Ο συμπαίκτης του στην Εθνική Ουγγαρίας, Τζένο Μπουζάνσκι, είχε πει ίσως τη σωστότερη κουβέντα για τον ποδοσφαιριστή που θα έμενε παγκοσμίως γνωστός ως «Καλπάζων Συνταγματάρχης»: «Αν ένας καλός παίκτης έχει την μπάλα, έχει συνήθως τρεις διαφορετικές επιλογές. Ο Πούσκας ήταν ο μόνος που έβλεπε τουλάχιστον πέντε»! Πέντε μέσα στο γήπεδο και τουλάχιστον άλλες τόσες στο χαρτί του προπονητή, καθώς ο δαιμόνιος Μαγυάρος σκάρωνε διαρκώς δικές του τακτικές και συστήματα μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους μπαλαδόρους που πέρασαν ποτέ από την επικράτεια της στρογγυλής θεάς, ο Πούσκας ήταν από αυτούς τους παίκτες που έπαιρναν το καλό και το μετέτρεπαν σε εξαιρετικό, μεταμορφώνοντας μια καλή ομαδούλα σε σωστό ποδοσφαιρικό φαινόμενο! Στα ποδοσφαιρικά κατάστιχα έχει απαθανατιστεί ως ηγέτης εκείνης της φανταστικής Εθνικής Ουγγαρίας, αλλά και ως γκλοτζής τρομερός. Ένας Μέσι πριν της ώρας του κοντολογίς που προκαλούσε παραληρήματα στους οπαδούς και μοίραζε αφειδώς εγκεφαλικά στους αντιπάλους. Κι αν οι λέξεις δεν αρκούν να περιγράψουν τι είδους μπαλαδόρος ήταν ο Πούσκας, μπορούν και παραμπορούν τα νούμερα: 84 γκολ σε 85 συμμετοχές με τη φανέλα της Εθνικής Ουγγαρίας, και μάλιστα μέχρι τα 29 του, μιας και η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 θα έβαζε πρόωρο τέλος στην καλπάζουσα πορεία του με το εθνόσημο στο στήθος! Κι αυτό σε επίπεδο εθνικών ομάδων πάντα, μιας και είχε άλλα 352 γκολ σε 341 παιχνίδια με τη φανέλα της ουγγρικής Χόνβεντ, καθώς και 156 τέρματα στα 180 παιχνίδια που έπαιξε για λογαριασμό της Ρεάλ. Ήταν πράγματι μια ασταμάτητη μηχανή παραγωγής γκολ, στέλνοντας τον συνολικό αριθμό στα 592 γκολ σε 606 εμφανίσεις, 0,97 γκολ ανά παιχνίδι δηλαδή, μια επίδοση που όλοι οι μεταγενέστεροι μόνο να ονειρεύονται μπορούν. Οι αριθμοί δεν μπορούν όμως να αποκαλύψουν το μέγεθος του μύθου του, δεν μοιράζονται όλη την ιστορία του Φέρεντς Πούσκας. Ο οποίος δεν ήταν μόνο το βαρύτερο πυροβολικό που κόσμησε ποτέ το Παγκόσμιο Κύπελλο, η ίδια η αιχμή του δόρατος της απίστευτης Εθνικής Ουγγαρίας που κυριάρχησε στη διεθνή ποδοσφαιρική σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ήταν ο άνθρωπος που σαν από θαύμα λες δεν ευτύχησε να σηκώσει την παγκόσμια κούπα, μετά την ιστορική -και αμφιβόλου ηθικής- ήττα της Ουγγαρίας από τη Δυτική Γερμανία με εκείνο το 3-2 στον τελικό του Μουντιάλ του 1954 στη Βέρνη. Ήταν ο άνθρωπος που ήρθε η παγκόσμια ιστορία και τον βρήκε, όταν θα μπλεκόταν στις εθνικές περιπέτειες της πατρίδας του και θα μάζευε τα μπογαλάκια του να φύγει νύχτα όντας πια προδότης της χώρας του και αποδιοπομπαίος τράγος. Εμείς οι Έλληνες ευτυχήσαμε να ζήσουμε λίγο από το μεγαλείο του Πούσκας, αν και από άλλο μετερίζι. Ως προπονητής του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ δηλαδή, σφραγίζοντας εκείνη τη μεγαλειώδη πορεία του «τριφυλλιού» στα μεγάλα ευρωπαϊκά σαλόνια! Οι ιστορικοί του ποδοσφαίρου ερίζουν ακόμα αν ήταν ο μεγαλύτερος ευρωπαίος ποδοσφαιριστής ή ο κορυφαίος του κόσμου, τίτλοι που λίγη αξία έχουν για τον φοβερό μαγυάρο μαέστρο της μπάλας. Η FIFA έσπευσε πάντως το 2009 να δώσει το όνομά του στο βραβείο του καλύτερου γκολ της σεζόν, υπενθυμίζοντάς μας όχι μόνο τις γκολάρες που σημείωνε άλλοτε, αλλά και το γεγονός ότι παραμένει ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει τέσσερις φορές σε τελικό Πρωταθλητριών. Ήταν ο άνθρωπος που πριν από τον Κρόιφ, τον Πελέ και τον Μαραντόνα, άλλαζε το ίδιο το ποδόσφαιρο ένα γκολ τη φορά…
Πρώτα χρόνια
Ο Φέρεντς Πούσκας-Μπιρό γεννιέται την Πρωταπριλιά του 1927 στη Βουδαπέστη ως γιος ενός γερμανού ποδοσφαιριστή και μιας ουγγαρέζας μοδίστρας. Ο μικρός μεγαλώνει στο Κίσπεστ, ένα προάστιο της πρωτεύουσας, με την μπάλα στα πόδια, μιας και εντωμεταξύ ο παλαίμαχος μπαλαδόρος πατέρας (που άλλαξε το επίθετο της φαμίλιας το 1937 στο πιο μαγυάρικο «Πούσκας») έχει γίνει προπονητής της τοπικής ομάδας. Ο Φέρεντς εντάχθηκε από μικρούλης στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ (Χόνβεντ αργότερα), πριν ακόμα το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, και έδειξε από την πρώτη στιγμή το άπλετο ταλέντο του στο γήπεδο. Επειδή μάλιστα ήταν τόσο μικρούλης, του είχαν φτιάξει πλαστά χαρτιά ως «Μίκλος Κόβατς», ένα όνομα με το οποίο έπαιζε ως το 1943, όταν έβγαλε πραγματικά χαρτιά. Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας της Ουγγαρίας ανέλαβε τις τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ Βουδαπέστης πια έγινε η επίσημη ομάδα του στρατού. Οι ποδοσφαιριστές της έγιναν λοιπόν αξιωματικοί και ο Πούσκας ανέβαινε γοργά τα σκαλιά της στρατιωτικής ιεραρχίας, καθώς έβαζε γκολ με το τσουβάλι. Κάποια στιγμή θα ανέλθει μάλιστα στον βαθμό του ταγματάρχη, από όπου θα προκύψει και το περιβόητο παρατσούκλι του «Καλπάζων Συνταγματάρχης»! Γεννημένος σέντερ φορ, σάρωνε τις διακρίσεις ήδη από την πρώτη στιγμή και δεν θα του έπαιρνε πολύ να αναδειχτεί στον κορυφαίο παίκτη του συλλόγου. Πλάι στον Ζόλταν Τσίμπορ και το «χρυσό κεφάλι» Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ και κατάφερε να βάλει τους άγνωστους ποδοσφαιρικά Ούγγρους στα μεγάλα σαλόνια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Πρώτος σκόρερ ξεπήδησε ήδη από το 1948, όταν πέτυχε 50 γκολ, αλλά και το 1949 (31 τέρματα), το 1950 (25) και το 1953 (27). Πριν κλείσει άρον άρον την καριέρα του στη Χόνβεντ, είχε προλάβει να σκοράρει 357 γκολ σε 354 ματς! Αφού οδήγησε την ομάδα του σε πέντε τίτλους Ουγγαρίας, το 1948 αναδείχτηκε και πρώτος σκόρερ όλης της Ευρώπης…
Το αστέρι της στρογγυλής θεάς που είπαν «Καλπάζων Συνταγματάρχη»
Η Χόνβεντ Βουδαπέστης κατάφερε να προκριθεί στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου το 1956. Έχασε στο εκτός έδρας ματς από την Ατλέτικο Μπιλμπάο με 3-2 και όλα θα παίζονταν στον επαναληπτικό της Βουδαπέστης. Μόνο που αυτός ο αγώνας σε ουγγρικό έδαφος δεν θα γινόταν ποτέ. Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη, ως αποτέλεσμα της Ουγγρικής Επανάστασης, βρίσκει τον Πούσκας στην Ισπανία ακόμα, όταν οι παίκτες θα πάρουν την ιστορική απόφαση να μην επιστρέψουν στη χώρα τους. Ο αγώνας θα γίνει τελικά στις Βρυξέλλες, θα λήξει 3-3 και η Χόνβεντ θα αποκλειστεί, αν και λίγη σημασία είχαν τα αγωνιστικά στους χαλεπούς ιστορικούς καιρούς που διένυαν. Αφού κάλεσαν τις οικογένειές τους από την Ουγγαρία, οι ποδοσφαιριστές της Χόνβεντ έκαναν μια παγκόσμια περιοδεία για να μαζέψουν λεφτά για τη δοκιμαζόμενη χώρα τους, περνώντας από την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία και φτάνοντας ακόμα και στη Βραζιλία. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, κάποιοι επέλεξαν να γυρίσουν στην Ουγγαρία, οι περισσότεροι πάντως αναζήτησαν τις τύχες τους στη Δυτική Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε αρχικά πολύ κοντά σε ένα συμβόλαιο με την Εσπανιόλ, στην οποία έπαιξε μάλιστα και μερικά φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές, «αποστάτη», «προδότη» και «αντιρρησία συνείδησης» τον αποκαλούσαν τώρα οι ποδοσφαιρικές και κυβερνητικές αρχές της χώρας του, δεν έμεινε στην Ισπανία. Πήγε στην Ιταλία, όπου τον ήθελαν διακαώς τόσο η Γιουβέντους όσο και η Μίλαν, αν και όλοι υπολόγιζαν χωρίς την UEFA, η οποία έσπευσε να του επιβάλει διετή αποκλεισμό λόγω της άρνησής του να επιστρέψει στη Χόνβεντ! Όταν πέρασε η προσωπική του οδύσσεια, ήταν ελεύθερος να ενταχθεί το 1958 στη Ρεάλ Μαδρίτης, έχοντας μέχρι τότε προτάσεις από όλους σχεδόν τους κορυφαίους ευρωπαϊκούς συλλόγους. Στα 31 του πια, θα ξεκινούσε μια δεύτερη καριέρα λες και τίποτα δεν είχε συμβεί εντωμεταξύ. Μόνο που ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης» θα λεγόταν πια «Πάντσο» στην Ισπανία, καθώς έτσι βάφτισαν χαϊδευτικά οι «μερένγκες» τον παίκτη που θα έμενε οχτώ χρόνια στον σύλλογο και θα έπαιρνε πρακτικά τα πάντα! Παρά τον φόβο πολλών πως αυτά τα δύο χρόνια που είχε παραμείνει εκτός αγωνιστικού χώρου θα είχαν προσυπογράψει το αγωνιστικό του τέλος. Πούσκας, Ντι Στέφανο, Χέντο, Κοπά και Ρίαλ αποτέλεσαν μια τρομακτική επιθετική πεντάδα: κατέκτησαν 5 σερί πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ισπανίας, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και ένα Διηπειρωτικό! Ο ίδιος απέσπασε 4 φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στην Ισπανία και 2 φορές στο Πρωταθλητριών, ενώ πέτυχε και 4 γκολ στον τελικό του 1960 απέναντι στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης (και 3 ο Ντι Στέφανο σε κείνο το μνημειώδες 7-3). Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, η Ρεάλ κατάφερε ωστόσο να χάσει από την Μπενφίκα με 5-3.
Ο τρομερός αριστεροπόδαρος γκολτζής διαμαρτυρόταν τώρα για όσα του καταμαρτυρούσαν, ότι δεν χρησιμοποιούσε δηλαδή το δεξί του πόδι! «Τι σημασία έχει που δεν χρησιμοποιώ καθόλου το δεξί; Έτσι κι αλλιώς, πάντα με ένα πόδι κλοτσάς την μπάλα, οπότε δεν χρειάζεται να είσαι το ίδιο καλός και με τα δυο», απαντούσε στην πικρόχολη κριτική. Και είχε φυσικά δίκιο, καθώς τα έργα του στη Μαδρίτη μιλούν από μόνα τους: σε 180 συμμετοχές, σκόραρε 156 φορές, σημειώνοντας κι άλλα 35 γκολ σε 39 ευρωπαϊκά ματς! Και ήταν φυσικά πρώτος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος το 1960, το 1961, το 1963 και το 1964. Ο Πούσκας και η αξιοσημείωτη παρέα του καθιέρωσαν τον χαρακτηρισμό «βασίλισσα» για τη Ρεάλ. Με τρία Κύπελλα Ευρώπης στο ενεργητικό του, δέκα πρωταθλήματα (πέντε στην Ουγγαρία και πέντε στην Ισπανία) και οχτώ προσωπικούς τίτλους, δεν είχε τίποτα να αποδείξει πια…
Οι «Υπέροχοι Μαγυάροι»
Το ημερολόγιο έγραφε 20 Αυγούστου 1945 όταν ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ουγγαρίας, σκοράροντας μάλιστα σε κείνο το 5-2 επί της Αυστρίας και προοιωνίζοντας τι θα συνέβαινε αμέσως μετά. Στη μεγάλη παρέα των Τσίμπορ, Κότσις και Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι, δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο που θα έμενε στην ποδοσφαιρική ιστορία ως μια από τις καλύτερες εθνικές ομάδες που εμφανίστηκαν ποτέ στον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Τα 84 γκολ του στους 85 διεθνείς αγώνες αποτέλεσαν ένα παγκόσμιο ρεκόρ που δύσκολα θα καταρριφθεί ποτέ. Κι όλα αυτά μέχρι το 1956 πάντα!
Η «Χρυσή Ομάδα», ή αλλιώς «Υπέροχοι Μαγυάροι», αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά, καθώς έμεινε αήττητη για 32 σερί ματς, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι (1952) και φτάνοντας δυο χρόνια αργότερα μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ της Ελβετίας, όπου υπέκυψε απέναντι στους Γερμανούς με 2-3, τους οποίους είχε ωστόσο κατατροπώσει λίγες μέρες νωρίτερα -στη φάση των ομίλων- με το αστρονομικό 8-3! Το 1953 ο Πούσκας και η παρέα του φρόντισαν εξάλλου να ξεπαστρέψουν την Αγγλία, πρώτα στην έδρα τους με το ιστορικό 3-6, αλλά και στη ρεβάνς της Βουδαπέστης μετά με… 7-1!
Η Ουγγαρία του Πούσκας ήταν το μεγάλο φόβητρο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου στις αρχές του 1950! Έχοντας οδηγήσει λοιπόν ως αρχηγός, τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά, τους Μαγυάρους του στο χρυσό των Ολυμπιακών του Ελσίνκι, η Ουγγαρία καταφτάνει στο Μουντιάλ του 1954 αήττητη για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, έχοντας ήδη στα χέρια της την εμβληματική νίκη στο «Σπίτι του Ποδοσφαίρου», το ιστορικό Γουέμπλεϊ, με εκείνο το 6-3 κατά της αήττητης σε βρετανικό έδαφος Αγγλίας στις 25 Νοεμβρίου 1953 (το τότε «Ματς του Αιώνα»). Κανείς δεν είχε λοιπόν αμφιβολία για το ποιος ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί για το Παγκόσμιο της Ελβετίας. Με την καλύτερη επιθετική γραμμή του κόσμου, η Ουγγαρία δείχνει από νωρίς τις κεφάτες διαθέσεις της, κάνοντας σκόνη την Κορέα με 9-0 στο εναρκτήριο ματς του Μουντιάλ (ο Πούσκας σκοράρει το πρώτο και το τελευταίο γκολ της ομάδας). Σειρά είχαν κατόπιν τα «Πάντσερ» της Δυτικής Γερμανίας, τα οποία διαλύουν οι Ούγγροι του Πούσκας με όχι λιγότερο από 8-3! Η εμφατική νίκη κατά των Γερμανών αφήνει ωστόσο το στίγμα της στον Πούσκας, ο οποίος τραυματίζεται στο γόνατο μετά από δολοφονικό τάκλιν και παρακολουθεί από τον πάγκο τους δύο επόμενους αγώνες, τον προημιτελικό με τη Βραζιλία («Μάχη της Βέρνης») και τον ημιτελικό με τη δύο φορές παγκόσμια πρωταθλήτρια Ουρουγουάη, ματς που καθαρίζουν εύκολα οι Μαγυάροι.
Στον μεγάλο τελικό λοιπόν με τη Δυτική Γερμανία όλα τα μάτια είναι στραμμένα στον Πούσκας. Ήταν έτοιμος; Είχε ξεπεράσει τελείως τον τραυματισμό του; Εκείνος, μη θέλοντας να χάσει το μεγαλύτερο ματς της καριέρας του, συμμετέχει παρά τις ενστάσεις του ιατρικού team και κλείνει τα στόματα όσων αμφέβαλαν ανοίγοντας το σκορ για την Ουγγαρία μόλις στο έκτο λεπτό! Σύντομα μάλιστα θα γινόταν το 2-0 και όλοι πίστεψαν ότι θα ξαναζούσαν στιγμές από την αποστομωτική ήττα της φάσης των ομίλων. Και τότε αρχίζει να βρέχει στη Βέρνη! Τα «Πάντσερ» αντεπιτίθενται και κάνουν το 2-2 στο ημίχρονο, πριν παγώσει περαιτέρω η ατμόσφαιρα καθώς οι Γερμανοί γράφουν το 3-2, που θα παραμείνει τελικό σκορ και θα κλέψει την κούπα από τους Μαγυάρους. Κι έτσι η Ουγγαρία, έπειτα από 31 ματς αήττητη, είχε τελικά νικηθεί… Η Εθνική Ομάδα της Ουγγαρίας διαλύθηκε δύο χρόνια αργότερα και όλοι αναρωτιούνταν τώρα τι θα γινόταν και πού θα έφτανε ο Πούσκας αν οι Υπέροχοι Μαγυάροι του δεν γκρεμίζονταν τόσο απρόοπτα. Το 1962 πήρε βέβαια την ισπανική υπηκοότητα και έπαιξε με τους «φούριας ρόχας» στο Μουντιάλ του 1962, παίρνοντας μέρος σε τέσσερα ματς χωρίς τέρμα όμως…
Προπονητική καριέρα, πέρασμα από Ελλάδα και τελευταία χρόνια
Ως μέλος της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ελίτ κρέμασε ο Πούσκας τα παπούτσια του το 1966, κι αυτό για να υπηρετήσει τη μεγάλη στρογγυλή του αγάπη από μια νέα θέση, αυτή του προπονητή. Ο 39χρονος Πούσκας έκανε πραγματικά ό,τι ήθελε στο χορτάρι παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και το παχουλόκομψο της κορμοστασιάς του, αλλά πια δεν είχε τι άλλο να κατακτήσει. Τώρα είναι προπονητής και όλοι θέλουν να τον βάλουν στον πάγκο τους. Εκείνος περνά από μικρή ισπανική ομάδα, κάνει μια προπονητική τουρνέ στις ΗΠΑ και τον Καναδά (Σαν Φρανσίσκο και Βανκούβερ), επιστρέφει στην ισπανική Αλαβές και μετά έρχεται η ιστορική πρόταση από τον Παναθηναϊκό (1969)! Τα επιτεύγματα του Πούσκας στο «τριφύλλι» είναι περιττό να αναφερθούν, καθώς είναι ο άνθρωπος που έχει συνδέσει το όνομά του με τη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία του συλλόγου, μιας και ήταν ο προπονητής της ομάδας στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και ο προπονητής στην τελική φάση του Διηπειρωτικού! Ο Δομάζος είχε πει ότι χωρίς τον Πούσκας, εκείνη η ξέφρενη κούρσα του Παναθηναϊκού στο Γουέμπλεϊ δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, αν έλειπε δηλαδή εκείνο το θρυλικό «έντεκα αυτοί, έντεκα εμείς». Ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε τελικά στον τελικό του 1971 απέναντι στον τρομακτικό Άγιαξ του μεγάλου Κρόιφ. Ο Πούσκας συνέχισε να φέρνει βόλτα τον κόσμο ως προπονητής και μετά το 1974 που έφυγε από τον «πράσινο» πάγκο, περνώντας από Ισπανία, Χιλή, Σαουδική Αραβία, ξανά Ελλάδα -για λογαριασμό της ΑΕΚ του Μπάρλου αυτή τη φορά (1978-1979)-, Αίγυπτο, Παραγουάη, και Αυστραλία. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ως προπονητής ήταν τα τρία πρωταθλήματα Ελλάδας, ένας τελικός Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ένα πρωτάθλημα κι ένα Κύπελλο Αυστραλίας.
Ως ζωντανός πρεσβευτής του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ζούσε και ανέπνεε για την μπάλα. Η απόλυτη δικαίωσή του ήρθε το 1993, όταν η πατρίδα του είπε να θάψει τα μίση του παρελθόντος και του πρότεινε τη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού. Οι Ούγγροι τον υποδέχονται ως ήρωα, ως τραγικό θύμα μιας εποχής που δεν υπάρχει πια. Τώρα δεν ήταν ο μεγάλος προδότης της πατρίδας του, αλλά το διαχρονικό σύμβολό της. Το τέλος του δεν θα είναι όμως πολύ μακριά και θα είναι όσο πιο δύσκολο παίρνει. Ο Πούσκας διαγνώστηκε με τη Νόσο του Αλτσχάιμερ, αν και πλέον έχει το σύνολο της εκδημοκρατισμένης Ουγγαρίας στο πλευρό του. Προλαβαίνει πάντως να δει τη μετονομασία του γηπέδου της Βουδαπέστης σε «Στάδιο Φέρεντς Πούσκας» το 2002, το ίδιο τιμημένο χώμα δηλαδή που είχε κάνει τα πρώτα του βήματα. Ο κορυφαίος των κορυφαίων έφυγε από τον κόσμο στις 17 Νοεμβρίου 2006 όντας ήδη στο κλαμπ των επίγειων αθανάτων… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr