Τον Νίκο Τσούκα τον θυμόμαστε από τις ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και από το φαινόμενο της δεκαετίας του 1980 που άκουγε στον όρο «βιντεοκασέτα». Ο νεότερος κωμικός ανδρώθηκε υποκριτικά δίπλα στα ιερά τέρατα σανιδιού και πανιού μεταφέροντας στην επόμενη γενιά κάτι από τη μαγεία των παλιών. Μεγάλο κωμικό στοιχείο και ο ίδιος εξάλλου, έφτανε η παρουσία του και μόνο για να σκάει το χειλάκι του κόσμου. Αν και ο Τσούκας δεν εξαντλήθηκε υποκριτικά στην κωμωδία, όπως μας λέει: «Καρατερίστας, ρολίστας, ναι. Αλλά δεν είμαι μόνο κωμικός. Έχω κάνει και δράμα. Πιστεύω ότι ένας καλός ηθοποιός δεν είναι ούτε μόνο κωμικός ούτε μόνο δραματικός. Ο Μουσούρης, όταν ξεκινούσα, μου είχε πει μια φορά και δεν το ξέχασα ποτέ: να μη σε ενδιαφέρει αν θα πουν ‘‘ο Τσούκας ο θιασάρχης’’, ‘‘ο Τσούκας ο πρωταγωνιστής’’. Να χαρείς μόνο αν πουν ‘‘ο Τσούκας ο καλός ηθοποιός’’. Τότε θα έχεις πετύχει». Ένα μάθημα που τήρησε ευλαβικά, κι έτσι δεν απασχόλησε ποτέ τα Μέσα με οτιδήποτε άλλο παρά με τη δουλειά του. Γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγαπά και τον θυμάται διαχρονικά, γιατί αποκλειστικά ως ηθοποιό τον έμαθε και αποκλειστικά ως ηθοποιό συνεχίζει να τον ξέρει. Ο δικός μας Νικόλας, ο απλός και προσιτός, που τόσο γέλιο μας χάρισε. «Με αγαπούν», λέει αυτός, «πάω να ψωνίσω στη λαϊκή και αντί για ένα λάχανο, φεύγω με δυο και ρέβες πεσκέσι. Το λάχανο είναι το ζήτημα; Η συγκίνηση είναι. Με βλέπουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Δεν έχω δώσει ποτέ μου αυτόγραφο». Και βέβαια σε όλους μας θα θυμίζει για πάντα τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο…
Πρώτα χρόνια
Καριέρα
Μερικοί από τους πλέον χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν στις ταινίες «Η βίλλα των οργίων» (1964), «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1968), «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969), «Η νεράιδα και το παλληκάρι» (1969), «Το στραβόξυλο» (1969), «Η ωραία του κουρέα» (1969), «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Η κόρη του ήλιου» (1971) κ.ά.
Τον θυμόμαστε ακόμα στα φιλμ «Ο ανήφορος» (1964), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Τζένη Τζένη» (1966), «Θου Βου, φανερός πράκτωρ 000» (1967), «Το λεβεντόπαιδο» (1969), «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969), «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» (1969) και «Τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» (1969).
Στη δεκαετία του 1980 πήρε μέρος σε δεκάδες βιντεοκασέτες, έπαιξε όμως και στο σελιλόιντ, πρωταγωνιστώντας για παράδειγμα στο «Μια γυναικάρα στα μπουζούκια» (1984) και το «Πονηρός ο βλάχος» (1986) και κρατώντας καλούς ρόλους στο «Βαράτε με κι ας κλαίω» (1981) και το «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983).
Τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα είναι στο «Ρ20» (2004) του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο θα ξανασυνεργαστούν εξάλλου το 2006 στο σίριαλ «Οδός Παραδείσου 7». Για τα δύσκολα, αν και υπέροχα, χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ανακαλεί χαρακτηριστικά: «Εκεί, για να παίξεις σε ταινία έπρεπε να πας με δικά σου ρούχα, με δικό σου κοστούμι. Όπως φαντάζεσαι, οι γυναίκες είχαν πιο πολύ πρόβλημα, γιατί έπρεπε, όσο να ’ναι, να είναι ωραίες και με ωραία φορέματα. Αν ήταν μεγάλη η παραγωγή, το πολύ πολύ να μας έδιναν λίγο χαλβά ή ψωμί κι ελιά στα διαλείμματα. Θυμάμαι κάποτε που ο Παπαμιχαήλ μου έσκισε κατά λάθος το πουκάμισο σε μια σκηνή στους ‘‘Φορτουνάκηδες και τους Βροντάκηδες’’ και ήμουν απαρηγόρητος γιατί δεν είχα άλλο».