Με σταθερή τη θέση της Ελλάδας για ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκία – ειδικά τώρα που η ρωσοουκρανική κρίση φέρνει στο προσκήνιο τον αναθεωρητισμό και τις οδυνηρές συνέπειές του- θεωρείται πιθανή η επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ταγίπ Ερντογάν την προσεχή Κυριακή 13 Μαρτίου. Και μπορεί η Άγκυρα να υποστηρίζει ότι έχει «κλειδώσει» μέσω του εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος AKP, Ομέρ Τσελίκ κάνοντας λόγο μάλιστα για γεύμα που θα παραθέσει ο Τούρκος Πρόεδρος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ωστόσο η Αθήνα δεν το έχει επιβεβαιώσει ακόμη, παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επισκεφτεί τον πατριαρχικό ναό του Φαναρίου, όπου αναμένεται να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία για την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Τι επιδιώκει η Αθήνα

Δεδομένου ότι Αθήνα και Τουρκία συγκροτούν τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ οι δύο ηγέτες αναμένεται να συζητήσουν για τη ρωσική εισβολή και μπορεί η «οπτική» να μην είναι η ίδια, ωστόσο η ελληνική πλευρά υπογραμμίζει ότι η ρητορική του αναθεωρητισμού είναι εκτός διεθνούς κλίματος και συνεπώς το γεγονός αυτό αποτελεί ένα δυνατό διαπραγματευτικό «χαρτί» για την ελληνική διπλωματία.

«Δεν περιμένω ότι από μία τέτοια συνάντηση θα λυθούν όλα τα θέματα και όλες οι μεγάλες διαφορές που έχουμε, προεξάρχοντος του ζητήματος της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. Είναι ένα ζήτημα το οποίο μας ταλανίζει δεκαετίες» δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός συμπληρώνοντας ότι θα μπορούσε ωστόσο να αποτελέσει το έναυσμα για να κατέβουν οι υψηλοί τόνοι, να μπει ένα τέλος «στις αδιανόητες συζητήσεις περί αποστρατικοποίησης των νησιών και περί κυριαρχίας των νησιών που συνδέεται με την αποστρατικοποίηση». Και μπορεί η τουρκική πλευρά δια στόματος του Ομέρ Τσελίκ να προϊδεάζει για «μεγάλο φάκελο της Ελλάδας» που ξεκινά από τις έρευνες φυσικού αερίου μέχρι το θέμα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ωστόσο ο άξονας που θα θέσει η Ελλάδα είναι πολύ συγκεκριμένος και ανελαστικός. «Ο αναθεωρητισμός, η προβολή αυτοκρατορικών φιλοδοξιών δεν είναι σήμερα μία εξαιρετικά δημοφιλής πολιτική. Και η ταύτιση οποιουδήποτε με τις πρακτικές του Προέδρου Πούτιν τον κατατάσσει σε μια συνομοταξία ηγετών που δεν τον καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλή» επαναλαμβάνει ο πρωθυπουργός. Συνεπώς μπορεί οι προσδοκίες μιας τέτοιας συνάντησης να μην είναι υψηλές, ωστόσο στόχος είναι να ξεκινήσει ένας διάλογος ο οποίος θα τεθεί σε νέα βάση, λειτουργώντας ως παρακαταθήκη για το μέλλον.

«Μουδιασμένη» η Άγκυρα

Ερντογάν

Τις πρώτες ημέρες της εισβολής της Ρωσίας, το βλέμμα όλων στην Αθήνα στράφηκε στην άλλη όχθη του Αιγαίου και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εκτιμούσαν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ικανός μέσα στην αναστάτωση που επικρατούσε να ακολουθήσει τα βήματα του Ρώσου ομολόγου του. Αυτό όμως άλλαξε ή φάνηκε να αλλάζει όταν η Δύση αντέδρασε σκληρά και ακαριαία απέναντι στην Μόσχα. Οι εκτιμήσεις άλλαξαν άρδην και πλέον είναι πολλοί εκείνοι που λένε ότι βλέποντας την «απομόνωση» του Βλαντιμίρ Πούτιν ο Ερντογάν θα σκεφτεί δυο φορές πριν αποφασίσει να κινηθεί εχθρικά με οποιονδήποτε τρόπο απέναντι στην Αθήνα. Η Άγκυρα «μούδιασε» και γνωρίζοντας καλά τι θα ακολουθήσει δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να μπει στην γωνία και να πάψει να είναι εκ των προνομιακών συνομιλητών της Δύσης. Ο μεγαλοιδεατισμος του Ερντογάν και της αυλής του μπήκαν στην άκρη και για έναν ακόμα λόγο. Η Τουρκία είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ το οποίο στον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας δεν μάσησε τα λόγια του. Στο Λευκό Παλάτι ξέρουν πολύ καλά ότι αν μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ στραφεί εναντίον μιας άλλης, τότε ο μόνος χαμένος θα είναι ο επιτιθέμενος.