Απάντηση σε ερώτηση που είχε καταθέσει ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Δημήτρης Παπαδημούλης, αναφορικά με την ενίσχυση της ρευστότητας και τα 37 δις. ευρώ που παραμένουν στην Τράπεζα της Ελλάδας, έδωσε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
Αναφερόμενος στην «πρωτοφανή ρευστότητα» που έχουν λάβει τα τελευταία δύο χρόνια οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας, ο επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία στην ερώτησή του ζητούσε να διασφαλιστεί η αξιοποίηση των 37 δισ. ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να ενισχυθεί η ρευστότητα που παρέχεται στις ελληνικές τράπεζες υπέρ της πραγματικής οικονομίας, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των πολιτών.
Τι απαντά η Λαγκάρντ
Στην απάντησή της η κ. Λαγκάρντ επιβεβαιώνει ότι παρά τη σημαντική χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα, τα 37 δισ. ευρώ παραμένουν «ανεκμετάλλευτα» και κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, επισημαίνει τον εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο που έχει στην πραγματική οικονομία, και ιδιαίτερα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η μη διοχέτευση ρευστότητας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Ειδικότερα, η απάντηση της κ. Λαγκάρντ έχει ως εξής: «Ενισχύοντας τον διευκολυντικό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής, τα μέτρα που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχουν συμβάλει καίρια στη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης σε όλους τους τομείς και τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο καθώς εστιάζουν ιδιαιτέρως στην προώθηση των χορηγήσεων για παραγωγικές δραστηριότητες. Οι ΣΠΠΜΑ είναι στοχευμένες πράξεις, καθώς το ποσό που οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν συνδέεται με τα δάνεια που οι ίδιες χορηγούν προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) και νοικοκυριά, και το επιτόκιο που εφαρμόζεται συνδέεται με τις δανειοδοτικές συνήθειες των συμμετεχουσών τραπεζών. Οι τράπεζες που χορηγούν περισσότερα δάνεια προς την πραγματική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων ΜΧΕ και νοικοκυριών2, ωφελούνται από πιο ελκυστικά επιτόκια όσον αφορά τα δάνεια που λαμβάνουν στο πλαίσιο της τρίτης σειράς ΣΠΠΜΑ. Οι ΜΧΕ που έχουν εκτεθεί περισσότερο στην αναταραχή λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού έχουν και μεγαλύτερη ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης και επομένως ωφελούνται ιδιαιτέρως από αυτά τα μέτρα που δίνουν στις τράπεζες τη δυνατότητα να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση πιστώσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, σε σύγκριση με τον Μάιο του 2014, το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις είχε μειωθεί κατά 288 μονάδες βάσης (και κατά 284 μονάδες βάσης στην περίπτωση δανείων έως 1 εκατ. ευρώ) τον Οκτώβριο του 2021. Εντούτοις, τον ίδιο μήνα, τα επιτόκια τραπεζικών χορηγήσεων για τις επιχειρήσεις εξακολουθούσαν να είναι υψηλότερα από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ κατά 165 μονάδες βάσης. Τα υψηλότερα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων στην Ελλάδα αντανακλούν το γεγονός ότι τα επιτόκια είναι γενικά υψηλότερα στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, όπως υποδεικνύει η διαφορά των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων του Δημοσίου στην Ελλάδα σε σχέση με τα αντίστοιχα ομόλογα στη Γερμανία και τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, που ήταν 1,6 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως τον Ιανουάριο του 2022. Όλα τα μέτρα της ΕΚΤ έχουν ως αποτέλεσμα ότι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σύγκριση με την περίοδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, και η τάση τους έχει σταθεροποιηθεί από το 2019 και μετά, όπως έχει συμβεί και στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Αυτή η εικόνα αντανακλάται επίσης στα αποτελέσματα της έρευνας για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση στη ζώνη του ευρώ που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο του 2021. Ενώ τα αποτελέσματα φανερώνουν έντονη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στην Ελλάδα κατά την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2021, δείχνουν επίσης ότι οι ΜΜΕ βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγαλύτερους περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση από ό,τι οι ΜΜΕ στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Τα αίτια αυτών των περιορισμών, όπως αναφέρουν οι ΜΜΕ στην έρευνα, περιλαμβάνουν τα μεγαλύτερα χρηματοδοτικά κενά λόγω του ότι η ζήτηση δανείων υπερβαίνει τη διαθεσιμότητα δανείων, τη μεγαλύτερη ανάγκη αναχρηματοδότησης και αποπληρωμής προηγούμενων υποχρεώσεων και τη μικρότερη διάθεση – σε σχέση με τις ΜΜΕ σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ – για υποβολή αιτήσεων τραπεζικών δανείων λόγω του φόβου απόρριψης. Επιπλέον, οι ελληνικές ΜΜΕ θεώρησαν ότι η επιδείνωση της κεφαλαιακής θέσης τους και οι γενικές οικονομικές προοπτικές αποτελούν παράγοντες που εμποδίζουν την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση.
Όπως εξήγησα σε προηγούμενη γραπτή απάντηση στον αξιότιμο συνάδελφο σας, κ. Κύρτσο, αυτοί οι παράγοντες, καθώς και το επίμονα υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ορισμένα είδη δανείων στην Ελλάδα, ωθούν τα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων δεν εμπίπτει στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Αντ’ αυτού, τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας5, όπως η εφαρμογή όλων των στοιχείων του νέου κώδικα αφερεγγυότητας, η εξάλειψη παραγόντων που εμποδίζουν την αναγκαστική εκτέλεση εξασφαλίσεων και η βελτίωση της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος, μπορούν να στηρίξουν τη σύγκλιση των επιτοκίων χορηγήσεων προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ».
Δείτε την απάντηση της κ. Λαγκάρντ εδώ