Για την εθνική τραγωδία στα Τέμπη μίλησε σήμερα Δευτέρα (06/03) σε ραδιοφωνικό σταθμό, ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος. Εκφράζοντας αρχικώς τα συλλυπητήριά του στις οικογένειες των θυμάτων, ο υπουργός Επικρατείας ζήτησε «μια μεγάλη συγγνώμη από την ελληνική κοινωνία, τις οικογένειες πρωτίστως, τους τραυματίες αυτού του τραγικού δυστυχήματος».
«Σε αυτή τη φάση πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να μιλάμε ως άνθρωποι και μετά ως πολιτικοί. Εγώ, προσωπικά, μιλώ και ως πατέρας και ως αδελφός όλων των θυμάτων αυτών. Όλοι βλέπουμε στα πρόσωπά τους, τους δικούς μας ανθρώπους» είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό «Real FM» και πρόσθεσε: «Ο πρωθυπουργός είναι συντετριμμένος, όλοι μας είμαστε συντετριμμένοι». Τελικώς, «αφού κηδέψουμε τους νεκρούς μας, να προχωρήσουμε και στην αξιολόγηση των πεπραγμένων και των ευθυνών, και στην πολιτική αντιπαράθεση, όπως πρέπει να γίνει».
Αναφορικώς με την επιστολή που απέστειλε νωρίτερα ο πρωθυπουργός προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο κ. Σκέρτσος σημείωσε πως «η ελληνική κοινωνία ζητάει δύο πράγματα: το πρώτο είναι η κάθαρση. Απαιτεί δικαιοσύνη η ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί να κάθεται ήσυχος στην καρέκλα του κανείς που μπορεί να έχει το παραμικρό μερίδιο ευθύνης σε αυτή τη διαχρονική αλληλουχία λαθών που έχουν γίνει. Συνεπώς, ο πρωθυπουργός πράττει το αυτονόητο. Ζητάει ο ίδιος συγγνώμη για το μέρος της ευθύνης που αναλογεί στην κυβέρνηση, στο Υπουργείο, στον ίδιο. Και, από εκεί και πέρα, ζητάει από τη δικαιοσύνη να επιληφθεί με τη μέγιστη δυνατή υπευθυνότητα και κατεπείγουσες διαδικασίες ώστε να χυθεί άπλετο φως στην ιστορία. Δεν κάνει καμία παρέμβαση, ζητάει και εκφράζει, νομίζω, το κοινό αίσθημα».
Υπάρχει δε, «μια τεράστια ειδοποιός διαφορά στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα λάθη κατά τη διάρκεια της θητείας της αυτή η κυβέρνηση σε σύγκριση με την προηγούμενη κυβέρνηση, διαχρονικά με άλλες κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση αυτή δεν αποποιείται την ευθύνη, ούτε θεωρεί ότι είναι αλάνθαστη ή άριστη, όπως θέλει να την αποκαλεί η αντιπολίτευση. Εμείς πιστεύουμε στην αξιολόγηση, πιστεύουμε στην αριστεία, πιστεύουμε ότι μόνο έτσι προοδεύουν οι κοινωνίες». Εξ άλλου, «ο πρωθυπουργός είναι ο πρώτος πρωθυπουργός, ο οποίος, διαχρονικά, έχει αναγνωρίσει και έχει πάρει πάνω του λάθη, ως οφείλει να κάνει κάθε ηγέτης. Δηλώνει συγγνώμη, βγαίνει μπροστά, παίρνει πάνω του διαχρονικές αμαρτίες. Ζητούμε από μια κυβέρνηση 3,5 χρόνων να λύσει αμαρτίες 40 και βάλε, χρόνων. Για ένα κράτος που όλοι γνωρίζουμε πώς λειτουργεί. Γνωρίζουμε ότι είναι ο μεγάλος ασθενής».
Ενώ ταυτοχρόνως μίλησε και για τη στάση των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης: «Από μία αντιπολίτευση, η οποία θεωρεί ότι διαθέτει το ηθικό πλεονέκτημα, που την καθιστά αλάνθαστη στα πάντα και δεν έχει ζητήσει συγγνώμη για τίποτε για λάθη που έχει πράξει στο παρελθόν, δεν μπορεί να ασκείται αυτή η κριτική. Απέναντι στον πρωθυπουργό και τα μέλη της κυβέρνησης, που έχουν αναλάβει ευθύνες».
Ο υπουργός Επικρατείας είπε, όμως, και κάτι ακόμη: «Για μας, το κράτος δεν είναι ένα πρόσωπο. Το κράτος, από τον πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο, έχει ονοματεπώνυμο και ευθύνη. Και όταν συμβαίνει ένα τόσο τραγικό λάθος, η ευθύνη πρέπει να αποδίδεται και να αναγνωρίζεται». Με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι «δεν προσπαθούμε να δημιουργήσουμε έναν αποδιοπομπαίο τράγο στο (πρόσωπο του) σταθμάρχη. Αυτός ο άνθρωπος έκανε ένα τραγικό λάθος, αυτό είπαμε. Δεν αποφεύγουμε να πούμε για τις ευθύνες του Υπουργείου – έχει υπάρξει παραίτηση του υπουργού – για τις ευθύνες των διοικήσεων – έχουν παραιτηθεί επίσης -. Έχουμε θέσει σε αργία τον επιθεωρητή που τοποθέτησε το σταθμάρχη σε αυτή τη βάρδια. Έχουμε θέσει σε αργία το γιατρό που έδωσε αναρρωτική άδεια στον επιθεωρητή. Κάθε ένας που εμπλέκεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε αυτήν την αλληλουχία λαθών, έχει ευθύνη και ονοματεπώνυμο. Αυτό είναι που μας διαφοροποιεί από την αντιπολίτευση».
«Πολλοί οι κρίκοι σε ένα προβληματικό χαρτοφυλάκιο»
Σε επόμενο σημείο της συνέντευξης συμπέρανε πως «οι ευθύνες είναι συστημικές, αφορούν δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι διαχρονικά. Όλοι γνωρίζουμε ότι πριν την κρίση χρέους ακόμη, οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι είχαν πολύ σοβαρά προβλήματα, τα οποία εντάθηκαν ακόμη περισσότερο με την αποεπένδυση κατά τη διάρκεια των μνημονίων. Προσπαθήσαμε τα τελευταία 3,5 χρόνια να κάνουμε μια ανάταξη. Ο μεγάλος πόνος και το μεγάλο πένθος είναι εύλογο αυτή τη στιγμή να οδηγούν σε μια ισοπεδωτική κριτική, “τίποτε δεν γίνεται, τίποτε δεν αλλάζει”. Δεν είναι έτσι όμως. Έχουμε στα χέρια μας ένα σχέδιο, το οποίο έχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, για ένα δεκαετές σχέδιο ανάταξης των ελληνικών σιδηροδρόμων. Πολλές φορές, on the record, και ο πρώην υπουργός, ο κ. Καραμανλής, και ο πρωθυπουργός, αναγνωρίζουν προβλήματα των ελληνικών σιδηροδρόμων τα τελευταία 3,5 χρόνια. Λένε ότι εργαζόμαστε για να αλλάξουμε και τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται, ανατίθενται, παρακολουθούνται και υλοποιούνται τα έργα. Και, ταυτόχρονα να δρομολογήσουμε μεταρρυθμίσεις», οι οποίες αφορούν στο πώς λειτουργούν ο κρατικός ΟΣΕ, η ΕΡΓΟΣΕ, οι ιδιώτες πάροχοι, η ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων.
Ως εκ τούτου, συμπλήρωσε, είναι «πολλοί οι κρίκοι σε ένα προβληματικό, όντως, χαρτοφυλάκιο, που αγγίζει κάτι πολύ σημαντικό: την ασφάλεια των μεταφορών και τις ζωές των ανθρώπων. Όντως, εδώ, υπάρχουν ευθύνες και πλημμέλειες, τις οποίες πρέπει να δει κατά προτεραιότητα η δικαιοσύνη. Ο πρωθυπουργός έχει ζητήσει κάποια πράγματα: να έχουμε σύντομα ένα πόρισμα από μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Και επαναλαμβάνω – γιατί αυτό είναι άλλο ένα fake news – δεν θα ασχοληθεί με την απόδοση ποινικών ευθυνών. Αυτό είναι δουλειά της δικαιοσύνης. Έχουμε ζητήσει τη βοήθεια ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, που γνωρίζουν καλά τη λειτουργία των σιδηροδρόμων, εδώ και στο εξωτερικό, να εισηγηθούν στην κυβέρνηση πώς μπορούν να λειτουργούν καλύτερα οι σιδηρόδρομοι».
«Εδώ υπάρχουν διαχρονικές ευθύνες και παραλείψεις»
Αναφερόμενος, μάλιστα, στην ανάρτηση που έκανε ο πρωθυπουργός την Κυριακή, επανέλαβε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «ζήτησε από όλα τα κόμματα να δεσμευθούν – τουλάχιστον η Νέα Δημοκρατία δεσμεύεται – ότι στην επόμενη Βουλή θα συσταθεί εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή, που θα εξετάσει τις διαχρονικές ευθύνες για την πορεία και τη λειτουργία των σιδηροδρόμων. Εδώ υπάρχουν διαχρονικές ευθύνες και παραλείψεις, συστημικές ευθύνες, ατομικές ευθύνες».
Ερωτηθείς για την αναβληθείσα επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στο κέντρο τηλεδιοίκησης στη βόρεια Ελλάδα, υπογράμμισε πως «υπάρχει μια ισοπέδωση ότι δεν έχει γίνει κάτι τα τελευταία 3,5 χρόνια. Έχουν γίνει πράγματα και ένα από αυτά είναι το σύστημα τηλεδιοίκησης, το οποίο δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί και δεν παραδόθηκε στο σημείο από τη Λάρισα μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Έχει παραδοθεί από το Πλατύ της Ημαθίας μέχρι τον Προμαχώνα. Αυτό το σύγχρονο κέντρο τηλεδιοίκησης θα επισκεπτόταν ο πρωθυπουργός την Τρίτη», εξήγησε και συμπλήρωσε: «Μιλάμε για μια σύμβαση που αφορά στα συστήματα τηλεδιοίκησης και τηλεσήμανσης, η οποία ξεκίνησε από το 2008 και δεν έγινε τίποτε ως το 2014. Υπήρξε, όντως, μια ανάθεση το 2014 με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2016, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το έργο αυτό δεν παραδόθηκε, αντιθέτως δόθηκαν έξι διαδοχικές παρατάσεις και επεκτάσεις της σύμβασης επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Για τις οποίες πρέπει να μας εξηγήσει ο κ. Σπίρτζης γιατί τις έδωσε, γιατί δεν έλεγξε τις εταιρείες, οι οποίες όφειλαν να είχαν παραδώσει το έργο, γιατί δεν άσκησε το Υπουργείο Υποδομών τότε το ρόλο του ως προς την παράδοση του έργου. Το έργο αντιθέτως, το 2017, πάγωσε γιατί υπήρξαν διάφορες ενστάσεις», με εμπλοκή ελεγκτικών οργάνων αλλά και της Αρχής Διαφάνειας. «Το έργο καταφέραμε να το ξεκολλήσουμε το 2021. Μέχρι το 2017 επί της ουσίας είχε παραδοθεί μόλις το 17-18% του έργου. Από το 2021 και μέσα σε 1,5 χρόνο έχουμε καταφέρει να ολοκληρώσουμε το 52% του έργου. Άρα, αυτή τη στιγμή το έργο είναι ολοκληρωμένο κατά 70% και υπάρχει δέσμευση από τις εταιρείες πως το έργο θα παραδοθεί εντός του 2023».
«Διαχρονικές αντιδικίες»
Αναγνωρίζοντας, παραλλήλως, τις «διαχρονικές αντιδικίες σε σχέση με τις προδιαγραφές των συστημάτων», τόνισε πως αυτό είναι ένα ζήτημα που «πρέπει να εξετάσουν το Υπουργείο και η δικαιοσύνη. Δηλαδή το πώς έχει παραδοθεί το σύστημα όπως έχει παραδοθεί, πώς λειτουργεί και πώς θα τρέξουμε ώστε να παραδοθεί ολόκληρο και να χρησιμοποιηθεί μέχρι το τέλος του χρόνου».
Σε σχέση με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, έκανε γνωστό ότι ο έτερος υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης έχει αναλάβει «να φέρει πρόταση στον πρωθυπουργό σε σχέση με την εγγύηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών. Πώς θα υπάρξει ανάταξη της εμπιστοσύνης τόσο στη λειτουργία των οργανισμών και φορέων που επιτελούν το σιδηροδρομικό έργο, αλλά και μεταξύ των επιβατών. Αυτό θα γίνει τόσο με παρεμβάσεις στη διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού όσο και στα εσωτερικά συστήματα ελέγχου και ασφαλείας». Σχετικές ανακοινώσεις θα γίνουν τις επόμενες ημέρες.
«Η οργή όταν είναι τυφλή δεν οδηγεί πουθενά»
Για τα αισθήματα των πολιτών και το πολιτικό κλίμα, ο ‘Α. Σκέρτσος σημείωσε πως «και η θλίψη και ο θυμός είναι απολύτως δικαιολογημένοι. Όλους μας αγγίζει, όλοι παλεύουμε με αυτά τα συναισθήματα. Δεν πάνε πολλά χρόνια που έχουμε ξαναζήσει την αντισυστημική οργή, και το 2008 με τον Γρηγορόπουλο, και το 2012 και το 2015 -και είδαμε πού οδήγησε αυτή η αντισυστημική οργή. Ποτέ δεν δίνει απαντήσεις στα προβλήματα, απαντήσεις εντός της δημοκρατικής πολιτείας δίνουν μόνο οι δυνάμεις που αναγνωρίζουν τα λάθη τους και δεσμεύονται ότι θα τα διορθώσουν. Κανείς άλλος. Ας κρατήσουμε μια απόσταση από όλους όσοι πηγαίνουν αυτή τη στιγμή να εργαλειοποιήσουν την εύλογη οργή του καθενός μας. Η οργή αυτή, όταν είναι τυφλή, δεν οδηγεί πουθενά», υπογράμμισε και ζήτησε «τον πόνο, τη θλίψη και την οργή να την μεταβολίσουμε σε θετική ενέργεια για αλλαγή. Να εμπιστευθούμε τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που δηλώνουν ότι αυτό που συνέβη, δεν είναι η Ελλάδα που θέλουμε. Δεν μας εκφράζει αυτή η Ελλάδα, υπάρχουν πολλές άλλες “Ελλάδες”, οι οποίες μας κάνουν περήφανους. Πρέπει να εργασθούμε όλοι και να παλέψουμε αυτές τις πτυχές ενός κράτους που μας πληγώνει και δημιουργεί τέτοιες τραγωδίες».
Ερωτηθείς, τέλος, για το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, απάντησε: «Μέχρι να θάψουμε τους νεκρούς μας, η εκλογολογία δεν μπορεί να τίθεται στο τραπέζι». Είναι, άλλωστε, «αποφάσεις του πρωθυπουργού, οι οποίες θα ανακοινωθούν από τον ίδιο», κατέληξε.