα χρόνια
Ο Αργύρης Καμπούρης γεννιέται στις 24 Νοεμβρίου 1962 στην Αστυπάλαια, αν και η οικογένεια μετακόμισε σύντομα στον Πειραιά. Ο μικρός Αργύρης μεγαλώνει με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια, καθώς ασχολήθηκε σοβαρά με το μπάσκετ ήδη από 8 χρονών παιδί. Ακόμα πιο σοβαρή και ενεργή θα ήταν η ενασχόλησή του από το 1978 και μετά, όταν πήγε στον Ολυμπιακό, όπου και ανδρώθηκε μπασκετικά μέσα από τις «ερυθρόλευκες» ακαδημίες. Όταν έκλεισε δύο χρόνια στην αντρική ομάδα, στάλθηκε για μια χρονιά δανεικός στη Γλυφάδα, για να επιστρέψει την επόμενη σεζόν στον Ολυμπιακό και να μην ξαναφύγει ποτέ! Σύντομα θα γίνει αρχηγός της ομάδας, μια θέση από την οποία θα κατακτήσει τρία πρωταθλήματα Ελλάδας (1993, 1994, 1995), αλλά κι ένα Κύπελλο (1994). Στο ένδοξο ενεργητικό του θα έχει και τους δύο τελικούς της Ευρωλίγκας, τον πρώτο στο Τελ Αβίβ το 1994 και τον δεύτερο στη Σαραγόσα την επόμενη χρονιά.
Η καριέρα του στην ομάδα που αντρώθηκε και αγάπησε, φορώντας τη φανέλα με το Νο 7, θα κλείσει το 1995. Την επόμενη σεζόν θα παίξει στο Περιστέρι και στο τέλος της αθλητικής περιόδου θα κρεμάσει οριστικά τα παπούτσια του…
Το θρυλικό Ευρωμπάσκετ του ’87
Σαφώς θρυλικότερος θα γινόταν βέβαια με το εθνόσημο στο στήθος, μιας και η συνεισφορά του στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, με τα γαλανόλευκα χρώματα του οποίου αγωνίστηκε για οχτώ χρόνια, παραμένει αναντίρρητη. Το ντεμπούτο του με την Εθνική Ομάδα έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1984 σε ματς με τη Ρουμανία για το Βαλκανικό της χρονιάς, για να κλείσει τιμημένα τον Νοέμβριο του 1992, στην ημιτελική φάση του Μουντομπάσκετ. Στα χρόνια που αγωνίστηκε στην Εθνική Ανδρών, πήρε μέρος σε τρία Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (1987, 1989, 1991) και δυο Παγκόσμια (1986 και 1990), σκοράροντας 523 πόντους σε 126 διεθνείς αγώνες (4,15 πόντοι ανά παιχνίδι). Πέρα από το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 1987, έχει και ένα ασημένιο στο Ευρωμπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας το 1989. Έχει επίσης μια τρίτη θέση στους Βαλκανικούς Ανδρών το 1984, ένα χρυσό στους Βαλκανικούς του 1986, ένα χάλκινο στους Μεσογειακούς του 1987 και διάφορα μετάλλια στα τόσα Τουρνουά Ακρόπολις που πήρε μέρος. Το καλύτερό του παιχνίδι δεν ήταν μάλιστα ο τελικός του 1987! Αλλά το ματς της ίδιας χρονιάς με την Τυνησία, στο πλαίσιο των Μεσογειακών Αγώνων Ανδρών, στο οποίο σκόραρε 25 πόντους. Η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας του ήταν ωστόσο αναμφίβολα το Ευρωμπάσκετ του 1987, όταν στον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση ευστόχησε στις δύο καθοριστικές βολές του αγώνα στα τελευταία δευτερόλεπτα δίνοντας όχι μόνο τη νίκη στην Εθνική μας με 103-101 αλλά και το βαρύτιμο τρόπαιο. Σε κείνη τη διοργάνωση σημείωσε συνολικά 53 πόντους. Όπως θυμόμαστε, στο ιστορικό τουρνουά η Ελλάδα ξεκίνησε με περίπατο τη Ρουμανία στις 3 Ιουνίου (77-109), κάνοντας το ΣΕΦ να πάλλεται από ενθουσιασμό αλλά και ανυπομονησία για τη συνέχεια. Φάγαμε βέβαια το χαστούκι από την Ισπανία (στις 5 Ιουνίου, χάνοντας με 89-106) και την ΕΣΣΔ (στις 6 Ιουνίου, με 66-69), νικήσαμε όμως και πάλι τους φοβερούς Γιουγκοσλάβους των Πέτροβιτς, Ντίβατς, Ράτζα, Τσόσιτς κ.λπ. (κάτι που είχε συμβεί και στην πρώτη φάση του τουρνουά, στις 4 Ιουνίου, με 84-78) και στον τελικό της 14ης Ιουνίου φάγαμε λάχανο στην παράταση την επίσης τεράστια Σοβιετική Ένωση του Τσατσένκο, του Βάλτερς και του Βολκόφ. Γαλλία (82-69 στις 7 Ιουνίου) και Ιταλία (90-78 στις 10 Ιουνίου) υπέκυψαν επίσης στη σπουδαία παρέα του Γκάλη και του Γιαννάκη, που κατέκτησε την κούπα και μας έστειλε στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Το 103-101 γράφτηκε στο ταμπλό του ΣΕΦ με τις δύο εύστοχες βολές του Καμπούρη, αν και εδώ θα πρέπει να μη λησμονήσουμε και τις εξίσου κρίσιμες βολές στην κανονική διάρκεια του αγώνα, αυτές που έβαλε ο Ανδρίτσος και ισοφαρίσαμε.
Όπως κι αν έχει, στην τελευταία επίθεση της αναμέτρησης ο Μέμος Ιωάννου αστόχησε στο σουτ, αλλά εκεί ήταν ως από μηχανής θεός ο Αργύρης Καμπούρης να κατεβάσει το επιθετικό ριμπάουντ και θα κερδίσει το φάουλ που θα τον στείλει στις βολές. Ο Τίμιος Γίγαντας ευστοχεί με ολύμπια ψυχραιμία και χαρίζει το προβάδισμα στην ελληνική ομάδα λιγότερο από 4 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος. Οι Σοβιετικοί κάνουν βιαστικά την επαναφορά, το τρίποντο του Γιοβάισα στην εκπνοή δεν βρίσκει ευτυχώς στόχο και η Ελλάδα στέφεται πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ό,τι ακολούθησε, το θυμόμαστε όλοι: το ΣΕΦ λούζεται από σαμπάνιες και όλη η Ελλάδα ξεχύνεται στους δρόμους για να πανηγυρίσει ξέφρενα μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο Νίκος Γκάλης αναδεικνύεται πολυτιμότερος παίκτης και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης (296 πόντοι), ο Παναγιώτης Γιαννάκης έρχεται πρώτος στις ασίστ, δύο μέλη του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος κερδίζουν τη θέση τους στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης (Γκάλης και Φασούλας), τα φλας πέφτουν ωστόσο πάνω στον παίκτη της κρίσιμης τελευταίας στιγμής. Ο οποίος με τις δυο εύστοχες βολές του ισοφάρισε τους 10 πόντους των Γιαννάκη και Χριστοδούλου… Μετά τις θρυλικές στιγμές έγινε γνωστό πως η οικογένειά του χρειάστηκε να πάρει τη δύσκολη απόφαση να του κρύψει το πρόβλημα υγείας του πατέρα του κατά τη διάρκεια του τουρνουά…
Μπάσκετ και πάλι μπάσκετ
Ο Καμπούρης δεν έφυγε ουσιαστικά ποτέ από την ομάδα που τον αγάπησε και τον ανέδειξε. Μπορεί ως προπονητής να πέρασε από την ομάδα των Αγίων Αναργύρων, την οποία ανέβασε ως την Γ’ Εθνική Κατηγορία, και τους πάγκους του Αιγάλεω, της Ελευσίνας και της Νίκης Αμαρουσίου, κάποια στιγμή επέστρεψε όμως στον Ολυμπιακό ως τεχνικός σύμβουλος των τμημάτων υποδομής της ΚΑΕ. Όπου και παραμένει!
Συνεχίζοντας να ζει και να αναπνέει για το μπάσκετ, όχι μόνο ως παλαίμαχος άσος αλλά και ως εν ενεργεία προπονητής των μικρών, είχε ανοίξει κάποια στιγμή κι ένα μαγαζί με αθλητικά είδη. Τώρα ζει κοντά στη νέα φουρνιά των παικτών, φροντίζοντας όπως είχε πει στο newsbeast.gr να τους συμβουλεύει να είναι πάνω απ’ όλα άνθρωποι όταν αγωνίζονται. Εξακολουθεί να περνά λοιπόν πάρα πολύ χρόνο στο αγαπημένο του ΣΕΦ προπονώντας τους νέους, κάτι που θεωρεί πολύτιμη εμπειρία: «Η προπόνηση αρχίζει το μεσημέρι και τελειώνει το απόγευμα. Είμαστε κοντά στα παιδιά. Είναι ένα διαφορετικό κομμάτι η προπονητική, αλλά είναι μια τεράστια εμπειρία να μπορούμε να συνεργαζόμαστε με όλα αυτά τα παιδιά». Τον ελεύθερο χρόνο του τον περνά με την οικογένειά του και τους παλιούς φίλους και συμπαίκτες. Τον Ιανουάριο του 2017 εκλέχτηκε και πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου Βετεράνων Καλαθοσφαιριστών του Ολυμπιακού, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο τη σχέση του με την ομάδα της καρδιάς του. Όσο για την Εθνική της καρδιάς του, παραμένει ένας από αυτούς που έθεσαν ψηλά τον πήχη για το ελληνικό μπάσκετ, πυροδοτώντας ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για την πορτοκαλί μπάλα στη χώρα μας. Ο φτωχός συγγενής του ευρωπαϊκού μπάσκετ έπαψε να είναι ουραγός από εκείνη τη μεγάλη παρέα και εκείνες τις εμφατικές νίκες τους. Οι σημερινές επιτυχίες της Ελλάδας στα διεθνή παρκέ θα έχουν πάντα κάτι από τις «2 στις 2» βολές του Αργύρη Καμπούρη… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr