Ένας εξεγερμένος πατριώτης αντάρτης κατάφερε να ενώσει την Ιταλία και να της χαρίσει την ανεξαρτησία της έχοντας στο πλευρό του χίλιους εθελοντές που φορούσαν κόκκινα πουκάμισα! Αυτή είναι σε δυο γραμμές η ιστορία του εθνικού ήρωα της Ιταλίας που ηγήθηκε του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στα μέσα του 19ου αιώνα. «Εμείς οι Ιταλοί λατρεύουμε τον Γκαριμπάλντι, μας μαθαίνουν να τον θαυμάζουμε από την κούνια μας», έλεγε γι’ αυτόν ο σπουδαίος ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι, καθώς οι κατακτήσεις και οι επιτυχίες του επαναστάτη τον μετέτρεψαν σε ήρωα διεθνούς βεληνεκούς. Η κατ’ εξοχήν ηγετική μορφή που ξεπήδησε από την περίοδο ενοποίησης της Ιταλίας κατά τον 19ο αιώνα (το λεγόμενο Ριζορτζιμέντο), τα έβαλε με θεούς και δαίμονες για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους και δεν σταμάτησε ούτε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Πάπα. Μπαρουτοκαπνισμένος και διψασμένος για μάχη και δόξα, πολέμησε τόσο στη Λατινική Αμερική (απ’ όπου έλκει εξάλλου και την καταγωγή του το «Ήρωας των Δύο Κόσμων») όσο και στη χώρα του, συμμετέχοντας σε όλες τις μείζονες μάχες της Ιταλίας και μετρώντας επιτυχίες που ακούστηκαν στα πέρατα του κόσμου: επανάσταση στη Σικελία, κατάρρευση της μοναρχίας των Βουρβόνων, αναδίπλωση της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, ανατροπή των παπικών κρατών και δημιουργία του ιταλικού έθνους! Ως σύγχρονος Ρομπέν των Δασών («Τσε Γκεβάρα του 19ου αιώνα» τον αποκαλούν συχνά), απολάμβανε την καθολική αναγνώριση του λαού, γι’ αυτό και όταν τον επικήρυξε ο Πάπας με σεβαστό ποσό κανένας Ιταλός δεν σκέφτηκε να τον προδώσει. Ένας από τους διασημότερους ανθρώπους του καιρού του και λεοντόκαρδος από τους λίγους, έγινε σύμβολο των ρομαντικών, έμβλημα των δημοκρατικών και σφράγισε την εικόνα του χαρισματικού στρατιωτικού και πολιτικού ηγέτη, αναγκάζοντας ακόμα και τον φασίστα Μουσολίνι να υιοθετήσει τα συνθήματά του (όπως το «Πορεία προς τη Ρώμη»). Ο μεγάλος επαναστάτης υπήρξε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός και στην Ελλάδα, με τον θάνατό του να προξενεί βαθιά θλίψη. Ομάδα Γαριβαλδινών (εθελοντικό ιταλικό στρατιωτικό σώμα) θα πολεμήσει στην Κρήτη το 1896 και θα πάρει μέρος σε πολλές ακόμα πολεμικές περιπέτειες της χώρας μας, έχοντας στο τιμόνι της τον γιο του Γκαριμπάλντι…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζουζέπε Μαρία Γκαριμπάλντι (Ιωσήφ Γαριβάλδης, εξελληνισμένα) γεννιέται στις 4 Ιουλίου 1807 στη Νίκαια της Γαλλίας μέσα σε οικογένεια ψαράδων και ναυτικών. Ήταν επόμενο λοιπόν να ακολουθήσει την πατρική κληρονομιά και πριν καλά-καλά καταλάβει τον εαυτό του να βρεθεί στη θάλασσα. Ο Τζουζέπε δούλεψε δέκα χρόνια στα καράβια και το 1832 πήρε και επισήμως τον τίτλο του καπετάνιου, ενώ την επόμενη χρονιά υπηρέτησε στο Ναυτικό της Σαρδηνίας. Το 1833, σε εμπορικό ταξίδι του στη Ρωσία, ήρθε σε επαφή με τις πατριωτικές ιδέες του Τζουζέπε Ματσίνι για ανεξαρτησία της Ιταλίας από την αυστριακή κηδεμονία και την ενοποίηση των βασιλείων της χώρας. Ενθουσιασμένος ο Γκαριμπάλντι, προσχωρεί στη δημοκρατική κίνηση «Νέα Ιταλία» του Ματσίνι και βάζει σκοπό ζωής να απελευθερώσει τη χώρα του. Κι έτσι ήδη από την επόμενη χρονιά συμμετέχει ενεργά στην εξέγερση στο Πεδεμόντιο και όταν το κίνημα του Ματσίνι αποτυγχάνει, αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί στη Γαλλία καθώς το δικαστήριο της Γένοβας τον καταδίκασε σε θάνατο…
Ο Γκαριμπάλντι στη Λατινική Αμερική
Από τη Μασσαλία της Γαλλίας, ο Γκαριμπάλντι θα περάσει στην Τυνήσια και θα καταφύγει τελικά στη Βραζιλία, όπου θα εντάξει τον εαυτό του στον αυτονομιστικό αγώνα των ανταρτών της Δημοκρατίας του Ρίο Γκράντε, που πάλευαν για την ανεξαρτησία τους από τη Βραζιλία. Στον πόλεμο αυτό θα γνωρίσει την πρώτη του σύζυγο, μια ντόπια αντάρτισσα, στο πλευρό της οποίας θα πολεμήσει για την ανεξαρτησία του λαού της. Κυνηγημένος για άλλη μια φορά, θα καταφύγει στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης το 1841, όπου θα καταλαγιάσει για λίγο δουλεύοντας τώρα ως έμπορος. Το ζευγάρι θα παντρευτεί την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Την ίδια εποχή, ο Γκαριμπάλντι θα υιοθετήσει τη χαρακτηριστική κόκκινη φορεσιά με το πουκάμισο, το πόντσο και το σομπρέρο των ντόπιων. Το 1842 θα αναλάβει ως έμπειρος καπετάνιος καθώς ήταν τη διοίκηση του επαναστατικού ουρουγουανικού στόλου στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας φτιάχνοντας κάποια στιγμή το δικό του ιταλικό απόσπασμα. Η Ιταλική Λεγεώνα του Γκαριμπάλντι φορούσε τώρα κόκκινα πουκάμισα και θα έμενε γνωστή ως «Ερυθροχίτωνες», από μια παρτίδα κόκκινων στολών που είχε υφαρπάξει ο επαναστάτης από εργοστάσιο του Μοντεβιδέο που προορίζονταν για αργεντινούς εκδορείς, ώστε να μη φαίνεται το αίμα. Μεταξύ 1842-1848, ο Γκαριμπάλντι θα υπερασπιστεί το Μοντεβιδέο από τις προεδρικές δυνάμεις και θα μετρήσει πλήθος ναυτικών θριάμβων, αν και τα νέα από την πατρίδα θα τον καλούσαν σύντομα πίσω…
Ο αγώνας της ιταλικής ανεξαρτησίας
Το 1846, τα νέα από την Ιταλία καλούσαν τον σκληροπυρηνικό επαναστάτη σε επιστροφή: ο νέος Πάπας Πίος Θ’ υιοθέτησε μια σειρά δημοκρατικών και φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, γεννώντας έτσι μια αύρα εθνικής περηφάνιας στους ιταλούς πατριώτες αλλά και έναν άνεμο προοδευτικής αλλαγής. Κι έτσι, με τον αγώνα στην Ουρουγουάη να οδεύει προς τη δικαίωσή του το 1848, ο Γκαριμπάλντι επιστρέφει στη γενέτειρά του και προσφέρει τις υπηρεσίες του στον μονάρχη της Σαρδηνίας, Κάρολο Αλβέρτο. Παρά το γεγονός ότι ήταν αριστερός και δημοκράτης, θεώρησε σκόπιμο να βάλει στην άκρη τις προοδευτικές του ιδέες για χάρη της ιταλικής ενοποίησης. Παρά τις αρχικές επιτυχίες του αγώνα του όμως, ο Πρώτος Ιταλικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας δεν καρποφόρησε. Η επόμενη χρονιά θα βρει τον Γκαριμπάλντι να υπερασπίζεται την επαναστατημένη Ρώμη από την επίθεση των γάλλων συμμάχων του Πάπα. Κάτω από τις παραγγελίες του Ματσίνι, ο φλογερός επαναστάτης ανέλαβε τη στρατιωτική ηγεσία των δημοκρατικών δυνάμεων, αν και ο αγώνας ήταν καταδικασμένος από την αρχή λόγω της αριθμητικής ανωτερότητας των γάλλων εισβολέων. Κι έτσι ο Γκαριμπάλντι αναγκάστηκε να αποσυρθεί με τα στρατεύματά του στα Απέννινα γλιτώνοντας μόλις και μετά βίας τον θάνατο. Χωρίς υποστήριξη και πόρους για τη συνέχιση του αγώνα του, αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί για άλλη μια φορά και τώρα θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, απ’ όπου θα μπαρκάρει με εμπορικό πλοίο και θα γυρίσει τον κόσμο. Σε κάθε λιμάνι που έπιανε ο κόσμος τον υποδεχόταν με τιμές ήρωα, καθώς η επαναστατική του φήμη προηγούνταν και φάνταζε πια ως ο μεγάλος θεματοφύλακας των δημοκρατικών ιδεών. Το 1854 θα βρεθεί σε λιμάνι της Αγγλίας, όπου και θα πάρει την απόφαση να επιστρέψει στην Ιταλία, καθώς κληρονόμησε μια μικρή περιουσία και με τα χρήματα αγόρασε μια φάρμα στη Σαρδηνία. Τώρα ήταν αγρότης και θα περάσει τα επόμενα πέντε χρόνια καλλιεργώντας τη γη του. Και πάλι όμως θα τον προλάβουν οι εξελίξεις: το 1859 ξέσπασε ο Δεύτερος Ιταλικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας και ο Γκαριμπάλντι ανέλαβε τη διοίκηση των επαναστατικών δυνάμεων των Άλπεων. Για άλλη μια φορά όμως ήταν αναγκασμένος να παραμερίσει τα δημοκρατικά του ιδεώδη και να συνταχθεί με τη βασιλεία, καθώς η πατριωτική ανάγκη για την ενοποίηση της Ιταλίας ερχόταν πάντα πρώτη…
Η εκστρατεία του 1860
Ήταν το 1860 όταν ο Γκαριμπάλντι και οι χίλιοι άντρες του κατάφεραν σπουδαία στρατιωτική νίκη στη Σικελία και υπέταξαν τα ναπολιτάνικα στρατεύματα, έχοντας στο πλευρό του πάντα τους Ερυθροχίτωνες, εθελοντές χωρικούς με λίγα λόγια! Πλέον ήταν γνωστός στα πέρατα του κόσμου αλλά και ήρωας του ιταλικού αγώνα. Με τη βοήθεια πια του Βασιλικού Ναυτικού της Αγγλίας, ο απελευθερωτής της Σικελίας βάδισε στην ηπειρωτική Ιταλία και οδήγησε τον επαναστατικό στρατό του στη Νάπολη, όπου έγινε δεκτός με επευφημίες από τον λαό. Προσκυνώντας για άλλη μια φορά στο στέμμα του Πεδεμόντιου, μιας και ο μικρός στρατός του δεν θα μπορούσε να τα βάλει με τις ισχυρές ναπολιτάνικες δυνάμεις, ο Γκαριμπάλντι νίκησε τον πολυάριθμο και καλά οργανωμένο στρατό της Νάπολης έχοντας σύμμαχο τις μοναρχικές δυνάμεις. Στόχος ήταν τώρα η Ρώμη, αλλά παρέμενε όνειρο για τον ίδιο, μιας και με χίλιους άντρες δεν θα μπορούσε να πάρει την Αιώνια Πόλη. Κι έτσι συμφωνεί να δώσει στον βασιλιά του Πεδεμόντιου, Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’, όλη τη Σικελία με αντάλλαγμα τη συμβολή του μονάρχη στον αγώνα για την ιταλική ανεξαρτησία. Παρά την απέχθεια που ένιωθε για τη μοναρχία, ο Γκαριμπάλντι χαιρέτισε τον Βίκτωρ Εμμανουήλ ως βασιλιά της Ιταλίας και κάλεσε τον λαό να συνταχθεί με το στέμμα για χάρη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Παρά τις διακηρύξεις του, αρνήθηκε όμως να παρασημοφορηθεί από τον βασιλιά για τα κατορθώματά του…
Τελευταίες μάχες
Παρά το γεγονός ότι είχε βάλει τις βάσεις για την ιταλική ενοποίηση προσκυνώντας το στέμμα, ο Γκαριμπάλντι είχε πάντα όνειρο να δει την ενοποιημένη χώρα του να μετατρέπεται σε δημοκρατία αλλά και να συμπεριληφθούν στα εδάφη τόσο η Ρώμη όσο και τα λεγόμενα παπικά κράτη. Κι έτσι βάδισε με το μικρό του στράτευμα κατά της Ρώμης και των δυνάμεων του Ναπολέοντος Γ’, θεωρώντας πως θα είχε την υποστήριξη της ιταλικής κυβέρνησης. Εκείνη όμως, φοβούμενη την αντίδραση των καθολικών δυνάμεων που παρέμεναν προσδεμένες στο παπικό άρμα, αρνήθηκε να συμβάλει στον αγώνα του και έστειλε μάλιστα κρατικές ιταλικές δυνάμεις να υπερασπιστούν την Αιώνια Πόλη από την επίθεσή του! Ο Γκαριμπάλντι τραυματίστηκε στο πόδι, αν και δεν συνέχισε τη μάχη, καθώς δεν ήθελε οι στρατιώτες του να σκοτώσουν συμπατριώτες τους, καταπίνοντας για άλλη μια φορά την πίκρα του για χάρη της ιταλικής ενότητας. Δεν είχε πει φυσικά την τελευταία του λέξη και θα επέστρεφε λίγο αργότερα για τον Τρίτο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, με τις στρατιωτικές του επιτυχίες να αναγκάζουν την Αυστρία να παραχωρήσει στην Ιταλία τη Βενετία. Σφοδρός πολέμιος της αντιπατριωτικής δράσης του Ποντίφικα, συνέχισε να καλεί για το τέλος του κοσμικού ρόλου του παπισμού και κάποια στιγμή οδήγησε τις δυνάμεις του κατά της παπικής φρουράς της Ρώμης. Απέτυχε όμως και τραυματίστηκε σοβαρά στη μάχη. Παρά τα πατριωτικά του ιδεώδη, ο Γκαριμπάλντι ήταν διεθνιστής και έσπευδε να καλωσορίσει κάθε δημοκρατική μεταρρύθμιση της οικουμένης. Το 1861, για παράδειγμα, με το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο φλογερός επαναστάτης παρώθησε τον Αβραάμ Λίνκολν να κάνει διακύβευμα του πολέμου την αποτίναξη της δουλείας. Ο Λίνκολν τον είχε σε τέτοια εκτίμηση που τον κάλεσε να αναλάβει διοικητική θέση στον στρατό της Ένωσης! Ο μόνος λόγος που απέρριψε ο Γκαριμπάλντι την πρόταση του αμερικανού προέδρου ήταν η άρνηση του τελευταίου να δεσμευτεί για το τέλος της σκλαβιάς. Το 1863 όμως, όταν ο Λίνκολν διακήρυξε την ελευθερία των αφρο-αμερικανών δούλων, ο Γκαριμπάλντι ήταν από τους πρώτους που μετατράπηκε σε παθιασμένο υποστηρικτή του. Το 1870, η πτώση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε νέα Γαλλική Δημοκρατία και ο Γκαριμπάλντι, παρά το γεγονός ότι πολεμούσε για τόσο καιρό τα αυτοκρατορικά στρατεύματα των Γάλλων, συντάχθηκε αμέσως στο πλευρό της εύθραυστης δημοκρατίας: «Χθες σας έλεγα: πόλεμος μέχρι θανάτου στον Βοναπάρτη. Σήμερα σας λέω: σώστε τη Γαλλική Δημοκρατία με κάθε τρόπο». Και βέβαια δεν έκατσε με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά πήγε αμέσως στη Γαλλία για να αναλάβει τη διοίκηση στρατιάς δημοκρατών εθελοντών. Το 1879 ίδρυσε τη «Λίγκα της Δημοκρατίας» ώστε να προαχθούν οι ιδέες του για δικαίωμα ψήφου σε όλους, γυναικεία ισότητα, διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους (και κατάργηση της εκκλησιαστικής περιουσίας) αλλά και ίδρυση πολιτοφυλακής ως εγγυήτρια της εθνικής ενότητας. Επίσης, ήταν σφοδρός υποστηρικτής μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, στην οποία έβλεπε επικεφαλής μια μεγάλη Γερμανία που θα εγγυούνταν την ενότητα της Ευρώπης. Αρνούμενος κάθε δόξα και τιμή για τα κατορθώματά του και την κολοσσιαία συμβολή του στην ανεξαρτησία και την ενότητα της Ιταλίας, ο μεγάλος αυτός δημοκράτης άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Ιουνίου 1882, σε ηλικία 75 ετών, έχοντας ήδη αποσυρθεί στη φάρμα του στη νότια Ιταλία. Είχε παντρευτεί τρεις φορές, αν και παιδιά απέκτησε μόνο από την πρώτη σύζυγό του, την Ανίτα. Στην Ελλάδα Γαριβαλδινοί ονομάστηκαν οι ιταλοί εθελοντές που πολέμησαν στον πλευρό των Ελλήνων στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπό τον Ριτσότι Γκαριμπάλντι, γιο του Τζουζέπε, καθώς και οι Ερυθροχίτωνες εθελοντές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr