Ένας 23χρονος γάλλος αριστοκράτης καταφτάνει το 1777 στον Νέο Κόσμο κάνοντας όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Αφού εντάχθηκε στον αγώνα της ανεξαρτησίας των Αμερικανών κατά της Βρετανίας και διακρίθηκε ως λοχαγός στον απελευθερωτικό πόλεμο, ήρθε σε επαφή με τον ίδιο τον Τζορτζ Ουάσιγκτον, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία. Ο Πιερ Σαρλ Λ’ Ανφάν δεν ήταν όμως άλλος ένας τυχοδιώκτης που έφτανε στον Νέο Κόσμο με όνειρα εύκολου πλουτισμού, αλλά ζωγράφος σπουδαγμένος στη Βασιλική Ακαδημία του Παρισιού και μηχανικός, ένας άνθρωπος που θα μπορούσε δηλαδή να βασιστεί ο Ουάσιγκτον για τη δημιουργία του κράτους του. Κι έτσι του ζήτησε να σχεδιάσει τη νέα πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, το σύμβολο του νεόκοπου έθνους! Ο Λ’ Ανφάν έφτιαξε πράγματι το σχέδιο της αμερικανικής πρωτεύουσας, σε μεγαλόπρεπο κλασικό στιλ, αν και παρά τη φήμη και τους επαίνους, παραιτήθηκε νωρίς-νωρίς από το έργο της ανέγερσης της Ουάσιγκτον, εξαιτίας διαμάχης με τις αρχές της πόλης αλλά και το πολιτικό κατεστημένο. Κι έτσι την ώρα που χτιζόταν η νέα πρωτεύουσα του κράτους σύμφωνα ακριβώς με τον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, εκείνος πάλευε δικαστικά να αναγνωριστεί και να πάρει αποζημίωση! Πέθανε τελικά φτωχός και παραγνωρισμένος, αν και η Ιστορία δεν τον ξέχασε. Γιατί πέρα από το πολεοδομικό του έργο, ήταν οι φιλοσοφικές ιδέες της Γαλλίας του 18ου αιώνα που σφυρηλάτησαν τον ιδεολογικό χαρακτήρα της Αμερικανικής Επανάστασης και λίγοι άνθρωποι ενσάρκωσαν το φιλελεύθερο γαλλικό πνεύμα καλύτερα από τον Λ’ Ανφάν…
Πρώτα χρόνια
Ο Πιερ «Πίτερ» Σαρλ Λ’ Ανφάν γεννιέται στις 2 Αυγούστου 1754 στο Παρίσι ως το μεσαίο από τα τρία παιδιά του ζωγράφου της αυλής του Λουδοβίκου ΙΕ’, Πιερ Λ’ Ανφάν. Ο μικρός έδειξε την κλίση του στην τέχνη ήδη από νωρίς κι έτσι μαθήτευε δίπλα στον πατέρα του απ’ όταν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του. Τελειώνοντας το σχολείο, φοίτησε στην Ακαδημία Τέχνης του Λούβρου σπουδάζοντας ζωγραφική, αλλά και δίπλα στον φημισμένο πατέρα του στη Βασιλική Σχολή Ζωγραφικής και Γλυπτικής των Παρισίων (1771), εμβαθύνοντας στις καλές τέχνες. Άνθρωπος περιπετειώδης και νους διψασμένος για νέες εμπειρίες, προσχωρεί εθελοντικά το 1776 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα για να ενταχθεί στην Αμερικανική Επανάσταση που μαινόταν στις αποικίες του Νέου Κόσμου. Κι έτσι το 1777 θα βρει τον 23χρονο νεαρό ενταγμένο στον Αμερικανικό Ηπειρωτικό Στρατό να υπηρετεί ως μηχανικός. Παρά την αριστοκρατική του καταγωγή και την ευγενική γενιά του, ένιωσε αμέσως κομμάτι του απλού λαού στον Νέο Κόσμο και αγάπησε τόσο τον τόπο που πλέον κυκλοφορούσε ως «Πίτερ». Το 1779, σε άλλη μια μάχη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Αμερικανών κατά της Βρετανίας, ο Λ’ Ανφάν τραυματίστηκε σοβαρά και μετά την ανάρρωσή του αποσπάστηκε στο στρατιωτικό επιτελείο του Τζορτζ Ουάσιγκτον, όπου και πήρε τον τίτλο του αρχιμηχανικού του στρατεύματος, καθώς οι περγαμηνές του δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Αφού φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Ουάσιγκτον, προάχθηκε σε λοχαγό του Μηχανικού το 1783, σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στην αμερικανική απελευθέρωση…
Ο σχεδιασμός της Ουάσιγκτον
Μετά τον πόλεμο, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες κυβερνητικές παραγγελίες στον Πίτερ, όπως ο σχεδιασμός του λογοτύπου της Εταιρίας του Σινσινάτι, του πρώτου ομίλου βετεράνων πολέμου των ΗΠΑ. Ο Ουάσιγκτον τον γνώριζε καλά και τον εμπιστευόταν, τόσο ως άνθρωπο όσο και ως καλλιτέχνη. Ο Λ’ Ανφάν φιλοτέχνησε πολλούς θυρεούς και εμβλήματα στρατιωτικών και πολιτειακών υπηρεσιών, πάντα κάτω από τις παραγγελίες του ίδιου του Ουάσιγκτον. Την ίδια εποχή στέλνεται τιμητικά πίσω στο Παρίσι ώστε να οργανώσει το γαλλικό παράρτημα του Αμερικανικού Ηπειρωτικού Στρατού. Αφού πέρασε ένα σύντομο διάστημα στο Παρίσι, επιστρέφει μόνιμα στις ΗΠΑ το 1784 και εγκαθίσταται οριστικά στη Νέα Υόρκη. Αφού ίδρυσε το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο, άρχισε να αναλαμβάνει παραγγελίες ιδιωτών αλλά και κρατικών υπηρεσιών και από τη δική του πένα ανακαινίστηκε το παλιό δημαρχείο και μετατράπηκε σε Ομοσπονδιακό Μέγαρο του Αμερικανικού Κογκρέσου. Το κολοσσιαίο αυτό έργο και το εκθαμβωτικό κλασικό αποτέλεσμα θα τον κάνουν γνωστό στα πέρατα των ΗΠΑ, όταν πλέον οι παραγγελίες άρχισαν να έρχονται η μία πίσω από την άλλη. Κι έτσι όταν το Κογκρέσο αποφάσισε να χτίσει την ομοσπονδιακή πρωτεύουσά του στις όχθες του Ποταμού Ποτόμακ, ο πρόεδρος Τζορτζ Ουάσιγκτον δεν θα μπορούσε να απευθυνθεί αλλού για το τιτάνιο έργο. Με προεδρική βούλα, ο Λ’ Ανφάν προσλαμβάνεται το 1791 για να ετοιμάσει τα σχέδια της νέας πόλης και ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά. Ο καινοτόμος σχεδιασμός του ήταν ένα πλέγμα από ακανόνιστα ορθογώνια τετράγωνα, τα οποία διακόπτονταν από φαρδιές διαγώνιες λεωφόρους. Η όλη δομή ήταν έτσι φτιαγμένη ώστε το κέντρο του ενδιαφέροντος να επικεντρώνεται στο Καπιτώλιο και το Προεδρικό Μέγαρο, την ίδια στιγμή που η ευρύτατη διακλάδωση των πολεοδομικών τετραγώνων να δημιουργεί τρίγωνα, τετράγωνα και κύκλους στις διασταυρώσεις των δρόμων ώστε να φτιαχτούν μνημεία και σιντριβάνια. Μέχρι και πρόβλεψη για τις συγκοινωνίες του μέλλοντος (κανάλια) υπήρχε στο πλάνο του Λ’ Ανφάν, ο οποίος μελέτησε τους χάρτες μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων και τους χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα για τη δική του πόλη, αν και δεν αντέγραψε τίποτα. Ο ίδιος ο υπουργός Τόμας Τζέφερσον του παρείχε ό,τι ζητούσε, καθώς το έργο ήταν κολοσσιαίο και κάθε δυνατή βοήθεια καλοδεχούμενη. Η Ουάσιγκτον του Λ’ Ανφάν ήταν μια πόλη επηρεασμένη από τον μπαρόκ ρυθμό των Βερσαλλιών αλλά και τον μοντέρνο σχεδιασμό του Λονδίνου. Το μεγαλομανές όραμά του για την Ομοσπονδιακή Πρωτεύουσα των ΗΠΑ (Ουάσιγκτον ονομάστηκε αργότερα) ερχόταν βέβαια σε τραγική αντίθεση με τις φειδωλές αρχικές επιδιώξεις των Ουάσιγκτον και Τζέφερσον, καθώς οι δυο πατέρες του αμερικανικού έθνους ήθελαν κάτι σεμνό και ταπεινό, όχι μια συνολική μεταμόρφωση της πόλης. Και από δω ξεκίνησαν τα προβλήματα. Ο φλογερός και απόλυτος Λ’ Ανφάν ήθελε η νέα πόλη να φτιαχτεί συνολικά από το μηδέν, οι κυβερνώντες ήξεραν όμως ότι τα λιγοστά κονδύλια επαρκούσαν σε πρώτη φάση μόνο για την ανέγερση των ομοσπονδιακών κτιρίων. Κι έτσι σύντομα θα ερχόταν ο αρχιτέκτονας σε ρήξη με τους τρεις επιτρόπους της πόλης και σαν να μην έφτανε αυτό, δεν υπάκουγε ποτέ στις κυβερνητικές υποδείξεις. Το αυταρχικό του χαρακτήρα του θα φανεί μάλιστα όταν αγνόησε την υπόδειξη του ίδιου του αμερικανού προέδρου να μην γκρεμίσει κατοικία προβεβλημένης προσωπικότητας του έθνους για να περάσει η λεωφόρος που είχε σχεδιάσει! Αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα των συγκρούσεων και με απόφαση του Ουάσιγκτον, ο Λ’ Ανφάν παύεται από επικεφαλής πολεοδόμος της πρωτεύουσας το 1792, την ίδια χρονιά δηλαδή που παρουσίασε το αρχιτεκτονικό του όραμα και ξεκίνησαν οι εργασίες. Η απόφαση του προέδρου είχε την αμέριστη υποστήριξη του Τζέφερσον…
Οι δίκες και το τραγικό τέλος
Παρά το γεγονός ότι απολύθηκε από τα κρατικά του καθήκοντα, η Ουάσιγκτον χτίστηκε με βάση τον δικό του σχεδιασμό, καθώς όλοι αναγνώριζαν τις αρετές του οράματός του. Την ώρα που ανεγείρονταν λοιπόν τα μεγαλοπρεπή νεοκλασικά του Λ’ Ανφάν που θα σφράγιζαν μια και καλή την Αμερική ως σύμβολα του νέου έθνους, ο ίδιος επιδόθηκε σε μια μακρά δικαστική διαμάχη ώστε να αποζημιωθεί για τις υπηρεσίες του. Γιατί με το που παύτηκε από αρχιμηχανικός, δεν πήρε ούτε σεντς για το έργο του στην Ομοσπονδιακή Πόλη! Έχοντας χάσει την εύνοια των κυβερνώντων, πάλευε τώρα να του επιδικαστεί παχυλό ποσό για τα καθήκοντά του, αξιώνοντας το ποσό των 95.500 δολαρίων. Οι δίκες συνεχίζονταν και συνεχίζονταν όμως και τέλος δεν φαινόταν να υπάρχει, γι’ αυτό και το Κογκρέσο προσφέρθηκε απρόθυμα να τον αποζημιώσει με ό,τι θεωρούσε αρκετό για τη δουλειά του Λ’ Ανφάν. Το ποσό αποκρυσταλλώθηκε στα 3.800 δολάρια. Εγκαταλείποντας ατιμασμένος την πρωτεύουσα, ο Πίτερ έμελλε να την ξαναπάθει με σχεδιασμό αμερικανικής πόλης! Τώρα του ανέθεσαν τη δημιουργία από το μηδέν της πόλης Πάτερσον στα βορειοανατολικά του Νιου Τζέρσεϊ, όταν τον έδιωξαν και πάλι κακήν κακώς έπειτα από έναν χρόνο συνεργασίας. Η πόλη συνέχισε τη χτίσιμό της μετά το 1846 και η ανέγερση βασίστηκε και πάλι στον καινοτόμο σχεδιασμό του Γάλλου. Η μόνη δουλειά που εξασφάλισε κατόπιν ο ηλικιωμένος πια αρχιτέκτονας ήταν η έπαυλη ενός κροίσου, η οποία όμως και πάλι δεν ολοκληρώθηκε καθώς ο τραπεζίτης πτώχευσε. Το 1812, σε αναγνώριση της αρχιτεκτονικής δουλειάς του, η Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ του πρόσφερε θέση καθηγητή Μηχανικής, αλλά ο εξοργισμένος με την πολιτεία Πίτερ την αρνήθηκε. Παρά το τεράστιο ταλέντο του, ο Λ’ Ανφάν δεν έκανε την καριέρα που θα μπορούσε, καθώς το οξύθυμο του χαρακτήρα και οι παράλογες απαιτήσεις του έστρεφαν τους πελάτες εναντίον του, περιλαμβανομένης και της αμερικανικής κυβέρνησης. Γέρος πια και παραγνωρισμένος, ζούσε τώρα με φιλικό ζευγάρι σε αγροικία του Μέριλαντ, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή πάμφτωχος και ξεχασμένος στις 14 Ιουνίου 1825. Η προσωπική του περιουσία άξιζε δεν άξιζε 45 δολάρια. Το 1909 ωστόσο η αμερικανική πολιτεία τον ξαναθυμήθηκε και θέλησε να τον τιμήσει για την αναντίρρητη συνεισφορά του στην ανέγερση της Ουάσιγκτον, μεταφέροντας τα απομεινάρια του στο Εθνικό Κοιμητήριο του Άρλινγκτον, όπου και στήθηκε το μνημείο του με απόφαση του Κογκρέσου, το κτίριο του οποίου έφερε τη σφραγίδα του… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr