Για το «Ευρωπαϊκό Αφγανιστάν της Ρωσίας» κάνει λόγο ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Δημήτρης Παπαδημούλης, με άρθρο του σήμερα στην εφημερίδα «Τα Νέα». Κρίνοντας ότι «η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει στην επιβολή σειράς οικονομικών κυρώσεων κατά του καθεστώτος Πούτιν ήταν επιβεβλημένη», ο Έλληνας ευρωβουλευτής διατυπώνει την γνώμη ότι «την ίδια στιγμή, επιβάλλεται η συνέχιση όλων των διπλωματικών προσπαθειών», μέχρις ότου επιτευχθεί πλήρης και οριστική κατάπαυση του πυρός».
«Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εγκληματική εισβολή στην Ουκρανία» τονίζει. Ωστόσο όπως υπογραμμίζει «η επόμενη μέρα δεν πρέπει και δεν συμφέρει, πρωτίστως τους Ευρωπαίους, να είναι ψυχροπολεμική». Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό «οφείλουν να το συνειδητοποιήσουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη» και κρίνει άκρως «αναγκαίο να ετοιμαστούν άμεσα και συντονισμένα στο επίπεδο της Ε.Ε., σχέδια για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του πολέμου στον πληθωρισμό, την ανάπτυξη, την ενέργεια και την άμυνα, με ιδιαίτερη έγνοια στην στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων».
Το πλήρες άρθρο έχει ως εξής:
«Η εισβολή του καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία συνεχίζεται. Μαζί και ο όλεθρος των πολεμικών συγκρούσεων, το δράμα των ανθρώπινων απωλειών, των βομβαρδισμένων πόλεων, των εκατομμυρίων προσφύγων. Δυστυχώς, η Ευρώπη βιώνει και πάλι μια πολεμική σύρραξη. Οι προσπάθειές μας οφείλουν να παραμείνουν επικεντρωμένες στη ταχύτερη δυνατή λήξη του πολέμου, όσο και στην αντιμετώπιση της αναδυόμενης πολύπλευρης κρίσης.
Ο Πούτιν ηγείται μια ακραίας καπιταλιστικής χώρας, κυβερνά με μεγάλη διαφθορά, ακραιφνή αυταρχισμό και ωμή βία. Ανήκει πολιτικά στην άκρα δεξιά και στην ΕΕ έχει οικονομική και πολιτική συνεργασία με τη Λεπέν, τον Σαλβίνι και τον Όρμπαν. Ωστόσο, όσο περνούν οι μέρες παγιδεύεται ολοένα και περισσότερο. Ο χρόνος δουλεύει εις βάρος του. Αν δεν απεμπλακεί γρήγορα με ένα συμβιβασμό, κινδυνεύει να παγιδευτεί στο δικό του «ευρωπαϊκό Αφγανιστάν».
Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εγκληματική εισβολή στην Ουκρανία. Γι’ αυτό και την καταγγείλαμε απερίφραστα με το κοινό μας ψήφισμα που υπερψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία – 637 υπέρ, 13 κατά, 26 αποχές- στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την 1η Μαρτίου.
Η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει στην επιβολή σειράς οικονομικών κυρώσεων κατά του καθεστώτος Πούτιν ήταν επιβεβλημένη. Την ίδια στιγμή, επιβάλλεται η συνέχιση όλων των διπλωματικών προσπαθειών. Να παραμείνουν ανοιχτοί όλοι οι δίαυλοι επικοινωνίας για διαπραγματεύσεις μέχρις ότου επιτευχθεί πλήρης και οριστική κατάπαυση του πυρός.
Πέρα, όμως, από τη λειτουργία τους ως μοχλού πίεσης κατά του καθεστώτος Πούτιν, οι κυρώσεις αποτελούν ‘’δίκοπο μαχαίρι’’. Γιατί, εν μέσω ενεργειακής κρίσης και κατακόρυφης αύξησης του πληθωρισμού στην ΕΕ, τα οικονομικά μέτρα που πάρθηκαν σε βάρος του Πούτιν, πλήττουν και την Ευρωπαϊκή οικονομία και ιδιαίτερα τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη και τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Γι’ αυτό και η κοινωνική παράμετρος στα μέτρα τόσο της ΕΕ όσο και των κρατών μελών, θα πρέπει να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα, στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει η ΕΕ την πίεση αυτών των συνεπειών, είναι αναγκαίο να ετοιμαστούν άμεσα και συντονισμένα στο επίπεδο της ΕΕ, σχέδια για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του πολέμου στον πληθωρισμό, την ανάπτυξη, την ενέργεια και την άμυνα, με ιδιαίτερη έγνοια στην στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Οι καιροί επιβάλλουν τολμηρές πρωτοβουλίες. Για μια πιο ισχυρή γεωπολιτικά και πιο ενωμένη πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά Ένωση. Μόνον έτσι μπορεί η ΕΕ να εξασφαλίσει ισχυρότερο ρόλο στον σημερινό πολυπολικό κόσμο. Τα παραπάνω απαιτούν επιτάχυνση και μεγαλύτερη τόλμη προς αυτή την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η επόμενη μέρα δεν πρέπει και δεν συμφέρει, πρωτίστως τους Ευρωπαίους, να είναι ψυχροπολεμική. Αυτό οφείλουν να συνειδητοποιήσουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ώστε να δουλέψουμε για την ταχύτερη δυνατή επάνοδο στον ειρηνικό και ασφαλή δρόμο της διπλωματίας, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε με ειρήνη, τις παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής κρίσης και των εντεινόμενων κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων».