Οι τοποθετήσεις των εισηγητών της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας σχετικά με όσα προέκυψαν από την Εξεταστική των Πραγμάτων Επιτροπή «για τη διερεύνηση της επιχείρησης πολιτικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ευτελισμό των θεσμών και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος» έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες διαπιστώσεις. Η εξεταστική συστάθηκε με πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και στηρίχθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η εισηγήτρια της ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα-Παλιούρα, υποστηρίζοντας το πόρισμα της πλειοψηφίας, ανέφερε ότι από το έργο της Εξεταστικής Επιτροπής «απεδείχθη, πέραν πάσης αμφιβολίας, η μη ύπαρξη τόσο ποινικών όσο και πολιτικών ευθυνών πολιτικών προσώπων» και κατέπεσαν «παταγωδώς, ως χάρτινος πύργος, όλοι οι ψευδείς ισχυρισμοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποδεικνύοντας με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι μοναδικός της στόχος δεν ήταν άλλος από την πολιτική στοχοποίηση, σπίλωση και δίωξη των πολιτικών της αντιπάλων, προκειμένου να επανακάμψει δημοσκοπικά και πολιτικά». «Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα υφαίνεται σκάνδαλα, εμείς θα τα ξηλώνουμε…. Όσο εσείς θα στοχεύετε στη σπίλωση και τη στοχοποίηση των πολιτικών σας αντιπάλων, εμείς θα σας αποδομούμε με μοναδικό ουραγό την πίστη μας στους θεσμούς και στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Όσο εσείς θα ποντάρετε στο ψέμα, την πόλωση και τον διχασμό, εμείς θα επενδύουμε στην αλήθεια, στη σύμπνοια και στην ενότητα αυτού του πολύπαθου λαού», πρόσθεσε.
Η κ. Παπακώστα σημείωσε πως «η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, παραμένουν πιστοί στην αρχή της διαφάνειας, της νομιμότητας και της μη ύπαρξης σκιών στην υλοποίηση του κυβερνητικού έργου, για αυτό και στήριξε από την πρώτη στιγμή την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής. Άλλωστε, η Νέα Δημοκρατία αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανη για το γεγονός ότι η δυνατότητα να συστήνονται εξεταστικές επιτροπές από την κοινοβουλευτική μειοψηφία και όχι μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποτελεί κατάκτηση αυτής της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης».
«Προσήλθαμε στην Επιτροπή για την απόδειξη της αλήθειας, χωρίς αποκλεισμούς, αστερίσκους και υπεκφυγές, απορρίπτοντας συνειδητά και εξαρχής κάθε ίχνος κατάχρησης και παραβίασης της νόμιμης διαδικασίας, πολιτικής και κομματικής εκμετάλλευσής της και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας», συμπλήρωσε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η κ. Παπακώστα εξήγησε πως η διαφωνία για τη συγκρότηση διακομματικού προεδρείου ήταν «θεσμικώς και νομικώς ορθή προσέγγιση του θέματος, δεν επέτρεπε οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτήν. Όσον αφορά, δε, το αίτημα της αντιπολίτευσης περί κλήτευσης πολιτικών προσώπων, αυτό δεν μπορούσε παρά να τύχει της απόλυτης απόρριψης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πρωτίστως, διότι σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπε, υπό το πρόσχημα της εξέτασης μαρτύρων, να οδηγούνταν οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής σε μία ατέρμονη διαδικασία ύφανσης πολιτικών σκοπιμοτήτων, ψευδεπίγραφων εντυπώσεων και ευτελισμού των εργασιών, μόνο και μόνο επειδή στόχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης φέρεται να ήταν η ύφανση μίας πολιτικοποιημένης κατεξοχήν συζήτησης, ήτοι η δημιουργία μίας πολιτικής δίκης και όχι η ουσιαστική ανεύρεση της αλήθειας».
Απευθυνόμενη προς τον ΣΥΡΙΖΑ τόνισε: «Δεν διστάσατε στιγμή να προχωρήσετε σε μία απίστευτη διαστρέβλωση των γεγονότων, των μαρτυρικών καταθέσεων, ακόμη και αυτών των ίδιων των αναφερθέντων εγγράφων. Αμφισβητήσατε ακόμα και τον ίδιο τον θεσμό της Δικαιοσύνης, τις Ανεξάρτητες Αρχές». «Δυστυχώς, όμως, για εσάς, οι μάρτυρες μίλησαν και τα έγγραφα απέδειξαν ότι η πραγματοποίηση της ενημερωτικής εκστρατείας “Μένουμε Σπίτι-Μένουμε Ασφαλείς” ήταν απολύτως αναγκαία, νόμιμη και διαφανής. Απέδειξαν ότι προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της έγκαιρης και αποτελεσματικής ενημέρωσης των πολιτών, η επιλογή της απευθείας ανάθεσης για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, η επιλογή της Initiative Media και η επιλογή του συγκεκριμένου οικονομικού αντιτίμου των συμβάσεων ήταν απολύτως ενδεδειγμένες. Απέδειξαν, ότι η επιλογή των μέσων ενημέρωσης και η κατανομή της διαφημιστικής δαπάνης έγινε αποκλειστικά από εξειδικευμένο προσωπικό της Initiative Media, τόσο με ποσοτικά όσο και ποιοτικά κριτήρια και πως καθ’ όλη τη διάρκεια της διαφημιστικής καμπάνιας δεν υπήρξε καμία απολύτως πολιτική παρέμβαση για προσθήκη ή απόρριψη μέσων ενημέρωσης από την αναθέτουσα Αρχή και συνεπώς κανένα απολύτως ενδεχόμενο πολιτικής χειραγώγησης οποιουδήποτε Μέσου Μαζικής Ενημέρωσης. Όσον αφορά, δε, την υπόθεση της ENTERPRISE GREECE, αυτή δεν μπορεί να αντέξει στη βάσανο της λογικής το επιχείρημα πως σε έναν διεθνή ανοιχτό ηλεκτρονικό διαγωνισμό φέρει την ευθύνη η κυβέρνηση γιατί έλαβε μέρος μόνο μία εταιρεία. Σχετικά με τη δημοσκοπική εταιρεία Opinion Poll, πως αυτοβούλως ζήτησε να ελεγχθεί για τη συγκεκριμένη αμφισβητούμενη δημοσκόπηση ελέγχθηκε και όλα βρέθηκαν καλώς», επεσήμανε η κ. Παπακώστα.
«Ακρωτηριασμένη Εξεταστική Επιτροπή με fast track διαδικασίες»
Αντιθέτως, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Μάριος Κάτσης, κατήγγειλε «μία ακρωτηριασμένη Εξεταστική Επιτροπή με fast track διαδικασίες, που δεν έπαιξαν τα ΜΜΕ». Όπως υπογράμμισε, «η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δικαιώθηκε απολύτως και απέδειξε ότι το ερευνώμενο διαρκές σκάνδαλο της χειραγώγησης της κοινής γνώμης με δημόσιο χρήμα πράγματι συνετελέσθη». Καταλόγισε στην κυβέρνηση «πολιτικές ευθύνες, καθώς εκμεταλλεύτηκε την πανδημία ως ευκαιρία», σημειώνοντας πως «είναι απαράγραπτες οι πράξεις της και θα σας τις αποδώσει ο ελληνικός λαός στις εκλογές». Επίσης, ζήτησε «το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ και όλα τα στοιχεία που έχουν προκύψει να διαβιβαστούν στις αρμόδιες δικαστικές Αρχές, προκειμένου εκείνες να ερευνήσουν περαιτέρω, με πλήρη τρόπο και σε πλήρη έκταση, όλα τα στοιχεία που έχουν ήδη αναδειχθεί και θεμελιώνουν την ύπαρξη ποινικών ευθυνών».
Ο κ. Κάτσης υποστήριξε πως «δεν έχει ξαναϋπάρξει κυβέρνηση με τόσο προκλητική στήριξη από την πλειοψηφία των ΜΜΕ και ο καταιγισμός των δημοσκοπήσεων γίνεται με χρονισμό και ατζέντα που συνάδουν πλήρως στο κυβερνητικό αφήγημα». «Ενδείξεις ότι η κυβέρνηση, με καύσιμο το δημόσιο χρήμα, επιχείρησε να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη βλάπτοντας τη δημοκρατία. Μοίρασε 20 εκατ. ευρώ με την επονομαζόμενη λίστα Πέτσα, εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, με απευθείας αναθέσεις σε εταιρείες όπου οι ιδιοκτήτες τους είχαν και εταιρείες δημοσκοπήσεων. Όπως συνέβη με την Opinion Poll. H Enterprise Greece πλήρωνε με απευθείας ανάθεση 1 εκατ. ευρώ την εξαγορά καταχωρήσεων υπέρ της κυβέρνησης σε media του εξωτερικού».
Σχετικά με τις εργασίες της Εξεταστικής, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για ένα «οργανωμένο σχέδιο του Μαξίμου, που εκτέλεσαν οι βουλευτές της ΝΔ, ευτελίζοντας το Σύνταγμα και τους θεσμούς. Δεν συναίνεσαν στη συγκρότηση διακομματικού προεδρείου. Αποκλείστηκαν όλοι οι μάρτυρες που αιτήθηκε η αντιπολίτευση και κάλεσε μόνο αυτούς που ήθελε η ΝΔ. Προστάτευσαν τους κ.κ. Πέτσα, Δημητριάδη, Πιερρακάκη και Κικίλια, που ζήτησε η αντιπολίτευση να έρθουν να καταθέσουν κι όλους τους υπόλοιπους απαραίτητους μάρτυρες για τις ερευνώμενες περιπτώσεις και τους αντικαταστήσανε με μάρτυρες που σε κάθε δύσκολη στιγμή απαντούσαν “δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω”».
Επίσης, καταλόγισε στην κυβέρνηση ότι «απέκρυψε συνειδητά κρίσιμης σημασίας έγγραφα που έπρεπε να τεθούν υπόψιν της Επιτροπής, τα οποία κατ’ επανάληψη ζητήθηκαν». Μεταξύ άλλων, ανέφερε πως καταστρατηγήθηκε η νομοθετημένη υποχρέωση της απόδοσης του 30% της κρατικής διαφημιστικής δαπάνης στα τοπικά και περιφερειακά μέσα, σύμφωνα με τον ν. 4487/2017 του ΣΥΡΙΖΑ. Η διανομή της καμπάνιας έγινε χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, δεν ταυτοποιήθηκαν τα ποσά. Σχετικά με τη δημοσκοπική εταιρεία Opinion Poll, σημείωσε πως ο ιδιοκτήτης της έπαιρνε χρήματα από την κυβέρνηση με απευθείας αναθέσεις μέσω δεύτερης εταιρείας, με περίεργες πρακτικές και ενάντια στις αρχές λειτουργίας της αγοράς». «Έτσι λειτουργεί το επιτελικό κράτος Μητσοτάκη. Ο υπουργός αποφασίζει αναθέσεις και οι φορείς του τις επικυρώνουν σε εταιρείες δημοσιοποίησης πολιτικής έρευνας», τόνισε.
Όσον αφορά την υπόθεση της «Enterprise Greece», ο κ. Κάτσης μίλησε « για μια σκανδαλώδη ανάθεση που έγινε εκτός των αρμοδιοτήτων της […] Μια ανάθεση για προσωπικές δημόσιες σχέσεις του πρωθυπουργού και των μελών της κυβέρνησης και όχι για τη χώρα και τις ελληνικές επιχειρήσεις, διασπασθώντας το δημόσιο χρήμα».