Με ένα τσιγάρο μόνιμα κρεμασμένο στο στόμα του, ο Ζαν Πολ Μπελμοντό βάλθηκε από τα περίχωρα του Παρισιού και τα ρινγκ της πυγμαχίας να κατακτήσει τον κινηματογραφικό κόσμο, κάτι που πέτυχε χωρίς αμφιβολία ήδη από την πρώτη του ταινία! Χρειάστηκαν μόλις 87 λεπτά, τόσα διαρκεί το σπουδαίο «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, για να μετατραπεί ο αγαπημένος ηθοποιός σε σύμβολο αρρενωπότητας, αυθεντικό απόγονο των μεγάλων αμερικανών πρωταγωνιστών, αντρικό sex symbol και ηθοποιό-φετίχ τόσων και τόσων σκηνοθετών, μένοντας ήδη θρυλικός και κλασικός από το πρώτο του αυτό φιλμ. Ζωντανός θρύλος σήμερα της ευρωπαϊκής κινηματογραφίας, ο «άσχημος του γαλλικού σινεμά» δεν διέθετε την ομορφιά του Αλέν Ντελόν, αν και ο «αέρας» και το αρρενωπό του στιλ θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο ακαταμάχητα για το ωραίο φύλο της εποχής του. Συνυφασμένος με την ιστορία του γαλλικού σινεμά και τις κινηματογραφικές περιπέτειες του καινοτόμου «Νέου Κύματος» των εγχώριων σκηνοθετών, ο Μπελμοντό έγραψε τη δική του χρυσή σελίδα στο μεγάλο πανί με ένα τσιγάρο μόνιμα κολλημένο στο στόμα του. Ένας από τους μακροβιότερους αστέρες του παγκόσμιου κινηματογράφου που μας χάρισε με τη γνώριμη ελαφρότητα και την απροσχημάτιστη υποκριτική του δεινότητα μια σειρά από κορυφαίους ρόλους, όπως ο «Τρελός Πιερό» και ο Μισέλ Ποϊκάρ του «Με κομμένη την ανάσα», άφησε πλούσια παρακαταθήκη είτε ως ασυγκράτητος κακοποιός είτε ως ταγμένος αστυνομικός, γινόμενος στην πορεία η απόλυτη ενσάρκωση μιας ολόκληρης σχολής κινηματογραφικής αισθητικής…
Πρώτα χρόνια
Αριστουργηματικό ντεμπούτο και εκτόξευση στη δόξα
Το «Με κομμένη την Ανάσα» εκτόξευσε στη φήμη Γκοντάρ και Μπελμοντό στα ύψη και εγκαινίασε με αριστουργηματικό τρόπο τη νέα σχολή κινηματογραφικής σκέψης που θα έμενε γνωστή ως Nouvelle Vague (Νέο Κύμα). Το γαλλικό σινεμά είχε βρει την απάντησή του στον Αμερικανό Τζέιμς Ντιν!
Το 1961 ο Γκοντάρ τον επιστρατεύει και πάλι για το «Η Κυρία θέλει έρωτα» και την ίδια χρονιά γίνεται ο «Εφημέριος» του Ζαν Πιερ Μελβίλ, αποσπώντας την πρώτη του υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA καλύτερου ξένου ηθοποιού. Την επόμενη χρονιά ξανασυνεργάζεται με τον Μελβίλ ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Χαφιέ», ένα διαμάντι του σινεμά που θα βρει το ταίρι του στο επίσης θρυλικό «Καρτούς» της ίδιας χρονιάς…
Προσπαθώντας να μην τυποποιηθεί, παίζει στον «Άνθρωπο από το Ρίο» (1964) του Φιλίπ ντε Μπροκά αλλά και στην παρωδία του Τζέιμς Μποντ «Casino Royale» (1967), δίπλα στον Πίτερ Σέλερς, αν και επέστρεφε πάντα στα μαεστρικά χέρια του Γκοντάρ όταν τον καλούσε, όπως στον μοναδικό «Τρελό Πιερό» του 1965. Ο Μπελμοντό συνεργάστηκε και με άλλους πιονέρους του «Νέου Κύματος», όπως ο Αλέν Ρενέ, ο Λουί Μαλ, ο Κλοντ Σαμπρόλ και ο Φρανσουά Τριφό (όπως στη μοναδική «Σειρήνα του Μισισιπή» του τελευταίου), αν και πλέον είχε επικεντρωθεί σε ρόλους δράσης και κωμωδίας, τόσο γιατί φοβόταν την τυποποίηση όσο και γιατί η Nouvelle Vague όδευε προς το ηχηρό της τέλος. Πλέον το βιογραφικό του γεμίζει με πιο εμπορικές ταινίες, κωμωδίες κυρίως αλλά και φιλμ δράσης, αν και πάντα ήταν έτοιμος να αφεθεί στα χέρια των μεγάλων δημιουργών…
Τελευταία χρόνια
Η καριέρα του γνώρισε μια δεύτερη και αναπάντεχη στροφή μέσα από την υπερεπιτυχημένη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη Ζορζ Λοτνέρ, η οποία θα κρατήσει μέχρι το 1992 κομίζοντας περαιτέρω φήμη και εισιτήρια-ουρά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν πια ένας σπουδαίος δραματικός και πολύπειρος ηθοποιός, ανεβαίνοντας πια ολοένα και πιο συχνά στο θεατρικό σανίδι. Τώρα ήταν αρκετά επιλεκτικός στους ρόλους του, αν και την καριέρα του ανέκοψε το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη το 2001 και του στέρησε την ικανότητα της απρόσκοπτης ομιλίας.
Παρά το τεράστιο εύρος της καριέρας του και την υποκριτική του γκάμα, σπουδαίο κινηματογραφικό βραβείο δεν έλαβε ποτέ. Με κάτασπρα πλέον μαλλιά και τη νέα του σύντροφο στο πλευρό του, την κατά 45 χρόνια νεότερή του και πρώην «Playmate» Μπάρμπαρα Γκαντόλφο, έλαβε το 2011 τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για το σύνολο της προσφοράς του στο Φεστιβάλ των Καννών, με την αποθέωσή του από το κοινό να μην έχει προηγούμενο!
Ο «Μπελ Μπελ», όπως τον αποκαλούν οι φίλοι, χαρακτήρισε τον ειδικό Χρυσό Φοίνικα «δώρο θεού», καθώς στα 53 χρόνια που δουλεύει στο σινεμά (1956 -2008) δεν τιμήθηκε ποτέ με κάποιο σημαντικό βραβείο (εκτός από ένα Σεζάρ).