«Η ευθύνη για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» βαραίνει στο ακέραιο τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες αποδέχθηκαν και τροποποίησαν τους όρους του 2ου Μνημονίου.
Αποδεικνύεται άλλη μια φορά η επιτακτική ανάγκη σκληρής διαπραγμάτευσης που μόνο η σημερινή κυβέρνηση έχει τολμήσει να ξεκινήσει με στόχο όχι μόνο την εξασφάλιση ρευστότητας για την αγορά αλλά και την συνολική έξοδο από την κρίση για την ελληνική κοινωνική οικονομία».
Αυτά επισημαίνει μεταξύ άλλων ο Υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης σε γραπτή απάντησή του σε σχετική ερώτηση του βουλευτή Νίκου Δένδια στη Βουλή.
Η απάντηση του Υπουργού έχει ως εξής:
«Παραπέμπω τον ερωτώντα συνάδελφο στην ανακοίνωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κυρίου Ντράγκι στη Φραγκφούρτη στις 22 Ιανουαρίου 2015, σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά ομόλογα αποκλείονται από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ ανεξαρτήτως από την έκβαση της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης ή από την πολιτική της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ δήλωσε πως θα αγοράζει ομόλογα ενός κράτους-μέλους συνολικής αξίας που να μην υπερβαίνει το 1/3 των κυκλοφορούντων κρατικών ομολόγων. Παράλληλα, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε πως τα προ του PSI ελληνικά κρατικά ομόλογα τα οποία παραμένουν στην ιδιοκτησία της ΕΚΤ (και που αγοράστηκαν την περίοδο 2010/2011 στο πλαίσιο του προγράμματος SMP της ΕΚΤ) θεωρούνται κυκλοφορούντα ομόλογα τα οποία έχει ήδη αγοράσει η ΕΚΤ και, καθώς η αξία τους ξεπερνά το 1/3 των ελληνικών ομολόγων, η Ελλάδα αποκλείεται από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης».
Πρόσθεσε δε ότι μόνο μετά την αποπληρωμή από την ελληνική κυβέρνηση των ομολόγων του προγράμματος SMP που διαθέτει η ΕΚΤ (αξίας €6,7 δις) το ερχόμενο καλοκαίρι (οπότε και ωριμάζουν) θα μπορεί να συμμετάσχει η Ελλάδα στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» με αντίστοιχο ποσό.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η απόφαση της ΕΚΤ να αποκλείσει την Ελλάδα από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» θα ίσχυε ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση σχηματίστηκε την 25η Ιανουαρίου και ποια πολιτική διαπραγμάτευσης ακολουθείται.
Γενικότερα, αξίζει να σημειωθεί πως δεδομένου:
(Α) του στόχου του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» να καταπολεμήσει τον αποπληθωρισμό, και
(Β) του γεγονότος ότι το 2014 η χώρα είχε αποπληθωρισμό 1,3%,
είναι τουλάχιστον παράδοξη η απόφαση της ΕΚΤ να εξαιρέσει την χώρα από το εν λόγω πρόγραμμα.
Η χώρα δεν θα είχε αποκλειστεί από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» αν η ΕΚΤ είχε αναγνωρίσει μια απλή πραγματικότητα: τα ομόλογα του προγράμματος SMP που διαθέτει η ΕΚΤ (και που προϋπήρχαν του PSI) έχουν αποσυρθεί από τις χρηματαγορές (δηλαδή δεν κυκλοφορούν). Πράγματι αν κυκλοφορούσαν θα είχαν κουρευτεί από το PSI εν έτει 2012 (κάτι που δεν έγινε μετά από εισήγηση της ΕΚΤ).
Τα ασφαλή συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητής είναι ότι:
(1) Η ευθύνη για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» βαραίνει στο ακέραιο τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες αποδέχθηκαν και τροποποίησαν τους όρους του 2ου Μνημονίου.
(2) Αποδεικνύεται άλλη μια φορά η επιτακτική ανάγκη σκληρής διαπραγμάτευσης που μόνο η σημερινή κυβέρνηση έχει τολμήσει να ξεκινήσει με στόχο όχι μόνο την εξασφάλιση ρευστότητας για την αγορά αλλά και την συνολική έξοδο από την κρίση για την ελληνική κοινωνική οικονομία».
Η ερώτηση του βουλευτή Ν. Δένδια:
Σύμφωνα με τις χθεσινές ανακοινώσεις του προέδρου της, κ. Μ. Ντράγκι, η ΕΚΤ ξεκινά από την προσεχή Δευτέρα 9 Μαρτίου το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στο πλαίσιο του οποίου θα προβεί σε αγορές κρατικών ομολόγων και άλλων τίτλων ύψους 60 δισ. ευρώ το μήνα και συνολικού ύψους, τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, 1,1 τρισ. παρέχοντας υψηλή ρευστότητα και αναζωογονώντας την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Εγκλωβισμένη σε κοντόφθαλμους τακτισμούς τύπου «δημιουργικής ασάφειας» και αδυνατώντας να συνεννοηθεί με τους θεσμικούς συνομιλητές της, η Κυβέρνηση στερεί από τη χώρα μας τόσο τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα αυτό, όσο και την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ ως ενεχύρων για την παροχή ρευστότητας, αφήνοντας ως μόνη επιλογή παροχής ρευστότητας «με το σταγονόμετρο» τον ELA. Επιλογή ιδιαίτερα ακριβή, αφού παρέχεται με επιτόκιο αυξημένο κατά 150 μονάδες βάσης σε σχέση με τη βασική χρηματοδότηση της ΕΚΤ: το επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνονται οι τράπεζες για τη ρευστότητα που αντλούν μέσω ELA διαμορφώνεται στο 1,55% έναντι 0,05% με το οποίο η ΕΚΤ χορηγεί ρευστότητα.
Ενώ δηλαδή στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης το χρήμα γίνεται πιο φθηνό, στη δική μας χώρα, παρά την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, γίνεται πιο ακριβό, αφού ο ακριβότερος δανεισμός των τραπεζών μέσω του ELA μετακυλίεται στην πραγματική οικονομία, επιβαρύνει τα επιτόκια δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των τελευταίων, «εξαϋλώνοντας» τα αποτελέσματα των προσπαθειών που είχαν γίνει για την τόνωσή της.
Κατόπιν τούτων, ερωτάται ο κ. Υπουργός,
α) Αντιλαμβάνεται η Κυβέρνηση τις διαστάσεις της πιστωτικής ασφυξίας την οποία προκαλεί στην οικονομία της χώρας, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, η τακτική της «δημιουργικής ασάφειας» και η αδυναμία της να συνεννοηθεί με τους θεσμικούς συνομιλητές της;
β) Με ποιο τρόπο σκοπεύει να αντιμετωπίσει το οξύ πρόβλημα ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας;