Οι περισσότεροι τη γνωρίσανε ως τη φινετσάτη ντάμα του ελληνικού σινεμά, ως σύζυγο συνήθως του Κωνσταντάρα, η Καίτη Πάνου ήταν ωστόσο πολλά και ιστορικά περισσότερα. Η καριέρα της ήταν συνυφασμένη με τον ίδιο τον ελληνικό κινηματογράφο, όταν αυτός αναγεννήθηκε στα χρόνια της Κατοχής. Όπως ξέρουμε, η πρώτη ελληνική ταινία που γυρίζεται στην κατοχική Αθήνα είναι «Η θύελλα πέρασε» το 1943, η εμπορική απήχηση της οποίας κρίθηκε ως βήμα θετικό για την αναζωογόνηση του ελληνικού κινηματογράφου. Ένας δεύτερος κινηματογραφικός παραγωγός, κάποιος Φιλοποίμην Φίνος, θέλοντας να εξαργυρώσει την επιτυχία του φιλμ του Μπακόπουλου, χρηματοδοτεί τη θρυλική «Φωνή της καρδιάς» την ίδια χρονιά, η οποία επισκιάζει αμέσως τη «Θύελλα» κόντρα μάλιστα σε κάθε προσδοκία. Οι ιστορικοί του ελληνικού κινηματογράφου αποδίδουν την ανέλπιστη εμπορική πορεία της ταινίας (που έκοψε 102.237 εισιτήρια!) στους συντελεστές της: από τον Αιμίλιο Βεάκη, που βρίσκεται στην κορυφή της καριέρας του, μέχρι και τους νεαρούς Λάμπρο Κωνσταντάρα, Δημήτρη Χορν, Νίτσα Τσαγανέα, Σμαρούλα Γιούλη και τη δροσερή Καίτη Πάνου. Η δραματική ταινία ήταν όμως και αρκούντως επεισοδιακή, αφού η αισθαντική Πάνου λειτούργησε άθελά της ως πέτρα του σκανδάλου! Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης του φιλμ, Δημήτρης Ιωαννόπουλος, ερωτεύτηκε παράφορα τη νεαρή πρωταγωνίστρια Καίτη και δεν ήθελε με τίποτα να τη γυροφέρνουν τα αρσενικά του καστ. Κι έτσι στη σκηνή που πρέπει βάσει σεναρίου να τη φιλήσει ο Χορν, οι δυο άντρες λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια! Αυτό θα ήταν το επεισοδιακότατο ντεμπούτο της Καίτης Πάνου πριν ακόμα φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, όταν θα μετατραπεί εν μία νυκτί σε πολυαγαπημένη ενζενί του πανιού και μια από τις πρώτες πρωταγωνίστριες του ελληνικού ομιλούντος κινηματογράφου στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’40. Πολύ πριν περιοριστεί σε δεύτερους κινηματογραφικούς ρόλους στο εμπορικό μας σινεμά, η Καίτη Πάνου χαρακτηριζόταν ήδη ως «μεγάλη κυρία της υποκριτικής», αν και η πορεία της δεν έμελλε να είναι αντίστοιχη στο πανί. Το πλατύ κοινό θα τη γνώριζε ως παρτενέρ του Κωνσταντάρα (έπαιξαν μαζί σε 9 ταινίες), ως αυστηρών ηθών μαμά της Βουγιουκλάκη στα κλασικά «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), ως επίσης μαμά της Κατερίνας Γώγου στην κωμωδία «Ο τρελός τα ‘χει 400» (1968), απολαμβάνοντας την υποκριτική της δεινότητα σε ταινίες-σταθμούς της εποχής, όπως «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972), «Ο τρελοπενηντάρης» (1971), «Ο μπλοφατζής» (1969) κ.ά. Η Καίτη Πάνου που βγήκε στο πανί νεαρότατη, στα 16 της χρόνια, ως εξαιρετικό μάλιστα ταλέντο παίζοντας ρόλους και ρόλους πριν αποφασίσει να σπουδάσει υποκριτική και μετατραπεί έτσι σε βαρύ χαρτί της εθνικής μας κινηματογραφίας. Πριν κοσμήσει και με αξιοσημείωτο μάλιστα τρόπο το θέατρο και το γυαλί εντέλει, ως μια διαχρονικά φινετσάτη κυρία του πανιού με ιδιαίτερη κομψότητα και «αστική» αύρα. Πρωτίστως όμως θα είναι πάντα μια νεαρή ενζενί που ενηλικιώθηκε πλάι στο ίδιο το ελληνικό σινεμά, με το οποίο πορεύτηκαν μαζί στα πρώτα βήματά τους…
Πρώτα χρόνια
Η Καίτη Πάνου ξεπηδά από τη «Φωνή της καρδιάς» ως η νέα ενζενί του ομιλούντος ελληνικού κινηματογράφου που αναγεννιέται μαγικά. Όντας μεγάλο υποκριτικό φιντάνι, σπουδάζει υποκριτική στη Σχολή Ηθοποιών Κινηματογράφου του Γιώργου Θεοδοσιάδη αλλά και κλασικό μπαλέτο. Μπαλαρίνα δεν θα γινόταν βέβαια, καθώς μέχρι τότε την είχε κερδίσει ολότελα η ηθοποιία…
Καριέρα
Την Καίτη Πάνου θα την ξαναδούμε το 1984 στον «Αδέξιο εραστή» (με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Γιώργο Σίσκο), αλλά και σε δύο βιντεοκασέτες της περιόδου, τη «Βασίλισσα της Ρέγγας» (1987) και το «Δεν κρατιέμαι, δεν κρατιέμαι» (1987). Στη «Βασίλισσα της Ρέγγας» του Κώστα Καραγιάννη συνεργάστηκε μάλιστα με τη Ρένα Βλαχοπούλου και αμφότερες οι δύο μεγάλες κυρίες διασώθηκαν με τη φινέτσα και τα άπλετα υποκριτικά τους χαρίσματα.