«Ακόμη αδυνατώ να συνοικειωθώ προς την ιδέαν, ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν υπάρχει πλέον εν τοις ζώσιν, ότι ο κολοσσός ούτος της πολιτικής κείται νεκρός. Εξακολουθώ να τον φαντάζομαι πάντα ζώντα. Ο Τρικούπης εργαζόμενος, ο Τρικούπης μελετών και παρασκευαζόμενος δια τας εν τη Βουλή συζητήσεις, ήτο τι άξιον θαυμασμού. Ουδείς Έλλην ηδυνήθη να συστηματοποιήση την εργασίαν του και τας μελέτας του τόσον τελείως όσον αυτός· ήτο αυτή η τάξις προσωποποιημένη», έγραφε στη νεκρολογία για τον Τρικούπη ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης την 7η Απριλίου 1896. Ο λόγος για την κορυφαία αναμφίβολα πολιτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα και έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς των νεότερων χρόνων, για τον άντρα που διατέλεσε εφτά φορές πρωθυπουργός και τόσο άρρηκτα συνέδεσε το όνομά του με τη θωράκιση του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο Τρικούπης σε μια από τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του καθιέρωσε την «αρχή της δεδηλωμένης», το κοινοβουλευτικό ανάχωμα δηλαδή σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών για να διασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίησή της, την οποία μέχρι τότε όριζε ο βασιλιάς κατά το δοκούν, αγνοώντας συχνά και επιδεικτικά τη λαϊκή ετυμηγορία. Ο φωτισμένος πολιτικός κυριάρχησε στη δημόσια σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, αφήνοντας αξιοζήλευτο έργο που θα μεταμόρφωνε το πρόσωπο της χώρας: ίδρυσε σχολεία και εκκλησίες στις αλύτρωτες περιοχές για να τονώσει την ελληνικότητά τους, πραγματοποίησε τεράστια σε έκταση και σπουδαιότητα δημόσια έργα πνοής, όπως η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου και η αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, βελτίωσε τις συγκοινωνίες, το οδικό αλλά και το σιδηροδρομικό δίκτυο, ενισχύοντας ταυτοχρόνως τη δημοκρατία και προωθώντας με κάθε τρόπο τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Επιπλέον, πραγματιστής καθώς ήταν, αναγνώρισε τις περιορισμένες δυνατότητες του κράτους και δεν ενθάρρυνε επαναστατικά κινήματα στις αλύτρωτες περιοχές, αν και για να τα κάνει όλα αυτά αναγκάστηκε να προβεί σε εκτεταμένο δανεισμό, φτάνοντας έτσι ως την άβυσσο της χρεοκοπίας. Η πτώχευση του 1893, κατά την περίοδο της έβδομης και τελευταίας πρωθυπουργικής του θητείας, έριξε βαριά τη σκιά της στην Ελλάδα και το «δυστυχώς κύριοι, επτωχεύσαμεν» σφράγισε τη διακυβέρνησή του, αν και η Ιστορία επιφύλαξε γι’ αυτόν μια σαφώς καλύτερη θέση ως ο πρώτος εκσυγχρονιστής πολιτικός του νέου ελληνικού κράτους. «Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος;», αναρωτιόταν ο Τρικούπης όταν δημοσίευε στις 29 Ιουνίου 1874 το πολύκροτο άρθρο του «Τις πταίει;», ένα κείμενο που απαθανάτιζε την κακοδαιμονία του κράτους και θα τον οδηγούσε πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Πριν τον καθιερώσει φυσικά στη λαϊκή συνείδηση ως ηγέτη και του χαρίσει αργότερα τη δυνατότητα να κυβερνήσει τον τόπο. Ο Τρικούπης κατέληξε στο συμπέρασμα πως «δεν πταίει το Έθνος» και ότι αλλού εδραζόταν «το κακόν», υπονοώντας την κατάπτωση των θεσμών, την έλλειψη σεβασμού στη λαϊκή εντολή αλλά και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Η συνέχεια είναι γνωστή και διδακτική και τον δικαίωσε πλήρως: ο λαός εξεγείρεται, συντρίβει το παλιό σύστημα και το άστρο του Τρικούπη ανατέλλει μεγαλοπρεπώς…
Πρώτα χρόνια
Πρώτες διπλωματικές αποστολές και βάπτισμα του πυρός στην πολιτική
Πρωθυπουργία και έργο
Το «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν»
Τελευταία χρόνια