Βαθύτατα λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός, ο Σεφέρης καταβυθίστηκε στη βαθιά γνώση του για την ιστορία της Ελλάδας, την οποία μετέτρεψε σε ανανεωτική ποίηση αποσπώντας τόσο τη διεθνή αναγνώριση όσο και την ευγνωμοσύνη της πατρίδας του. Ηγετική μορφή στην ποίηση και τη θεωρία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, ο Σεφέρης άλλαξε κι αυτός με τη σειρά του ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας ελληνική παράδοση και παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του. Με πρόταγμα την ελληνικότητα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, ο μνημειώδης λόγος του έρρεε στο χαρτί παραμένοντας πάντα επίκαιρος: «Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες πολλές διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη», γράφει στο «Τετράδιο γυμνασμάτων». Ταυτοχρόνως, ο Γιώργος Σεφέρης ζει σε μια διχοστασία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τον διπλωμάτη Γεώργιο Σεφεριάδη. Το απολογητικό εξάλλου ύφος του λόγου του, με το οποίο επιλέγει ο ποιητής μας να συνομιλήσει με τον εαυτό του, να αυτοεξομολογηθεί και να αποτινάξει από πάνω του το βάρος του υπαλλήλου στο υπουργείο Εξωτερικών είναι εδώ δηλωτικό: «Έτσι έκανα, ώς τα σήμερα, όσο μπορούσα πιο τίμια το υπηρεσιακό μου χρέος, και προσπάθησα όσο μπορούσα, να μην έχω καμιάν ιδιαίτερη εύνοια ή απολαβή από τους ανθρώπους που μας κυβερνούσαν» («Χειρόγραφο ’41»). Ζώντας λοιπόν μόνιμα στη διάσταση αυτή μεταξύ διπλωμάτη και ποιητή («Η ανάγκη να υπηρετώ δύο κυρίους και η αποστροφή μου γενικά για την ερασιτεχνία με βασάνισαν αδιάκοπα»), ο ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Σεφέρης, ένας σωστός ογκόλιθος των ελληνικών γραμμάτων, καταφέρνει το αδύνατο: να τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, φέρνοντας στην πατρίδα του το πρώτο βαρύτιμο βραβείο του πνεύματος. «Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να, εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου», θα πει στον ευχαριστήριο λόγο του στις 10 Δεκεμβρίου 1963 στη Στοκχόλμη. Ο Σεφέρης απέσπασε την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση σε μια περίοδο κρίσιμη για τον ελληνισμό και την ελληνική γλώσσα: το δικό του βραβείο ήταν ταυτοχρόνως και ένας φόρος τιμής στην Ελλάδα και τη συνεισφορά της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό: «…για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως ήταν το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Έτσι ήταν όμως και ο ίδιος ο λόγιος, ένας πολίτης του κόσμου και μια πένα παγκόσμια που επέστρεφε ωστόσο σταθερά στην ελληνική παράδοση για να μπολιάσει τα νέα ποιητικά ρεύματα με την τόσο απαραίτητη για τον ίδιο ελληνικότητα. Γι’ αυτό και το έργο του μεταφράστηκε ευρύτατα και χαιρετίστηκε ως σπουδαίο ήδη από τη δεκαετία του ’50. Ο Σεφέρης ήταν όμως και ένας άνθρωπος του καιρού του και δεν θα μπορούσε να μην πάρει πολιτική θέση για τα τεκταινόμενα της χώρας του κατά τη μαύρη επταετία της Χούντας, ως όφειλε εξάλλου ως διανοούμενος. Τον Μάρτιο του 1969 σπάει επιτέλους την περιλάλητη σιωπή του και στηλιτεύει τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών από τη συχνότητα του BBC: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά», τόνισε μεταξύ άλλων. Κι όταν τελικά φύγει από τον κόσμο τον Σεπτέμβριο του 1971, έπειτα από μετεγχειρητικές επιπλοκές, η κηδεία του δύο ημέρες αργότερα δεν θα μπορούσε να μη λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα: κατά τη νεκρώσιμη πομπή, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Στο περιγιάλι το κρυφό», σε στίχους του μεγάλου Σεφέρη («Άρνηση»). Λίγες μέρες αργότερα, δημοσιεύεται στην εφημερίδα το τελευταίο ποίημά του «Επί Ασπαλάθων», άλλος ένας καταπέλτης κατά της δικτατορίας…
Πρώτα χρόνια
Ποιητικό έργο
Ο διπλωμάτης μετακινείται συνεχώς και περνώντας από Λονδίνο, καταλήγει στην πρεσβεία της Άγκυρας και από κει στη Βηρυτό, αν και ο Σεφέρης είναι σταθερά περισσότερο άνθρωπος των γραμμάτων παρά πρεσβευτής. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό του έργο, ο ποιητής μας διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μια σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο παραγνωρισμένων τότε μορφών της, όπως του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μεν μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό σε διάσταση, καθώς στη δουλειά του περιλαμβάνονται δύο έργα του κορυφαίου Τ.Σ. Έλιοτ («Έρημη Χώρα» και «Φονικό στην Εκκλησιά»), αλλά και η μεταγραφή στη νεοελληνική δύο έργων της Βίβλου («Άσμα Ασμάτων» και «Αποκάλυψη του Ιωάννη»)…
Νόμπελ και τελευταία χρόνια
Κατά την παραλαβή του βαρύτιμου βραβείου, ο Σεφέρης παρατηρεί: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται … Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη … Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται».
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας […]Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.[…] Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει ἡ ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.[…] Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».
Δύο μέρες αργότερα, η νεκρώσιμη ακολουθία του μετατρέπεται σε συλλαλητήριο κατά της Χούντας, με τον κόσμο να τραγουδά την απαγορευμένη σεφερική «Άρνηση» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr