«Όλοι τραυλίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο / Αυτό είναι λοιπόν το μήνυμά μου για σας / Στην πραγματικότητα, μην αφήνετε τίποτα να σας κρατήσει πίσω / Αν μπορεί να το κάνει ο Σκάτμαν, μπορείτε κι εσείς». Αυτοί οι στίχοι υπογραμμίζουν μια από τις πλέον αναπάντεχες ιστορίες μουσικής επιτυχίας των τελευταίων χρόνων, όταν ένας μεσόκοπος τζαζίστας και πιανίστας ονόματι Τζον Πολ Λάρκιν επανεμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως Σκάτμαν Τζον και σκαρφαλώνει στις πρώτες θέσεις των charts με ένα τουλάχιστον ιδιαίτερο κομμάτι. Ο Αμερικανός είχε δεκαετίες εμφανίσεων στις πλάτες του σε τζαζ φεστιβάλ και πιάνο-μπαρ σε Ευρώπη και Αμερική, φήμη δεν είχε βρει ωστόσο στην επικράτεια της τζαζ, παρά τη μακρά του καριέρα εκεί. Και θα την έβρισκε εντελώς παράδοξα στον χώρο της house μουσικής με ένα τραγούδι που έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα «Ski Ba Bop Ba Dop Bop», όταν θα γινόταν αστέρι όχι παρά το τραύλισμά του, αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού! Το ερμηνευτικό στιλ που υιοθέτησε (scat rap) θύμιζε πολύ τραύλισμα, λες και επαναλάμβανε σπασμωδικά συλλαβές. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο, καθώς ο Λάρκιν πειραματιζόταν με το συγκεκριμένο είδος μουσικής εκφοράς εδώ και χρόνια και όταν τον ανακάλυψε ο ιδιοκτήτης (Manfred Zahringer) της δανέζικης εταιρίας παραγωγής Iceberg Records στη Φρανκφούρτη το 1994, ο μουσικός τού έδωσε αμέσως να διαβάσει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «μπιμπόπ ποίηση», την οποία είχε μελοποιήσει. Ο Zahringer εντυπωσιάστηκε από τους πειραματισμούς του Αμερικανού, όπως και άλλες δισκογραφικές φυσικά, κανείς τους όμως δεν έβλεπε μέλλον και προοπτική σε έναν πενηντάρη πιανίστα που έπαιζε με συλλαβές και κομμένες λέξεις μπολιάζοντάς τες με τζαζ και ποπ ακούσματα. Μέλλον είδε μόνο μια εταιρία από το Αμβούργο, η BMG Ariola Hamburg, η οποία δέχτηκε να ηχογραφήσει ο Λάρκιν ένα σινγκλάκι, το «Scatman»! Παρά το γεγονός ότι η υποδοχή του κοινού ήταν σχετικά χλιαρή αρχικά, το κομμάτι έμελλε να γίνει ένα από τα κορυφαία χιτάκια στην Ευρώπη της εποχής και να γνωρίσει αμέτρητες εκδοχές σε πιο χορευτικούς ρυθμούς. Το «Scatman» πούλησε τελικά πάνω από 600.000 κομμάτια μόνο στη Γερμανία και έφτασε στο Νο 2 των παγκόσμιων charts, αγγίζοντας κορυφή σε αγορές όπως η Σκανδιναβία, η Αυστρία, η Ελβετία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Τουρκία. Ακόμα και στη Βρετανία σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο σινγκλ, το «Scatman’s World», που μοσχοπούλησε επίσης στην Ευρώπη και άνοιξε την όρεξη για έναν δίσκο με τον ίδιο τίτλο. Αυτή η μετεωρική φήμη του Σκάτμαν Τζον θα ήταν άλλη μια ιστορία εφήμερης επιτυχίας στο μουσικό στερέωμα αν δεν έκρυβε μέσα της όλες τις δυσκολίες με τις οποίες μεγάλωσε ο Λάρκιν σε ένα επαρχιακό προάστιο της Καλιφόρνια εκεί στη δεκαετία του 1940. Ο μικρός εμφάνισε διαταραχή στον λόγο που έκανε την επικοινωνία με τους άλλους κομματάκι δυσκολότερη, για να γνωρίσει τη χλεύη των συμμαθητών του και τον σχολικό εκφοβισμό. «Ως παιδί, αναγκάστηκα να παλέψω μερικές φορές», εξομολογήθηκε το 1995 σε επιστημονική επιθεώρηση για το τραύλισμα («Advance for Speech Pathologists and Audiologists Magazine»): «Εξοργίστηκα κάποιες φορές. Θυμάμαι μια φορά που κάτι γειτονόπουλα με κορόιδευαν για το τραύλισμά μου με όλη τη δύναμη της φωνής τους. Αυτό με πόνεσε αληθινά. Με διέλυσε. Περίμενα πως το πράγμα θα ξεθύμαινε την επόμενη μέρα. Δεν συνέβη. Τότε τους κυνήγησα και η οργή μου ήταν τόση που θα μπορούσα να τους είχα σκοτώσει αν δεν με σταματούσε ο πατέρας μου. Αυτός ο πόνος, ελπίζω, με έκανε αυτόν τον καλό άνθρωπο που προσπάθησα να γίνω». Κι έτσι στράφηκε στη μουσική ως τρόπο μη λεκτικής επικοινωνίας αλλά και ως εκφραστική διέξοδο από το πρόβλημά του. Όταν αγάπησε μάλιστα την τζαζ, άκουσε για πρώτη φορά αυτό τον πειραματικό τρόπο εκφοράς του λόγου ώστε να μοιάζει με μουσικό όργανο που αποπειράθηκαν αρκετά αστέρια της τζαζ, ονόματα-ορόσημα του χώρου όπως ο Λούις Άρμστρονγκ και η Έλα Φιτζέραλντ δηλαδή. Δούλεψε λοιπόν για αρκετές δεκαετίες ως επαγγελματίας πιανίστας και τζαζίστας, αν και για τις πλατιές μάζες παρέμενε ανώνυμος, παρά το γεγονός ότι όργωνε τα φεστιβάλ του πλανήτη και τις τζαζ μουσικές σκηνές Ευρώπης και Αμερικής. Μόλις στα 44 του (1986) θα κυκλοφορούσε τον πρώτο του δίσκο, το άλμπουμ «Τζον Λάρκιν», το οποίο δεν θα γνώριζε καμία επιτυχία. Κι έτσι το 1990 αποφάσισε να δώσει άλλη μια ευκαιρία στον εαυτό του παίρνοντας τη γυναίκα του και μετακομίζοντας στο Βερολίνο. Και τότε…
Πρώτα χρόνια
«Κρυβόμουν πίσω από το πιάνο όταν έπαιζα γιατί φοβόμουν να μιλήσω», είπε χρόνια αργότερα ο Λάρκιν για το ξεκίνημα της επαγγελματικής του καριέρας. Όσο έφτανε στην ενηλικίωση, τόσο περισσότερο έπαιζε αφιλοκερδώς σε τζαζ φεστιβάλ και μουσικές σκηνές του Λος Άντζελες, μέχρι να φτάσει στο σημείο να βγάζει τα προς το ζην στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αποκλειστικά από τη μουσική του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 θα κόψει μάλιστα με δικά του έξοδα τον πρώτο του (ορχηστρικό) δίσκο, «Τζον Λάρκιν» τον είπε, τον οποίο μοίρασε σε φίλους και γνωστούς και πουλούσε στις τζαζ συναυλίες και τις μουσικές σκηνές που εμφανιζόταν.
Το πρόβλημα με την ομιλία του δεν το είχε ξεπεράσει και μετά την ενηλικίωσή του βρήκε έναν νέο τρόπο να το διαχειρίζεται: τα ναρκωτικά. Ο Τζον μπλέχτηκε στον υπόκοσμο της ναρκο-κουλτούρας του Λος Άντζελες και πάλεψε με τη μάστιγα για αρκετά χρόνια, μέχρι να χάσει τουλάχιστον έναν καλό φίλο από υπερβολική δόση. Τότε, και με την αμέριστη συμπαράσταση της συζύγου του, ξεκόβει από τον εθισμό του και προσπαθεί να παραμείνει καθαρός εντρυφώντας ακόμα περισσότερο στη μουσική. Στη μακρά και δύσκολη αυτή πορεία συνειδητοποίησε ωστόσο και κάτι ακόμα: ότι τα προβλήματά μας δεν πρέπει να τα θάβουμε κάτω από το χαλί, αλλά να τα αγκαλιάζουμε και να τα αφήσουμε να μας μεταμορφώσουν.
Ο Σκάτμαν Τζον φτάνει στην κορυφή
Αφού σκαρφάλωσε στις πρώτες θέσεις των charts τουλάχιστον δύο δεκάδων χωρών και άγγιξε την πρωτιά σε δώδεκα από αυτές, πυροδότησε την ίδια χρονιά με τον τεράστιο αντίκτυπό του το άλμπουμ «Scatman’s World», το οποίο θα έμπαινε επίσης στα charts 24 κρατών!
Πέρα από τις τρελές πωλήσεις του δίσκου και των σινγκλς, ο Σκάτμαν βρήκε και ένα νέο σπίτι για τη μουσική του στη διαφήμιση και την ψυχαγωγία. Το «Scatman (Ski-Ba-Bop-Ba-Dop-Bop)» έπαιξε σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτάκια, έντυσε ταινίες και κινούμενα σχέδια και γνώρισε μια μακρά ζωή πριν περάσει στην Ιστορία ως ένα από τα μουσικά ορόσημα της δεκαετίας του 1990. Κι εκεί που φαινόταν πως η πειραματική υβριδική μουσική του αργοπέθαινε, κάνοντας πολλούς να προφητεύσουν πως ο Σκάτμαν δεν ήταν παρά ένας διάττοντας αστέρας, εκείνος ρίχνει στην αγορά το 1996 τον επόμενο δίσκο του, το «Everybody Jam!», που βρήκε μια ολόθερμη αγκαλιά στην Ελβετία και την Ιαπωνία, πουλώντας τελικά πάνω από 100.000 αντίτυπα.
Και μιλώντας για τη μακρινή Ιαπωνία, κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει την απίστευτη πορεία του Σκάτμαν, εκεί όπου τα κατάφερε αποκλειστικά με τα τραγούδια του δηλαδή. Το «Scatman’s World» πούλησε πάνω από 1,56 εκατ. δίσκους και απασχόλησε πολύ την τοπική κοινωνία. Τώρα ο δημιουργός του ήταν ποπ φαινόμενο και η εικόνα του με το καπέλο και το μουστάκι αναπαραγόταν μαζικά στον μεταβιομηχανικό πολιτισμό του καιρού. Και πάνω στο απόγειο της καριέρας του θα έρχονταν τα κακά νέα, λίγες μάλιστα στιγμές μετά την κυκλοφορία του πετυχημένου «Everybody Jam!»…
Τελευταία χρόνια
Το «Scatman (Ski-Ba-Bop-Ba-Dop-Bop)», που ηχογραφήθηκε σε έξι ώρες, γνώρισε πάμπολλες επανεκτελέσεις και γινόταν συνεχώς πιο χορευτικό, ξεσηκώνοντας τα κλαμπ του πλανήτη στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο Σκάτμαν πρόλαβε να πάρει όλους αυτούς τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους από τις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές. Τα περισσότερα από 8 εκατ. δίσκους που πούλησε το σινγκλάκι σήμαινε πως ο Σκάτμαν είχε εξασφαλίσει υποψηφιότητες για καλλιτέχνης της χρονιάς παντού στον κόσμο, αποσπώντας τελικά αμέτρητα μουσικά βραβεία. Αυτός χρησιμοποίησε όπως είπαμε τη μουσική του δόξα για να μιλήσει κατά του κοινωνικού στίγματος του τραυλισμού, δράση για την οποία τιμήθηκε από ενώσεις και σωματεία προβλημάτων λόγου στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης. Ήταν μόνο ο καρκίνος αυτός που τον ανάγκασε να κόψει ρυθμούς το 1997, ακυρώνοντας τη μία προγραμματισμένη εμφάνιση πίσω από την άλλη. Ως παγκόσμιο φαινόμενο της μουσικής θα έφευγε από τον κόσμο στις 3 Δεκεμβρίου 1999, έχοντας μετατρέψει τις ανασφάλειές του σε κάτι που πραγματικά μετρούσε και γνώριζε επιτυχία. Είχε αγγίξει την κορυφή του μουσικού κόσμου, παρά το ουσιαστικό ξεκίνημά του στα 53 του, ανατρέποντας πολλές πεπατημένες της μουσικής βιομηχανίας.
Έτσι ειρηνικά και γαλήνια έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου 1999 στο σπίτι του στο Λος Άντζελες. Και όπως ακριβώς είχε ζητήσει, τον αποτέφρωσαν και έριξαν τις στάχτες του στον ωκεανό. Όλοι υποδείκνυαν τώρα με νόημα το μήνυμά του: «Αν μπορεί να το κάνει ο Σκάτμαν, μπορείτε κι εσείς»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr