Παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν γνώρισε ποτέ τη βιολογική της μητέρα, η Ελένη Ζαφειρίου έγινε η μητέρα-αρχέτυπο της εθνικής μας κινηματογραφίας, μεγαλώνοντας κινηματογραφικά τόσα και τόσα «παιδιά»! Μητέρα της Έλλης Λαμπέτη και του Ανέστη Βλάχου, της Σμαρούλας Γιούλη, της Γκέλυς Μαυροπούλου, της Τζένης Καρέζη, της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου και της Νίκης Παπαδάτου, του Βασιλάκη Καΐλα, της Ξένιας Καλογεροπούλου, της Ζωής Λάσκαρη και της Μίρκας Καλατζοπούλου, της Αλίκης Βουγιουκλάκη και της Μαργαρίτας Λαμπρινού, του Αλέκου Αλεξανδράκη, του Βαγγέλη Βουλγαρίδη, της Νόρας Βαλσάμη και του Βαγγέλη Ιωαννίδη, του Δημήτρη Παπαμιχαήλ και της Φλωρέτας Ζάννα, του Νίκου Ξανθόπουλου και της Γιώτας Σοϊμοίρη, του Γιώργου Κωνσταντίνου και της Έλενας Ναθαναήλ, του Γιώργου Φούντα, του Νίκου Κούρκουλου, του Χρόνη Εξαρχάκου, του Αλέκου Τζανετάκου και τόσων ακόμα, πιθανότατα δεν υπήρξε έλληνας ηθοποιός που να μην τον ανέθρεψε εντός οθόνης η Ζαφειρίου! Είτε ως μαυροφορεμένη χήρα και μάνα (όπως στο φιλμ «Το κορίτσι με τα μαύρα») είτε ως πιο μοντέρνα μητέρα (όπως στη «Θεία απ’ το Σικάγο»), η λαρισαία ηθοποιός ταυτίστηκε με τον ρόλο της μητέρας στη Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και μετατράπηκε σε ένα από τα κρυφά όπλα του. Οι 100 κοντά ταινίες που έκανε τη φέρνουν στις πρώτες θέσεις των παραγωγικότερων ελλήνων ηθοποιών, καθώς ο τεράστιος αυτός όγκος των ταινιών δύσκολα ξεπεράστηκε και θα ξεπεραστεί στο ελληνικό σελιλόιντ! Η Ζαφειρίου ήταν βέβαια μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές ηθοποιούς της γενιάς της, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι την έμαθαν από την τυποποίησή της στο μεγάλο πανί. Το άτυπο ρεκόρ της εξάλλου σε ό,τι αφορά τόσο στην εργογραφία της όσο και στις συμμετοχές της σε ταινίες της Φίνος Φιλμ (23 ρόλοι) αποδεικνύει πόσο την ήθελαν οι παραγωγοί. Αν και αυτή, έτσι στιβαρή υποκριτικά καθώς ήταν και με υψηλή καλλιέργεια, καλλιτεχνική παιδεία και αναμφισβήτητα υποκριτικά προσόντα, συνεχίζει να θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες δραματικές μας ηθοποιούς. Ηθοποιός λες από τα γεννοφάσκια της, υιοθετήθηκε από την ηθοποιό Κυριακούλα Ζαφειρίου και εμφανιζόταν στα περιπλανώμενα μπουλούκια ήδη από κοριτσάκι, πριν γίνει δεκτή με τυμπανοκρουσίες από το Εθνικό Θέατρο, στις τάξεις εξάλλου του οποίου θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της. Αφού έπαιξε ό,τι μπορούσε να παιχτεί, από κλασικό ρεπερτόριο μέχρι και αρχαία τραγωδία, και συνεργάστηκε με όλους τους πρωταγωνιστές της εποχής (Μαρίκα Κοτοπούλη, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρη Χορν κ.λπ.), ξεκίνησε δειλά δειλά την περιπέτειά της με το σινεμά το 1951 (στα «Πικρό Ψωμί» του Γρηγορίου) για να μην τη σταματήσει ποτέ. Ο ελληνικός κινηματογράφος είχε βρει την ευαίσθητη και τρυφερή του μάνα και άλλο δεν θα έψαχνε: η Ζαφειρίου γίνεται η μάνα-σύμβολο πολλών εταιριών παραγωγής (όπως η Φίνος Φιλμ και η Κλακ Φιλμ) και συμβάλλει τα μέγιστα στις μεγάλες τους εμπορικές επιτυχίες…
Πρώτα χρόνια
Η Ελένη Ζαφειρίου γεννιέται το 1916 στη Λάρισα με την τραγωδία να εμφανίζεται ήδη από τη γέννα της, καθώς η βιολογική της μητέρα πεθαίνει την ώρα που της δίνει ζωή. Το μωρό θα βρεθεί έτσι σε νέα οικογένεια και η ίδια η Ζαφειρίου θα αποκαλύψει το πώς και το γιατί: «Βρέθηκε η μάνα μου στη Λάρισα, με τον θίασο του γιου της, την εποχή που γίνεται το παζάρι. Έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο, που τα παράθυρά του έβλεπαν στην πλατεία του παζαριού. Καθώς ντυνόταν για να πάει στο θέατρο για πρόβα, άκουγε ένα κλάμα μικρού παιδιού πολύ δυνατό και την ενοχλούσε. Κατέβηκε απ’ το ξενοδοχείο και περνώντας μέσα από το παζάρι, πέφτει απάνω στο παιδάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει σκούζοντας. Σταμάτησε, είδε έναν άντρα καθισμένο χάμω σταυροπόδι να πουλάει κάτι. Τον τριγύριζαν δύο αγόρια, και το μικρότερο γκρινιάρικο κοριτσάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει». «‘‘Τίνος είναι αυτό το κοριτσάκι που κλαίει έτσι τόσες ώρες;’’, ρώτησε τον άνδρα που κάθονταν χάμω σταυροπόδι. ‘‘Δικό μου είναι πανάθεμά το. Από το πρωί δεν έχει σταματεμό. Μπας και ξέρω τι να του κάνω; Έτσι μου ’ρχεται να το στραγγαλίξω!’’. ‘‘Καλά, και πού είναι η μάνα του;’’, τον ρωτάει. ‘‘Δεν έχει μάνα, απόθανε μόλις το γέννησε και με άφησε με τρεις διαόλους’’. Χωρίς πολλές κουβέντες και μεγάλες σκέψεις, του λέει: ‘‘Δώσε μου εμένα το κοριτσάκι σου και θα πάμε στο συμβολαιογράφο να κάνουμε ένα συμφωνητικό ότι μου το δίνεις για ψυχοπαίδι’’. Χωρίς άλλες κουβέντες, έτσι έγινε» (τα αποσπάσματα προέρχονται από τις αυτοβιογραφικές αναφορές της Ελένης Ζαφειρίου που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Οδός Πανός» το 1991 σε τέσσερα τεύχη). Πράγματι, σε λίγες μέρες που το μπουλούκι της Κυριακούλας Ζαφειρίου και του γιου της Δημήτρη αναχωρούσε από τη Λάρισα, ένα νέο μέλος του θιάσου φιγούραρε ανάμεσά τους: η Ελενίτσα. Η μικρή πήρε τελικά το επίθετο της θετής μητέρας της και ξεκίνησε μια καινούρια ζωή, άμεσα συνυφασμένη με το θέατρο. Στα μαθητικά της χρόνια ακολουθούσε τον περιπλανώμενο θίασο του θετού αδελφού της κατά πόδας, αλλάζοντας συνέχεια τόπο διαμονής, σχολείο αλλά και παρέες: «Τα μικρά μου χρόνια, πριν πάω σχολειό, δεν τα θυμάμαι με λεπτομέρειες, γιατί ο θίασος ταξίδευε κάθε τόσο από πόλη σε πόλη και εγώ άλλαζα συχνά εντυπώσεις. Πότε κοιμόμασταν σε σπίτια, πότε σε πανδοχεία και με κλείδωναν λέγοντάς μου ότι είναι ώρα να κοιμηθώ». «Όταν με άφηναν σε σπίτια, οι σπιτονοικοκυρές με τάιζαν και μ’ έριχναν στα ρούχα όσο το δυνατόν γρηγορότερα να γλιτώσουν από τη γκρίνια μου, γιατί τους ζητούσα τη μάνα μου. Μονάχα όταν άρχισα να πηγαίνω σχολειό και συναναστράφηκα παιδιά συνομήλικά μου και έπρεπε όταν με άφηναν μόνη να διαβάζω, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, να γράφω, να ζωγραφίζω, όλα αυτά γέμιζαν κάπως τη ζωή μου και άρχισα πια να σκέπτομαι». Παρά το γεγονός ότι η μητέρα της έκανε τα πάντα για να της παρέχει στέγη σε κάθε πόλη που επισκέπτονταν για να δώσουν παραστάσεις, οι συνθήκες ήταν τραγικά δύσκολες, καθώς η εποχή δεν ήταν φιλική στους θεατρίνους και η Κυριακούλα δυσκολευόταν πολλές φορές να βρει ακόμα κι ένα μικρό καμαράκι να νοικιάσει, καθώς οι ιδιοκτήτες ήταν ιδιαιτέρως καχύποπτοι με τους καλλιτέχνες. «Εκείνη την εποχή, τα παιδιά των ηθοποιών δοκίμαζαν πολλές κρίσεις. Πρώτον, έπρεπε να πάρουνε ενδεικτικό σχολείου από κάθε πόλη, κάθε φορά που ο θίασος έφευγε για να πάει αλλού. Δεύτερον, ήταν τρομερό ν’ αλλάζεις δασκάλους, συμμαθητές και περιβάλλον κάθε λίγο και λιγάκι. Τρίτον, το επάγγελμα ηθοποιός δεν ήταν όπως τώρα. Υπάγονταν στους μάγους, στους γύφτους, στους καραγκιοζοπαίχτες και γενικά ήταν ανεπιθύμητοι. Για να καταλάβετε, εκείνη την εποχή σας λέω ότι σπάνια νοίκιαζαν στους ‘‘θεατρίνους’’, όπως τους έλεγαν, τα σπίτια τους. Τους θεωρούσαν πρόστυχους. Αν υπήρχαν ξενοδοχεία, ή ήταν πολύ ακριβά και δεν είχαν τόσα λεφτά ή δεν τους έβαζαν, μήπως δεν δουλέψει ο θίασος και φύγουν χωρίς να τους πληρώσουν». Η Ελένη μεγαλώνει μέσα σε αυτές τις δυσκολίες και κοιμάται όπου βρει. Παράλληλα με το σχολείο, αρχίζει να εμφανίζεται στο σανίδι, όταν οι παραστάσεις δικαιολογούσαν παιδικό ρόλο, και η πιτσιρίκα μαγεύεται από το χειροκρότημα του κόσμου. Αν και έβλεπε ότι η υποκριτική είχε τουλάχιστον τόσες πίκρες όσο και χαρές. «Θα ήμουνα μεγαλούτσικη, γιατί θυμάμαι ότι κάποτε που φτάσαμε σε μια πόλη δεν έβρισκε η μάνα μου σπίτι, ούτε καν χάνι για να με βάλει να κοιμηθώ, και εκείνη να πάει στο θέατρο, γιατί το βράδυ είχαν παράσταση. Βιαστική, με κρατούσε απ’ το χέρι και όποιον έβρισκε στο δρόμο τον ρωτούσε αν ήξερε κανένα σπίτι να νοικιάζεται. Κάποιος της έδειξε ένα. Χτύπησε την πόρτα, μας άνοιξαν, τους είπε τι ήθελε». «Μόλις άκουσαν τη μάνα μου να τους λέει ότι είναι ηθοποιός κατσούφιασαν και ψυχρά της απάντησαν: ‘‘Δεν έχουμε τίποτα’’. Τόσο απελπισμένη ήταν η έρμη που είδε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο απάνω πάτωμα και τους λέει: ‘‘Έχω στρωσίδια, σας παρακαλώ πολύ, αφήστε με να στρώσω κάτω από τη σκάλα, να βάλω το παιδί μου να κοιμηθεί, είναι κουρασμένο απ’ το ταξίδι και αύριο πρέπει να πάει σχολείο. Βιάζομαι να πάω και εγώ στο θέατρο να ετοιμάσω την παράσταση. Όταν τελειώσω θα έρθω να κοιμηθώ και εγώ μαζί του. Αύριο μου λέτε τι λεπτά θέλετε για νοίκι και εγώ θα σας προπληρώσω δέκα μέρες’’. Την άλλη μέρα συμφώνησε μαζί τους και κοιμόμασταν κάτω απ’ την ξύλινη σκάλα αρκετές μέρες, γιατί η πιάτσα ήταν μεγάλη και ο θίασος δούλεψε». Έτσι λοιπόν ξεκίνησε την περιπέτειά της με το θέατρο, ως φυσική συνέπεια της ζωής μέσα σε περιπλανώμενο θίασο. «Όπως όλα τα παιδιά των ηθοποιών, έτσι κι εγώ έπαιζα σε όλα τα έργα που χρειαζόντουσαν παιδιά, όπως στη ‘‘Μήδεια’’, τον ‘‘Οιδίποδα Τύραννο’’, τη ‘‘Γενοβέφα’’, τον ‘‘Αθανάσιο Διάκο’’, που τον έπαιζαν στην εθνική μας γιορτή, καθώς και σε πολλά άλλα. Ήταν δύσκολο να βρουν στην επαρχία δυο παιδιά μαζί. Αν έπαιζα εγώ το ένα, ευκολότερα έβρισκαν ακόμα ένα παιδάκι. Είχα όμως και παραξενιές, παρ’ όλο που ήμουνα μικρή. Ενώ στον ‘‘Οιδίποδα’’, που τον έπαιζε ο γιος της, ήμουνα πρόθυμη, μόλις μου έλεγαν να παίξω στη ‘‘Μήδεια’’, που την έπαιζε η μάνα μου, αντιδρούσα πεισματικά και τους έλεγα ξεκάθαρα: ‘‘Δε θέλω να παίξω, δε μ’ αρέσει το έργο’’. Τι με παρακαλούσαν, τι μου έταζαν δώρα αν παίξω, εγώ τίποτα. Ξεκάθαρα τους επαναλάμβανα: ‘‘Δεν θέλω’’. «Μια μέρα, μ’ έπιασε ο γιος της με το μαλακό και μέσα σε όλα με ρώτησε: ‘‘Γιατί Ελενάκι μου, αφού παίζεις χωρίς αντιρρήσεις σε μένα, γιατί δεν παίζεις και με τη μάνα μας;’’. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, του απάντησα αναιδέστατα: ‘‘Η μάνα μας δεν είναι καλή ηθοποιός και δεν μ’ αρέσει’’. Γέλασε, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και δεν μου είπε τίποτα. Έτσι δεν έπαιξα ποτέ άλλοτε στη ‘‘Μήδεια’’ με τη μάνα μου. Με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα γιατί δεν ήθελα να παίζω στη ‘‘Μήδεια’’. Φαίνεται ότι υποσυνείδητα δεν μου άρεσε η ‘‘Μήδεια’’ γιατί ήταν στην καθαρεύουσα και η μάνα μου (παρ’ όλο που τη λάτρευα) σαν ηθοποιός ήταν στομφώδης, κατώτερη απ’ το γιο της, και μένα δεν μ’ ενθουσίαζε. Ο γιος της πριν κάνει δικό του θίασο συνεργάστηκε ακόμη και με τον Αιμίλιο Βεάκη». Η μητέρα της ήταν όμως αυτή που φρόντισε ιδιαιτέρως να τη διαπαιδαγωγήσει υποκριτικά, ήδη από κοριτσάκι ακόμα. Την πήγαινε συχνά σε μεγάλες θεατρικές σκηνές της Αθήνας και η μικρή έφευγε κάθε φορά και πιο μαγεμένη. Όπως είχε εξομολογηθεί εξάλλου η ίδια, η παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» που ανέβαινε από το Εθνικό Θέατρο με πρωταγωνιστές τον Βεάκη, τον Μινωτή και την Παξινού έγινε η μοιραία αφορμή για να πάρει επίσημα την απόφαση να γίνει ηθοποιός! «Ίσως να μη γνώριζα ποτέ τους μεγάλους καλλιτέχνες αν η ή μάνα μου δεν είχε μέσα της, εκτός από τα τρυφερά αισθήματα, και κριτήρια καλλιτεχνικά. Μια μέρα μου λέει: ‘‘αύριο ή μεθαύριο να πάμε να δεις ένα έργο που το ξέρεις κι έχεις παίξει’’. Πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις, γι’ αυτό δεν τη ρώτησα να μου πει καμιά λεπτομέρεια. Δεν άργησε όμως να έρθει η πολυπόθητη αυτή μέρα. Αφού ντυθήκαμε ‘‘ευπρεπώς’’ (έτσι το έλεγε η μάνα μου, της άρεσε η καθαρεύουσα) πήραμε την ανηφόρα της οδού Λένορμαν, φτάσαμε στο Μεταξουργείο και από εκεί μπήκαμε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και σε λίγο φτάσαμε στο Εθνικό Θέατρο». «Στην πόρτα τής έφεραν λίγες δυσκολίες γιατί είχαν μόνο μία θέση, γι’ αυτήν. Τους εξήγησε ότι θα καθίσει στην άκρη και εγώ θ’ ακουμπήσω στο χερούλι του καθίσματός της, χωρίς να ενοχλώ τους θεατές. Δεν επέμειναν περισσότερο, μπήκαμε στην πλατεία. Θεέ μου, τι έκπληξη ήταν αυτή μόλις αντίκρισα το σκηνικό! Η αυλαία ήταν ανοιχτή, δε χρειαζόταν ν’ ανοίξει για ν’ αρχίσει η παράσταση. Εγώ δε μπορούσα να φανταστώ το έργο που θα έβλεπα, γι’ αυτό αγωνιούσα ν’ αρχίσει. Επιτέλους άρχισαν και με τα πρώτα λόγια κατάλαβα ότι έπαιζαν τον ‘‘Οιδίποδα Τύραννο’’, έβλεπα τη μεγαλόπρεπη παράσταση του Φώτη Πολίτη χωρίς να ξέρω ότι Οιδίποδα έπαιζε ο μεγάλος Βεάκης, Ιοκάστη η ανεπανάληπτη Παξινού, τους υπόλοιπους ρόλους ο Μινωτής, ο Ροζάν, ο Γιώργος Γληνός, ο Παρασκευάς, ο Κωτσόπουλος κι όλη η καλλιτεχνική αφρόκρεμα εκείνης της εποχής. Παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, νοερώς αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά σ’ αυτό το χώρο». Κι έτσι γράφτηκε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε για να γίνει μόνιμο μέλος της πρώτης αθηναϊκής σκηνής και να γράψει τελικά μια λαμπρή καριέρα στο σανίδι, ερμηνεύοντας πρωτίστως ρόλους κλασικού ρεπερτορίου…
Καριέρα
Με το χαρτί του ηθοποιού ανά χείρας, η Ζαφειρίου κάνει το θεατρικό της ντεμπούτο στο Εθνικό το 1936 (στην παράσταση «Πριν από το ηλιοβασίλεμα»), στο οποίο θα παραμείνει μέχρι το 1943 υποδυόμενη με επιτυχία δεκάδες ρόλους και βάζοντας το δικό της λιθαράκι στις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες του σανιδιού. Έπειτα από μια δεκαετία θητείας στο Εθνικό Θέατρο, η Ζαφειρίου πέρασε στο Ελεύθερο Θέατρο, όπου πήρε μέρος σε έργα ελληνικού αλλά και ξένου ρεπερτορίου, επιστρέφοντας και πάλι στο Εθνικό το 1955, στις τάξεις του οποίου θα παραμείνει μέχρι το 1978. Όσοι ευτύχησαν να την προλάβουν στο θέατρο, μιλούν για μια σπουδαία ηθοποιό με τεράστιο ταλέντο. Οι ερμηνείες της στις παραστάσεις «Ιφιγένεια», «Άμλετ», «Πέρσες» και «Οιδίπους Επί Κολωνώ» άφησαν τη δική τους εποχή στο νεοελληνικό θέατρο. Ακόμα και «Μήδεια» έπαιξε τελικά, παρά το παιδικό τραύμα. Το κατοπινό κοινό έμαθε την Ελένη Ζαφειρίου μέσα από τις σχεδόν 100 κινηματογραφικές ταινίες που εμφανίστηκε και ταυτίστηκε στον ρόλο της μάνας. Έχοντας κάνει το ντεμπούτο της ήδη από το 1951 στο «Πικρό Ψωμί» του Γρηγόρη Γρηγορίου, συνέχισε με δύο αξέχαστες και κλασικές πια ταινίες της Φίνος Φιλμ, τη «Νεκρή Πολιτεία» και την «Αγνή του Λιμανιού», όπου καταξιώθηκε με το σοβαρό και απέριττο παίξιμό της.
Ακολουθεί η τεράστια επιτυχία του Κακογιάννη «Το Κορίτσι με τα Μαύρα» (1958), ταινία που θα την καθιερώσει στον ρόλο της μάνας ανοίγοντάς τα διάπλατα τις πόρτες των ελληνικών παραγωγών. Η μάνα των νεαρών πρωταγωνιστών της εποχής έχει έρθει λοιπόν για τα καλά φέρνοντας στις υποκριτικές της βαλίτσες το θαυμάσιο ταλέντο και την εκφραστική της δεινότητά, με τα οποία ενσαρκώνει με άνεση και απλότητα μάνες και γυναίκες των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Το κινηματογραφικό παλμαρέ της Ζαφειρίου είναι δηλωτικό για το πόσο την ήθελαν τόσο οι εμπορικότερες όσο και οι καλλιτεχνικότερες παραγωγές. Αναφέρουμε ενδεικτικά: «Ο κατήφορος» (1961), «Νόμος 4000» (1962), «Ουρανός» (1962), «Εγωισμός» (1964), «Ξύπνα Βασίλη» (1969), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Αστραπόγιαννος» (1970), «Πικρό ψωμί» (1951), «Νεκρή Πολιτεία» (1951), «Η Αγνή του λιμανιού» (1952), «Το τελευταίο ψέμα» (1957), «Θεία από το Σικάγο» (1957), «Ζάλογγο, το κάστρο της λευτεριάς» (1959), «Η λίμνη των στεναγμών» (1959), «Ο κατήφορος» (1961) κ.ά. Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην κινηματογραφική της καριέρα ήταν οι 20 ταινίες που έκανε με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Οι 23 ταινίες που γύρισε μάλιστα για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ παραμένουν αριθμός-ρεκόρ για την εταιρία! Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής της, η Ζαφειρίου έπαιζε στο μεγάλο πανί μόνο και μόνο για να βγάζει τα προς το ζην και να μπορεί έτσι να συμμετέχει στα θεατρικά σχήματα της αρεσκείας της χωρίς να πρέπει να σκεφτεί τον εμπορικό αντίκτυπο της δουλειάς της. Τόσο το Εθνικό όσο και η Επίδαυρος (της οποίας ήταν επίσης μόνιμος «θαμώνας») δεν της απέφεραν σοβαρές οικονομικές απολαβές και έπρεπε να στραφεί στο εμπορικό σινεμά για να ζήσει. Κι έτσι ενώ στο σανίδι ήταν μεγάλη πρωταγωνίστρια, στο πανί αποδέχτηκε τη μοίρα της δευτεραγωνίστριας, καθώς δεν θεωρούσε το σινεμά μεγάλη υπόθεση. Παρά τις συνεχείς κινηματογραφικές της υποχρεώσεις αλλά και τη λατρεία των παραγωγών! Χαρακτηριστικό είναι εδώ το γεγονός ότι όταν γύριζαν την «Τζένη Τζένη» στις Σπέτσες, ο Φιλοποίμην Φίνος της πλήρωνε καθημερινά θαλάσσιο ταξί για να πηγαινοέρχεται στην Επίδαυρο, όπου έδινε παραστάσεις τις νύχτες. Η Ελένη Ζαφειρίου πέρασε και από την ελληνική τηλεόραση («Δόνα Ροζίτα» – 1984, «Το τρίτο στεφάνι» – 1995 και «Το χρώμα του φεγγαριού» – 1996-1997), με αρκετούς χαρακτηριστικούς ρόλους, όπως την Καμπουρίτσα που ερμήνευσε στην ανεπανάληπτη σειρά της δεκαετίας του ’70 «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Οι 99 ταινίες που έχει στο ενεργητικό της τη φέρνουν στη δεύτερη θέση των παραγωγικότερων ελληνίδων ηθοποιών του κινηματογράφου, πίσω μόνο από τη Μαλαίνα Ανουσάκη. Η αξέχαστη μάνα του εθνικού μας σινεμά έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2004… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr