Η Κυβέλη Ανδριανού κυριάρχησε στα σανίδια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα συνυφαίνοντας τη θεατρική τέχνη με την ίδια της την καριέρα. Όταν οι παλιοί μιλούσαν εξάλλου για θέατρο, σε δύο κυρίες πήγαινε πάντα το μυαλό τους, στην Κυβέλη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η Κυβέλη σήκωσε κυριολεκτικά το νεοελληνικό θέατρο στις πλάτες της χαρίζοντας κολοσσιαίες ερμηνείες ως ένα από τα ιερά τέρατα της ελληνικής υποκριτικής. Η πρωθιέρεια του θεάματος κατατρόπωσε τον χρόνο και κράτησε άσβεστη τη δάδα της μεγάλης τέχνης της για εφτά περίπου δεκαετίες, ως το απόλυτο συνώνυμο του ταλέντου, της χάρης και της μεγάλης υποκριτικής. Έπαιζε με την ίδια απροσχημάτιστη άνεση τα πάντα, από τραγωδία και δράμα μέχρι κωμειδύλλιο, κωμωδία, μπουλβάρ, ακόμη και οπερέτα, σπέρνοντας στο πέρασμά της έρωτες με το τσουβάλι, καθώς ήταν μια εξαιρετικά καλλιεργημένη γυναίκα με έντονη πολιτική δράση που λάτρευαν οι άντρες για το πνεύμα και την ομορφιά της. Ιδιαίτερα κατά την ταραγμένη πολιτικά περίοδο του Εθνικού μας Διχασμού, οι παραστάσεις της Κυβέλης αποτελούσαν πολιτικά γεγονότα, καθώς οι δικοί της βενιζελικοί έσπευδαν να καταχειροκροτούν την Κυβέλη και οι βασιλόφρονες να θαυμάζουν σαν θεά την Κοτοπούλη, προκαλώντας πολλά και θερμά επεισόδια κάθε φορά που οι δυο στρατιές των θαυμαστών συναντιόντουσαν στους αθηναϊκούς δρόμους. Σαφώς μεγαλύτερη και από τη σπουδαία τέχνη της ακόμα, η Κυβέλη ήταν ένα σωστό πολιτιστικό και κοινωνικό φαινόμενο που σπανίως θα ξαναπατήσει τα ελληνικά χώματα…
Πρώτα χρόνια
Η Κυβέλη Ανδριανού έρχεται στον κόσμο πιθανότατα το 1887 για να σημειώσει το πρώτο της μεγάλο αίνιγμα ήδη από τα γεννοφάσκια της. Κι αυτό γιατί ούτε για τη χρονολογία της γέννησής της υπάρχει συναίνεση ούτε και για τους ανθρώπους που την έφεραν στον κόσμο. Σύμφωνα με την ίδια, γεννήθηκε το 1888 στη Σμύρνη και ήταν καρπός παράνομου έρωτα, ο οποίος ανάγκασε την πραγματική της μητέρα να μην μπορέσει να την κρατήσει. Άλλες πάλι εκδοχές θέλουν την Κυβέλη να γεννιέται κάπου μεταξύ 1884-1888, την ίδια ώρα που ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση υπάρχει γύρω από την καταγωγή της, καθώς κατά την τρέχουσα και διαδεδομένη άποψη ήταν νόθα κόρη του ίδιου του βασιλιά Γεωργίου Α’! Όποια κι αν είναι η ιστορική αλήθεια, το γεγονός παραμένει πως από τη Σμύρνη η μικρή βρίσκεται στο βρεφοκομείο της Αθήνας και λίγο αργότερα (1890 περίπου), όταν έφτασε στα 3 χρόνια της ζωής της, υιοθετήθηκε από ένα χαροκαμένο ζευγάρι φτωχών βιοπαλαιστών, την οικογένεια Ανδριανού. Η μικρή μεγαλώνει φτωχικά μεν αλλά με πολλή αγάπη μέσα στην οικογένεια του παπουτσή και της παραδουλεύτρας και κολλά από μικρό το σαράκι της υποκριτικής: «εκείνο είχε τον διάβολο μέσα του για το θέατρο», θα πει αργότερα η μητέρα για το κοριτσάκι της. Σαν από μοίρα, ένας καθηγητής ορθοφωνίας θα βρεθεί στο σπίτι του μεγαλοδικηγόρου που εργαζόταν η θετή της μητέρα και θα την ακούσει. Αφού της παραδίδει λίγα ταχύρρυθμα μαθήματα φωνητικής, τη βάζει να πάρει μέρος σε διαγωνισμό απαγγελίας στον «Παρνασσό» τον Μάρτιο του 1901, όπου αποσπά το πρώτο βραβείο! Κάτω από τις παραινέσεις του καθηγητή, οι γονείς της πείθονται να μην την κάνουν καπελού, όπως ονειρεύονταν, αλλά να την αφήσουν να πάει για σπουδές υποκριτικής στη νεοσύστατη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου. Τα έξοδα εξάλλου θα τα πλήρωνε ο μεγαλοαστός Λεονάρδος.Έτσι γράφτηκε η Κυβέλη στον πρόδρομο του Εθνικού Θεάτρου μην έχοντας κλείσει ακόμα τα 15 της χρόνια! Τώρα ζούσε στο σπίτι του προστάτη της στην Πλάκα και παρακολουθούσε μαθήματα στο Παρθεναγωγείο Χιλ. Κι εκεί που όλα δείχνουν να πάνε καλά, η σχολή του Εθνικού κλείνει απρόοπτα έπειτα από λίγους μήνες λειτουργίας! Κανένα πρόβλημα για την Κυβελίτσα, όπως την έλεγαν χαϊδευτικά λόγω του νεαρού της ηλικίας της, καθώς την προσλαμβάνει αμέσως ο δάσκαλός της Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στη «Νέα Σκηνή» του που ιδρύεται εκείνη την εποχή. Η Κυβέλη ανεβαίνει στο σανίδι τον Σεπτέμβριο του 1901 ως σεξπιρική Ιουλιέτα έχοντας κάτω από το μπαλκόνι τον Μήτσο Μυράτ ως Ρωμαίο. Ως δικό της Ρωμαίο. Οι δυο ηθοποιοί γίνονται ζευγάρι και ανεβαίνουν σύντομα τα σκαλιά της εκκλησίας. Η μεγαλειώδης καριέρα της Κυβέλης είναι έτοιμη να ξεκινήσει…
Ανεπανάληπτη καριέρα
Η Κυβέλη Αδριανού έγινε η μούσα του Χρηστομάνου («Το πλάσμα μου αυτό, το περισσότερο ιδικόν μου, παρά εάν ήτο κόρη μου, αφού έκαμεν ιδικά του και την φωνήν μου, και τας κινήσεις, και τον εσωτερικόν ρυθμόν της υποστάσεώς μου», γράφει σε επιστολή του), ο οποίος την έκανε αμέσως πρωταγωνίστρια. Στα πέντε χρόνια που θα παραμείνει ανοιχτή η «Νέα Σκηνή» (1901-1906), η Κυβέλη ερμηνεύει κλασικά έργα αλλά και τις μοναδικές παραστάσεις αρχαίου δράματος στην καριέρα της («Άλκηστη» του Ευριπίδη και «Αντιγόνη» του Σοφοκλή). Μετά τη διάλυση της Νέας Σκηνής, η Κυβέλη θα συνεργαστεί σε μερικές κωμωδίες αλλά και πιο «πικάντικα» για τα ήθη της εποχής έργα με τον κωμικό και θιασάρχη Κωνσταντίνο Σαγιόρ και στη συνέχεια (καλοκαίρι του 1907) θα επιδοθεί στη δική της επιχειρηματική περιπέτεια, καθώς ως θιασάρχισσα πρωτοεμφανίστηκε αυτή την περίοδο: η Κυβέλη ανεβάζει τη «Νόρα» του Ίψεν, ένα έργο που πήρε σταθερή θέση στο ρεπερτόριο του θιάσου της, και γίνεται αστέρι πρώτου μεγέθους! Όπως έγραψε ο Άγγελος Τερζάκης για την παράσταση: «Έμενες άναυδος, ξέροντας ότι η Κυβέλη είναι πια ολοκληρωμένη γυναίκα. Εκείνο που πρωτοεμφανιζόταν στο βάθος της σκηνής, στη μεσιανή πόρτα, ήταν ένα κοριτσάκι άγουρο, μικρόσωμο, ξυπόλητο, κουρελιάρικο, μόλις να το πιάνει το μάτι σου. Πώς είχε κατορθώσει να γίνει έτσι; Κρατούσε στο δεξί ένα μεγάλο μήλο, το δάγκωνε κατάσαρκα, και σύγχρονα έξυνε με τη μια της γάμπα την άλλη γάμπα. Είχε ξεσηκώσει όλα τα απλοϊκά καμώματα αλήτισσας, τα έκανε αλήθεια επί σκηνής, Τέχνη». Την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει και η εξίσου μνημειώδης συνεργασία της με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος από το 1908-1925 θα την τροφοδοτεί με ένα καινούριο έργο κάθε χρόνο («Ραχήλ», «Πειρασμός», «Ψυχοσάββατο», «Χερουβείμ» και πολλά ακόμα), συμβάλλοντας κι αυτός στο υποκριτικό της μεσουράνημα αλλά και τη σταθερή παρουσία της ως θεατρικός επιχειρηματίας μέχρι το 1934. «Αληθινά είναι περίεργο αυτό που μου συμβαίνει με τον Ξενόπουλο. Έπαιζα όλα τα κοριτσάκια του, που είχε γράψει για μένα και τα ‘παιζα βέβαια με μεγάλη επιτυχία, αυτό είναι γνωστό, αλλά έπαιξα κι ένα έργο του που δεν το ξέρει, δεν το υποπτευότανε, για γριά. Πού να φανταστεί ότι το κοριτσάκι το τότε, η Φωτεινή Σάντρη, η Μονάκριβη, θα έφτανε να παίξει την Κοντέσσα Βαλέραινα με τέτοια επιτυχία», είπε άλλοτε η Κυβέλη. Η Κυβέλη συνεργάστηκε με τον συγγραφέα και δραματουργό Παντελή Χορν για μια 25ετία περίπου (1910-1934) και εξίσου πολλά χρόνια με τον Σπύρο Μελά, παρουσιάζοντας πολλές φορές έργα άγνωστων νεοελλήνων δραματουργών που η ίδια καθιέρωσε τελικά. Μεγάλη στιγμή στην καριέρα της αλλά και την ίδια την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου η περίοδος 1932-1934, όταν κάτω από το φόβητρο του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Θεάτρου, η Κυβέλη ενώνει τις δυνάμεις της με την άλλη μεγάλη κυρία του σανιδιού, τη Μαρίκα Κοτοπούλη! Μαζί ανεβάζουν κλασικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου (Ο’ Νιλ, Σο, Σίλερ, Σέργουντ κ.ά.), αν και το 1934 θα σταματήσει αναπάντεχα τις εμφανίσεις της στο θέατρο. Κι αυτό για να ακολουθήσει τον τρίτο της σύζυγο (και παλιότερο κρυφό εραστή της) Γεώργιο Παπανδρέου όπου τον καλούν οι πολιτικές του περιπέτειες. Ακόμα και στη Μέση Ανατολή δηλαδή! Η Κυβέλη θα επιστρέψει στο θέατρο το 1950 (έχοντας χωρίσει ουσιαστικά με τον Παπανδρέου το 1949) για να συνεχίσει τη μοναδική της καριέρα από κει ακριβώς που την είχε αφήσει, καθώς παρά τα 15 χρόνια της απουσίας της όλοι λαχταρούσαν να ξαναδούν το ιερό τέρας να ερμηνεύει και κανείς φυσικά δεν την είχε ξεχάσει. Η πρώτη μάλιστα που της προσέφερε δουλειά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δεν ήταν άλλη από την Κοτοπούλη. Τώρα συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο και συμπράττει συχνά πυκνά με ιδιωτικούς θιάσους, όπως της κυρίας Κατερίνας ή των Λαμπέτη-Χορν, αλλά και με τη θεατρική εταιρία της επίσης ηθοποιού κόρης της Αλίκης Θεοδωρίδη-Νορ. Στη δεκαετία του 1960 θα έρθει η σειρά του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος να την απολαύσει, καθώς από το 1962-1965 ήταν σταθερό του μέλος. Οι ερμηνείες της, οι περισσότερες σε έργα που για πρώτη φορά παρουσιάζονταν στην Ελλάδα, κέρδισαν αμέσως θεατές και κριτικούς και τα μπουλβάρ και οι φαρσοκωμωδίες της (σταθερές επιλογές του θιάσου της) παραμένουν κλασικά ορόσημα στο νεοελληνικό θέατρο. Ακόμα και φιλολογικές βραδιές οργάνωνε η Κυβέλη, που δεν δίσταζε να ανεβάζει και έργα ποιοτικού ρεπερτορίου. Δεν θα μπορούσε βέβαια να αναφερθεί κανείς στην Κυβέλη χωρίς να μνημονεύσει την άλλη ιέρεια του ελληνικού θεάτρου, την Κοτοπούλη, καθώς η επιτυχία της μιας καθορίζεται πάντοτε σε σύγκριση με την επιτυχία της άλλης. Οι δυο πρωταγωνίστριες κάνουν ταυτόχρονες πρεμιέρες με τα ίδια έργα και επιδίδονται κάθε σεζόν σε αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσουν τα φρέσκα θεατρικά κείμενα των ελλήνων δραματουργών.
Όσο για τους θαυμαστές τους, προκαλούν συνεχώς επεισόδια, καθώς οι βενιζελικοί παρακολουθούν φανατικά Κυβέλη και οι αντιβενιζελικοί Κοτοπούλη. Τα έντονα πολιτικά πάθη της εποχής μεταφέρονται στο σανίδι και ο λυσσαλέος ανταγωνισμός των δύο ηθοποιών παίρνει διαστάσεις θεατρικού εμφυλίου! Τέτοιου εμφυλίου που στα Νοεμβριανά του 1917 η Κυβέλη συλλαμβάνεται και οδηγείται στο Φρουραρχείο, αναγκαζόμενη να εγκαταλείψει άρον άρον την Ελλάδα μέσα σε σκηνές απείρου κάλλους: οι φιλοβασιλικοί κατεβάζουν το όνομά της από τη μαρκίζα του θεάτρου και της απαγορεύουν να παίζει. Η θεατρίνα πηγαίνει στο Παρίσι, καθώς εκεί σπουδάζουν τα δυο της παιδιά από τον πρώτο της γάμο, αν και για την προσωπική της ζωή θα μιλήσουμε εκτενώς παρακάτω. Το 1933, οι δυο κορυφαίες μας πρωταγωνίστριες συνεργάζονται και στον κινηματογράφο, πάντα για να αντιμετωπίσουν τη «λαίλαπα» του Εθνικού. Η Κυβέλη παίζει στην κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Ξενόπουλου «Ο κακός δρόμος» (1933), κάνοντας όλους να αναγνωρίσουν τα τεράστια υποκριτικά της χαρίσματα. Το 1956 θα έρθει η δεύτερη και τελευταία ταινία της, «Η άγνωστος», μια κινηματογραφική διασκευή ενός θεατρικού του Αλεξάντερ Μπισόν… Οι τίτλοι τέλους θα πέσουν για τη θεατρική καριέρα της Κυβέλης το 1967, όταν θα κάνει την τελευταία της θεατρική εμφάνιση με το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας» στο Δημοτικό Θέατρο της Λευκωσίας…
Προσωπική ζωή
Εξίσου ενδιαφέρουσα αλλά και προβεβλημένη από τον Τύπο της εποχής ήταν και η εκτός σανιδιού πορεία της Κυβέλης. Ο πρώτος της γάμος τέλειωσε νωρίς (1903-1906), καθώς η θεατρίνα δεν αγάπησε όπως έλεγε ποτέ τον Μυράτ και τον παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να κλείσει το στόμα της μητέρας της για τη σταδιοδρομία στο σανίδι. Στα δύο παιδιά και τα εγγόνια που απέκτησε εξάλλου από την ένωση αυτή συνήθιζε να λέει: «Είστε τα παιδιά και τα εγγόνια του άντρα που μισούσα»! Η Κυβέλη εγκατέλειψε τον Μυράτ για έναν άλλο άντρα: ήταν ο εύπορος νέος Κώστας Θεοδωρίδης, φίλος του Μυράτ, με τον οποίο διατηρούσε κρυφή ερωτική σχέση. Ο νεαρός την κλέβει (για σωστή απαγωγή μιλούσε ο Τύπος του καιρού!) για το Παρίσι, τροφοδοτώντας βιτριολικά σχόλια στις κοσμικές στήλες. Μια άπιστη θεατρίνα που εγκατέλειψε σύζυγο και παιδιά για να φύγει με τον αγαπητικό της στα ξένα δεν ήταν εξάλλου μικρό πράμα! Όσο για τον Μήτσο Μυράτ, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε, φέρεται να είπε στον Θεοδωρίδη: «Κάποτε θα σε πληρώσει με το ίδιο νόμισμα». Όπως και έγινε δηλαδή. Κυβέλη και Θεοδωρίδης επιστρέφουν στην Αθήνα έπειτα από 10 μήνες, όταν και συστήνουν τον Θίασο Κυβέλης, στο τιμόνι του οποίου ήταν ο δεύτερος σύζυγός της τουλάχιστον 20 χρόνια. Η επεισοδιακή επιστροφή τους από το Παρίσι πυροδοτεί πικρόχολα σχόλια στον αθηναϊκό Τύπο: «Τω καιρώ εκείνω υπήρχε γυνή τις ονόματι Κυβέλη. (…) Και εγκαταλείψασα τον σύζυγο και τα τέκνα, μετέβη μετά του ερωμένου αυτής εις Παρισίους. Και επανακάμψασα εκείθεν μετά δέκα μήνες, καλεί σήμερον το φιλοθεάμον κοινόν ίνα και πάλιν θαυμάση αυτήν (…) Αλλ’ ω άνθρωποι, διατί αυτή η εκετρατεία προς διαπόμπευσιν, και η αντίπαλος εκετρατεία npos θαυμασμόν και συγγνώμην;»! Με τον Θεοδωρίδη η Κυβέλη θα αποκτήσει άλλη μια κόρη, επίσης πρωταγωνίστρια αργότερα του θεάτρου, αλλά και πλούτη ζηλευτά. «Η Μαρίκα Κοτοπούλη έχει βίλες, έχει αυτοκίνητο. Η Κυβέλη έχει επαύλεις και μέγαρα», σχολίασε στο «Έθνος» ο Τίμος Σταθόπουλος το 1919. Μετά τις περιπέτειές της στα Νοεμβριανά, καταφεύγει και πάλι στο Παρίσι και τώρα είναι στενή φίλη του Βενιζέλου. Ο δεύτερος γάμος της διαλύθηκε όταν η Κυβέλη θα βρεθεί στη Χίο γύρω στα 1920 και θα γνωρίσει επεισοδιακά τον γενικό διοικητή του νησιού, κάποιον Γεώργιο Παπανδρέου! Η Κυβέλη είχε ταξιδέψει στο νησί με τον θίασό της και όταν έμαθε πως τα κείμενα του έργου που σκόπευε να ανεβάσει λογοκρίθηκαν, πήγε να βρει τον άντρα που ευθυνόταν για το κουτσούρεμα της πρόζας: τον έπαρχο του νησιού Παπανδρέου. Όταν συναντήθηκαν για το θέμα της λογοκρισίας, η αμοιβαία έλξη που αισθάνθηκαν παραμέρισε τα μίση και οι δυο τους έγιναν αμέσως ζευγάρι: «Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη, δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας», ομολόγησε αργότερα η Κυβέλη. Οι δυο τους θα παντρευτούν το 1928, στα 40 τους πλέον και οι δυο, και θα αποκτήσουν το τελευταίο παιδί της Κυβέλης και τη μεγάλη της αδυναμία, τον Γιώργο. Ο δεσμός τους δεν άργησε να γίνει γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους, κάνοντας την Κυβέλη και πάλι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για όλους τους λάθος λόγους. Δεν είχε περάσει άλλωστε και πολύς καιρός από την εποχή που όλοι πιθανολογούσαν σχέση της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η Κυβέλη έκανε για χάρη του τρίτου άντρα της την τεράστια θυσία να εγκαταλείψει το σανίδι για 15 ολόκληρα χρόνια, καθώς ο Γεώργιος δεν ήθελε να εργάζεται η σύζυγός του. Στα ταραγμένα πολιτικά χρόνια και τον πόλεμο που ακολουθούν, η ηθοποιός στέκεται στο πλευρό του Παπανδρέου και τον ακολουθεί πιστά παντού, σε κάθε του μικρό και μεγάλο βήμα μέχρι την πρωθυπουργία της χώρας. Λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο, οι δυο τους θα χωρίσουν αλλά δεν θα πάρουν ποτέ διαζύγιο. Όταν μάλιστα πέθανε ο Παπανδρέου το 1968 και η Χούντα της ζήτησε «να αποδεχθεί την κηδεμόνευση του νεκρού προσφέροντας επίσημη κηδεία δημοσία δαπάνη», η Κυβέλη αρνήθηκε και έκανε τα πάντα για να ενταφιαστεί ο πρώην πρωθυπουργός σε οικογενειακή τελετή, αναλαμβάνοντας η ίδια τα έξοδα. Όταν πέθανε η Κυβέλη Ανδριανού στις 26 Μαΐου 1978, είχε τέσσερα παιδιά (τον Αλέξανδρο και την ηθοποιό Μιράντα από τον Μιράτ, την πρωταγωνίστρια Αλίκη Θεοδωρίδη-Νορ από τον Κώστα Θεοδωρίδη και τον Γιώργο από τον Γεώργιο Παπανδρέου, που δεν ήταν παρά ετεροθαλής αδερφός του Ανδρέα Παπανδρέου), τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα. Όλοι ήταν γύρω της μέχρι την τελευταία της στιγμή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν για έναν περίπου χρόνο… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr