Πλέον απέχουμε ελάχιστες μέρες από την εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαΐου. Και κάθε μέρα που περνά γίνεται πιο ορατός ο πανικός της Νέας Δημοκρατίας, η οποία προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση από το μεγάλο ζήτημα που βρίσκεται μπροστά μας: οι εκλογές θα καθορίσουν το μοντέλο και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο. Και πάνω σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν δύο ξεκάθαρες και ανταγωνιστικές στρατηγικές.
Η Νέα Δημοκρατία γνωρίζει ότι το σχέδιό της για την επόμενη μέρα δεν πείθει και δεν εμπνέει την ελληνική κοινωνία. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι ήδη έχει δώσει δείγματα γραφής: η χώρα μας είναι αυτή που πληρώνει το υψηλότερο τίμημα της πληθωριστικής κρίσης στην Ευρώπη και την ίδια στιγμή εμφανίζεται ανοχύρωτη στις προκλήσεις του μέλλοντος. Αυτό δεν αλλάζει. Τα κυβερνητικά στελέχη όμως καταφεύγουν, όπως έκαναν σε όλη αυτήν την περίοδο, σε μια εικονική πραγματικότητα φτάνοντας στο σημείο να αμφισβητήσουν την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ.
Σε αυτήν, καταγράφονται με τον πιο επίσημο και τεκμηριωμένο τρόπο όσα οι Έλληνες πολίτες βιώνουν στην καθημερινότητά τους: ο μέσος ονομαστικός μισθός το 2022 μειώθηκε κατά 7,4% και ο πληθωρισμός έφτασε το 9,6%. Αλλά για τη Νέα Δημοκρατία τίποτα δεν έχει σημασία. Βλέπουμε ότι στην πορεία προς τις εκλογές επιμένει στην αποτυχημένη μέχρι τώρα συνταγή των αποσπασματικών επιδομάτων και της υποτίμησης των πολλαπλών διαστάσεων της κρίσης. Ακόμα περισσότερο, συνεχίζουν να βλέπουν το μέλλον της χώρας μέσα από το πρίσμα της μετατροπής της σε μια φτηνή αγορά ευκαιριακών επενδύσεων όπου ο ρόλος του κράτους εξαντλείται στην χρηματοδότηση συγκεκριμένων ισχυρών συμφερόντων. Αυτά τα δύο επίπεδα -της ακρίβειας και της στρατηγικής- δεν είναι δύο χωριστά πεδία. Είναι αλληλένδετα.
Η Νέα Δημοκρατία δεν θα καταπολεμήσει την ακρίβεια. Και δεν θα το κάνει γιατί με τον τρόπο αυτό εξυπηρετεί το σχέδιό της για ένα μοντέλο ανάπτυξης με υποτίμηση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, συρρίκνωσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και συνολικής στροφής της ελληνικής οικονομίας σε μη παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτή η πολιτική στο παρελθόν μας οδήγησε στα όρια της χρεοκοπίας. Αν επικρατήσει στις 21 Μαΐου, θα μας οδηγήσει -με χειρότερους όρους- στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία δεν κινδυνολογεί. Επισημάναμε το πρόβλημα της ακρίβειας ήδη από το καλοκαίρι του 2021 και διατυπώσαμε πολύ νωρίς μια δέσμη μέτρων που θα μπορούσαν να είχαν βάλει νωρίς εμπόδια στην πληθωριστική έκρηξη. Ο πυρήνας της πρότασής μας συμπυκνώνεται στην ανάληψη ενεργητικού ρόλου από την πλευρά του κράτους και την αντιμετώπιση της ακρίβειας όχι μόνο ως ένα φλέγον κοινωνικό πρόβλημα -που προφανώς είναι- αλλά και ως παράγοντα υπονόμευσης της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Γιατί, τίποτα δεν είναι ξεκομμένο.
Η άμεση νομοθέτηση μέτρων ανακούφισης και αποκλιμάκωσης της ακρίβειας -όπως η μείωση του ΦΠΑ και του ΕΦΚ, η αύξηση των μισθών και η αποφασιστική ρύθμιση του κλάδου της ενέργειας- είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσουμε στο επόμενο αναγκαίο βήμα. Αυτό αφορά το μέλλον της χώρας μέσα από την προώθηση ενός νέου και ριζοσπαστικού παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην παραγωγή, στην καινοτομία και στην αιεφορία. Έχουμε πλέον τα εργαλεία για τον σχεδιασμό και την υλοποίησή του – με κυριότερο το Ταμείο Ανάκαμψης. Κυρίως όμως έχουμε την πολιτική βούληση για να το πράξουμε. Δεν αξίζει στη χώρα μας η «Φθηνή Ανάπτυξη» της Νέας Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει ένα θετικό υπόδειγμα στη σύγχρονη συζήτηση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που επιβάλλει κανόνες, προωθεί δημόσιες πολιτικές και περιγράφει πειστικές και βιώσιμες απαντήσεις στις σύγχρονες -οικονομικές και περιβαλλοντικές- προκλήσεις. Η ισχυρή Ελλάδα του 21ου αιώνα θα είναι η Ελλάδα της Δίκαιης Ανάπτυξης- με μισθούς και δικαιώματα, επενδυτικούς κανόνες και ευκαιρίες, στρατηγικό σχέδιο και όραμα που αντιστοιχούν σε μια σύγχρονη αναπτυγμένη οικονομία. Και αυτή η Ελλάδα θα κερδίσει στις 21 Μαΐου ανοίγοντας τον δρόμο για τη μεγάλη αλλαγή που έχουμε ανάγκη.
- Αλέξης Χαρίτσης, υποψήφιος βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία νομού Μεσσηνίας, πρώην υπουργός