«Οι εποχές που συνεδρίαζε το Eurogroup και η Ελλάδα ήταν πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη με τους πολίτες να αισθάνονται τα μαύρα πρόβατα της Ευρώπης, πέρασαν ανεπιστρεπτί». Με αυτή τη φράση κυβερνητικό στέλεχος περιέγραψε με απλά λόγια αλλά γλαφυρά τι σημαίνει για τη χώρα μας η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία. «Με ακόμα πιο απλά λόγια», συνέχισε ο ίδιος, «ξεμπερδέψαμε από τα μνημόνια».
Χθες το Eurogroup άναψε το πράσινο φως για την έξοδο της Ελλάδας από καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας κι έτσι, το Σάββατο 20 Αυγούστου 2022 από τη μια θα δύει σιγά σιγά το ελληνικό καλοκαίρι και από την άλλη θα σηματοδοτείται η άνοιξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς είναι η ημερομηνία που λήγει και τυπικά το συγκεκριμένο καθεστώς.
Οι ημερομηνίες – σταθμοί για την ελληνική οικονομία
Είναι η πρώτη φορά από το 2010 που εν μέσω μιας νοσηρής οικονομικής συγκυρίας η Ελλάδα επιστρέφει σε συνθήκες ομαλότητας.
Κομβικές ημερομηνίες είναι αυτή του Σεπτεμβρίου 2019 όταν καταργήθηκαν πλήρως τα capital controls και ακολούθησε τον Απρίλιο του 2022 η πλήρης αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ.
Από εδώ και πέρα, η ελληνική οικονομία θα περάσει σε μεταπρογραμματική παρακολούθηση όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία. Η αξιολόγηση δεν θα σταματήσει αλλά πλέον θα γίνεται ανά εξάμηνο, αντί ανά τρίμηνο που ίσχυε σήμερα.
Σημαντικός χρονικός σταθμός είναι και ο Νοέμβριος. Τότε, θα εκδοθεί από την Κομισιόν το πρώτο πόρισμα σε καθεστώς μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, το οποίο αφορά την υλοποίηση 22 εκκρεμοτήτων που παραμένουν και συνδέεται με την εκταμίευση της τελευταίας δόση των 748 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων.
Επόμενος μεγάλος στόχος, ο οποίος λογικά θα επιτευχθεί πριν τις εκλογές δηλαδή μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023 είναι η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας. Και αυτό σημαίνει πολλά.
Τι είναι όμως η επενδυτική βαθμίδα; Στην πραγματικότητα, ο όρος επενδυτική βαθμίδα δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα όρο αποσαφήνισης και αφορά στα ομόλογα των κρατών τα οποία έχουν αξιολογηθεί από τους διεθνείς οίκους ως ομόλογα με επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, για τα οποία ο κίνδυνος αθέτησης δεν είναι υψηλός. Όσο χαμηλότερα βρίσκεται ένα κράτος στις βαθμίδες αξιολόγησης, τόσο μεγαλύτερος θεωρείται ότι είναι ο κίνδυνος αθέτησης του χρέους, με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού να αυξάνεται, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό και «φέρνοντας πίσω» το κράτος όσον αφορά στις δυνατότητες και την ευελιξία του.
Οι προκλήσεις βέβαια είναι πολλές και η παγκόσμια οικονομία δέχεται συνεχείς κλυδωνισμούς. Την πανδημία που σημάδεψε και την οικονομία, ακολούθησε μια ενεργειακή κρίση χωρίς προηγούμενο η οποία παραμένει στο απόγειό της.
«Αν οι εξελίξεις αυτές για την ελληνική οικονομία γίνονταν σε ένα σχετικά υγιές διεθνές περιβάλλον, τότε τα οφέλη θα ήταν υπερπολαπλάσσια», τόνιζαν στο Newsbeast κυβερνητικές πηγές.
Οι ίδιοι υπογραμμίζουν ότι ξέρουν πως στο περιβάλλον πληθωρισμού που είχαμε να ζήσουμε εδώ και 40 χρόνια αναγκαστικά οι τράπεζες θα αυξήσουν τα επιτόκιά τους προκειμένου να τον ανασχέσουν γεγονός που σημαίνει ότι θα κληθούμε να δανειζόμαστε με υψηλότερο κόστος.
Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν ότι ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και δύσκολος αλλά επισημαίνουν διαρκώς πως βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι ό,τι πετυχαίνει η οικονομική πολιτική ναι μετατρέπεται σε κοινωνικό μέρισμα για τους πολίτες. Σημειώνουν και κάτι άλλο: «Η συζήτηση για το πού θέλει η Ελλάδα να βρίσκεται το 2025, το 2030, η εφαρμογή μακροχρόνιων πολιτικών των οποίων το θετικό αντίκρισμα δεν αποτυπώνεται αμέσως από τη μια στιγμή στην άλλη, είναι μια συζήτηση που μόλις ξεκίνησε».