Το πώς παγιώθηκε η μεταστροφή του εκλογικού σώματος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και κατά της ΝΔ μετά τις ευρωεκλογές του 2014, αναλύει σε άρθρο του στο προσωπικό του ιστολόγιο ο Γιάννης Μαυρής της Public Issue.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στο mavris.gr από το 2010, η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική (70% κατά, μόλις 30% υπέρ). Ουδέποτε αυτή η πολιτική κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τις διαχειρίσθηκαν (μεταξύ αυτών και η ΔΗΜΑΡ), ψηφίστηκαν από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Σε πείσμα της μεταμοντέρνας φιλολογίας, η πολιτική διαίρεση μνημονιακού/αντιμνημονιακού μπλοκ παραμένει ενεργή και έχει ανασηματοδοτήσει με νέο περιεχόμενο τον ιστορικό πολιτικό άξονα Δεξιά/Αριστερά.
Διαβάστε αναλυτικά την ανάλυσή του…
Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, τερματίζοντας τον 5ετή κύκλο της μνημονιακής εποχής στην Ελλάδα, αναδεικνύονται σε γεγονός ιστορικής σημασίας για την εγχώρια πολιτική σκηνή, ενώ δεν είναι μικρότερη και η διεθνής απήχησή τους. Η «πειραματική» διαδικασία κατεδάφισης της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που επιχειρήθηκε, αναστέλλεται.
Από το 2010, η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας παρέμεινε πλειοψηφικά αρνητική (70% κατά, μόλις 30% υπέρ[1],[3]). Ουδέποτε αυτή η πολιτική κατάφερε να κερδίσει κοινωνική συναίνεση, παρά το γεγονός ότι τα κόμματα που τις διαχειρίσθηκαν (μεταξύ αυτών και η ΔΗΜΑΡ), ψηφίστηκαν από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Σε πείσμα της μεταμοντέρνας φιλολογίας, η πολιτική διαίρεση μνημονιακού/αντιμνημονιακού μπλοκ παραμένει ενεργή και έχει ανασηματοδοτήσει με νέο περιεχόμενο τον ιστορικό πολιτικό άξονα Δεξιά/Αριστερά.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια, που προκάλεσε η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της λιτότητας εκφράστηκε εκλογικά για πρώτη φορά το 2012. Προκάλεσε τότε την κατάρρευση του παλιού δικομματισμού και ανέδειξε πάλι την αριστερά στο πολιτικό προσκήνιο, ύστερα από 60 χρόνια. Στην περίοδο 2012-2014 η κοινωνική δυσαρέσκεια προσέλαβε τη μορφή διευρυμένου και πολυσυλλεκτικού εκλογικού ρεύματος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
1. Η ρεβάνς του 2012
Το 2015 είναι η ρεβάνς του 2012 και παράγωγο της σφοδρής πολιτικής σύγκρουσης που κατέγραψαν εκείνες οι διπλές εκλογές. Η πρόσφατη αναμέτρηση εμφανίζει περισσότερες ομοιότητες με τις εκλογές του 2009 (πριν από το μνημόνιο), παρά με τις διπλές «έκτακτες» εκλογές του 2012, όταν αποδομήθηκε το προηγούμενο κομματικό σύστημα. Πράγματι, με βάση τη χρονοσειρά των μηνιαίων πολιτικών ερευνών της PublicIssue, τεκμηριώνεται ότι σήμερα, σε αντίθεση με το εκλογικό αποτέλεσμα του 2012, παρατηρήθηκε περιορισμός της λεγόμενης εκλογικής ρευστότητας, περιορισμός της αδιευκρίνιστης καισυρρίκνωση της αντικομματικής ψήφου. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός, ότι η ανοδική τάση της αποχής, που παρατηρήθηκε την πενταετία του μνημονίου, δείχνει να συγκρατείται. Και τούτο, παρά την πληθυσμιακή αιμορραγία της νέας ελληνικής μετανάστευσης.
Στην ίδια κατεύθυνση (δηλαδή της αισθητά μικρότερης αβεβαιότητας) λειτούργησε και η ενίσχυση του νέου δικομματισμού, που καταγράφηκε, με επάνοδο της επιρροής του, στα επίπεδα του 2010. (Τελικά, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ άθροισαν στην κάλπη 64,2%, έναντι 56,6% τον Ιούνιο του 2012 και μόλις 35,6% τον Μάιο).
Διαψεύδοντας τις αναλύσεις που επέμεναν να συγκαλύπτουν την πραγματικότητα, μιλώντας για «κινούμενη άμμο» και «αδυναμία προβλέψεων», το ρεύμα αυτό φυσικά και δε σχηματίσθηκε τις τελευταίες ημέρες της αναμέτρησης, ούτε καν κρίθηκε στην προεκλογική περίοδο. Αντιθέτως είχε διαφανεί αρκετούς μήνες πριν. Οι βασικές τάσεις του εκλογικού σώματος, δηλαδή, είχαν αποκρυσταλλωθεί αρκετά νωρίτερα, γεγονός, το οποίο τα ελεγχόμενα Μέσα Ενημέρωσης δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν.
Αυτή η τάση, που διαμορφώθηκε εδώ και πολλούς μήνες, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αντιστρέψιμη. Η προπαγανδιστική απόπειρα των κομμάτων της συγκυβέρνησης να καλλιεργηθεί η εντύπωση, ότι η δημοσκοπική διαφορά είναι «μικρή» (2%-3%) και, επομένως, ότι η έκβαση της αναμέτρησης παρέμενε «ανοικτή», δυστυχώς για τα ίδια, δεν απέδωσε. Η δημοσκοπική παράσταση νίκης, που όπως είναι γνωστό αποτελεί μια εξαιρετικά κρίσιμη παράμετρο του εκλογικού ανταγωνισμού, παγιωμένη ήδη από τον Ιούνιο του 2014, αποδεικνύει καθαρά, ότι πολύ νωρίς αυτό το γεγονός είχε γίνει απολύτως αντιληπτό από την κοινωνική πλειοψηφία [1],[2].
2. Ευρωεκλογές 2014: Σημείο μη-επιστροφής
Στη διαδικασία ανατροπής του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων του 2012, οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 αποτέλεσαν σημείο μη-επιστροφής. Με την πολλαπλή χειραγώγησή τους: τριπλές κάλπες (τοπικές, περιφερειακές, ευρωεκλογές), μεταφορά της ημερομηνίας των εκλογών σε ακατάλληλο χρόνο (πχ. σχολικές, πανεπιστημιακές εξετάσεις), ποικίλες αλλαγές του εκλογικού νόμου, αλλά και πολυάριθμα μέτρα που συρρικνώνουν και παρεμποδίζουν την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των ετεροδημοτών, ενισχύοντας στην πραγματικότητα την αποχή, η τελευταία μνημονιακή κυβέρνηση πέτυχε το «φιλτράρισμα του εκλογικού σώματος» και τη μερική «απόσβεση» της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Υπό «κανονικές συνθήκες», δηλαδή εάν οι εκλογές δεν είχαν χειραγωγηθεί, η εκλογική αποδοκιμασία θα ήταν φυσιολογικά μεγαλύτερη και η κοινωνική διαμαρτυρία θα είχε εκδηλωθεί εντονότερα. Παρόλα αυτά, η ήττα των κομμάτων της συγκυβέρνησης τελικά δεν αποφεύχθηκε, ενώ η αποδοκιμασία της ΝΔ δεν περιορίσθηκε μόνον στα αριστερά, αλλά καταγράφηκε και στα δεξιά (ψήφος «δεξιάς διαμαρτυρίας») [1],[3].
Η αξιωματική αντιπολίτευση, εξαιτίας και του φαινομένου της «ψήφου τακτικής» που εκφράστηκε στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού μπλοκ («ψηφίζω ανεξάρτητα από ιδεολογικές προτιμήσεις αυτόν που μπορεί να βλάψει περισσότερο τον κύριο αντίπαλό μου»), κέρδισε, επιπλέον, την περιφέρεια Αττικής, στην οποία διαβιεί το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Με το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, κατά τέσσερις μονάδες, αποτυπώθηκε για πρώτη φορά η μεταστροφή που είχε συντελεστεί στη διετία 2012-2014 και η οποία, έκτοτε, παγιώθηκε (Διαγράμματα 1&2).
Οι ευρωεκλογές, όχι μόνον την πιστοποίησαν, αλλά άσκησαν και αυτοτελή επίδραση, συσπειρώνοντας περαιτέρω τους ψηφοφόρους, γύρω από την ανερχόμενη αντιπολίτευση. Η κοινή γνώμη διαπίστωσε, με βάση πλέον την ίδια την πραγματικότητα και όχι τις δημοσκοπήσεις, ότι η αντιπολίτευση κερδίζει και η κυβέρνηση χάνει. Το φαινόμενο είναι γνωστό στην εκλογική έρευνα και απολύτως συμβατό με την ελληνική εκλογική ιστορία. Μια ανατροπή του συσχετισμού κομματικών δυνάμεων, σε τυχόν ενδιάμεση εκλογική αναμέτρηση, λειτουργεί εν συνεχεία, πολλαπλασιαστικά, υπέρ του νικητή (bandwagon effect). Πράγματι, η πρώτη μετεκλογική εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue (Ιούλιος 2014) κατέγραψε την εντυπωσιακή δυναμική του αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Η δημοσκοπική διαφορά (η «ψαλίδα») εκτοξεύθηκε στο 9% (Διαγράμματα 1&2).
3. Επανάληψη του 2009
Το καλοκαίρι του 2009, η απόφαση του Κ.Καραμανλή να αποφύγει την ταυτόχρονη με τις ευρωεκλογές διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών αποδείχθηκε μοιραίο πολιτικό σφάλμα. Η ΝΔ έχασε τις ευρωεκλογές του Ιουνίου με διαφορά 4,35%. Μόλις 4 μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2009, η αντικυβερνητική δυσαρέσκεια είχε μετατραπεί σε εκλογική χιονοστιβάδα, η οποία οδήγησε το ΠΑΣΟΚ σε εκλογικό θρίαμβο και το κυβερνητικό κόμμα σε συντριβή. Η «μικρή» διαφορά των ευρωεκλογών εκτοξεύθηκε στις βουλευτικές του 2009, σε 10,5% (43,9%-33,5%) [1],[3].
Στις τελευταίες ευρωεκλογές, ο κοινωνικός καταποντισμός της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ όχι μόνον δεν αποφεύχθηκε τελικά, αλλά υπήρξε και εντυπωσιακός.Τα δύο κόμματα έχασαν αθροιστικά 828.000 ψήφους. Γεγονός που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, με προβάδισμα 3,85%. Κατ’ ευθεία αναλογία με το 2009, η δυναμική του αποτελέσματος των ευρωεκλογών του 2014 λειτούργησε τώρα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Οκτώ μήνες μετά, η εκλογική διαφορά αποδείχθηκε 8,5 μονάδες (36,3%-27,8%).
4. «Ενφιάπολις»… Ο συσχετισμός του φθινοπώρου
Στις αρχές του περσινού φθινοπώρου, τέσσερις μήνες μετά τις ευρωεκλογές και ως συνέπεια: 1) της (αυτοτελούς) δυναμικής του εκλογικού αποτελέσματος, 2) της γενικευμένης αποδοκιμασίας της κυβερνητικής φορολογικής πολιτικής και 3) των πολλαπλών αστοχιών της κυβερνητικής προπαγάνδας, είχε σταθεροποιηθεί ένα ισχυρό εκλογικό ρεύμα, υπέρ της αντιπολίτευσης[1]. Το Σεπτέμβριο του 2014, η οφθαλμοφανής εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, +5% σε σύγκριση με τον προηγούμενο Ιούλιο, είχε φέρει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε επίπεδα επιρροής της τάξης του 36% (Διάγραμμα 1), που αντιστοιχούσαν σε 146 κοινοβουλευτικές έδρες. Αντιθέτως, η ΝΔ είχε συρρικνωθεί στα επίπεδα του 25%, με αποτέλεσμα τον περασμένο Σεπτέμβριο η ψαλίδα να έχει διευρυνθεί στο διψήφιο ποσοστό 11%. (Σημειώνεται παρενθετικά, ότι η έγκαιρη διάγνωση της ανατροπής του εκλογικού συσχετισμού είχε προκαλέσει, τότε, την ευθεία επίθεση της κυβερνητικής εκπροσώπου Σ.Βούλτεψη, η οποία είχε κατηγορήσει την Public Issue για προπαγάνδα!). Το Νοέμβριο, το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ προσέγγισε το μέγιστο ποσοστό του 11,5%, για να μειωθεί αρκετά στη μέτρηση του Δεκεμβρίου, σε 7%. Η αναζωπύρωση της κινδυνολογίας για το Grexit, οι δηλώσεις Γιουνκέρ, η θεαματική πολυήμερη πτώση του Χρηματιστηρίου, η επίθεση με καλασνίκωφ στην ισραηλινή πρεσβεία(;) και η τεχνητή αβεβαιότητα που καλλιεργήθηκε, σχετικά με την πρόωρη προεδρική εκλογή που επέβαλε για λόγους τακτικής η συμφωνία των δύο αρχηγών (Σαμαρά-Βενιζέλου), επηρέασαν αρνητικά το γενικό πολιτικό κλίμα, ακριβώς πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής του ΠτΔ. Έδωσαν δε μια πρόγευση, για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Ωστόσο, η πλήρης αποτυχία της κυβερνητικής στρατηγικής στο ζήτημα της προεδρικής εκλογής και η αποκάλυψη του δυσώδους παρασκηνίου, είχαν ως αποτέλεσμα την εκ νέου ανάκαμψη της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με την τακτική έρευνα Ιανουαρίου της Public Issue, λίγο μετά την προκήρυξη των εκλογών, δηλαδή στην εκκίνηση της προεκλογικής περιόδου, ο συσχετισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ καταγράφηκε σε 38%-30% και η ψαλίδα στο 8%, όσο ακριβώς αποδείχθηκε τελικά και στην κάλπη.
5. Τα χαρακτηριστικά του εκλογικού ρεύματος
Το ισχυρό αντιμνημονικό εκλογικό ρεύμα, που διαμορφώθηκε το τελευταίο εξάμηνο προς την αξιωματική αντιπολίτευση υπήρξε, σε σύγκριση με το 2012, περισσότερο πολυσυλλεκτικό, τόσο ηλικιακά, όσο και κοινωνικά. Σε καμία κοινωνικο-οικονομική κατηγορία, εκτός από τους εργοδότες (27%), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέσπασε λιγότερο από 30%.
1) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να συσπειρώσει και να απορροφήσει σημαντικό τμήμα της αντιμνημονιακής ψήφου, που το 2012 είχε εκφραστεί σε άλλους κομματικούς σχηματισμούς. Ένα τμήμα αυτού του εκλογικού σώματος, προσέγγισε τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις πρώτες εκλογές του Μαΐου 2012, αλλά απομακρύνθηκε από αυτόν στις δεύτερες του Ιουνίου, λόγω της ασφυκτικής πίεσης που δέχθηκε και της προπαγάνδας εναντίον του. Παράλληλα, ψηφοφόροι, οι οποίοι στη μετεκλογική διετία 2012-2014 και μέχρι τις ευρωεκλογές, συνέχισαν να διατηρούν επιφυλάξεις για την κυβερνητική ικανότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, φάνηκε πλέον να τις έχουν υπερβεί.
Η συσπείρωση της αντιμνημονιακής ψήφου στο ΣΥΡΙΖΑ έγινε δυνατή, λόγω της σχετικής συρρίκνωσης των ΑΝΕΛ (4,75%, έναντι 7,5% στις Β2012-Ι, απώλειες -2,8%), αλλά και της «ακέφαλης» Χρυσής Αυγής, σε σύγκριση με την κοινωνική ενίσχυση που είχε παρουσιάσει στη μετεκλογική διετία (σήμερα 6,3%, έναντι 8,1% στις Περιφερειακές και 9,4% στις Ευρωεκλογές). Με βάση το αθροιστικό αρχείο των προεκλογικών ερευνών της Public Issue (βλέπε Σημείωση Β), προκύπτει ότι οι διαρροές των ΑΝΕΛ προς τον ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύουν τελικά το 19% της επιρροής του 2012, και της Χρυσής Αυγής, σχεδόν το 11%.
2) Λόγω της διάλυσης του χώρου της Κεντροαριστεράς (εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ, διάσπαση του ΠΑΣΟΚ) στράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων της. Πρόκειται για εκλογείς, στους οποίους τα αντιδεξιά αντανακλαστικά υπερισχύουν της συντηρητικοποίησης ή της υπόκλισης στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα. Αυτοί οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να έλκονται από την πρόταση «κεντρώας αποπολιτικοποίησης», που εκπροσωπεί το ΠΟΤΑΜΙ. Αντιπροσωπεύουν δε το 41% της επιρροής της ΔΗΜΑΡ το 2012 και το 30% της αντίστοιχης επιρροής του ΠΑΣΟΚ (αθροιστικά, περίπου 6 μονάδες του εκλογικού σώματος).
3) Η μαζική αντικυβερνητική ψήφος που εκδηλώθηκε στο εκλογικό σώμα, από το περασμένο φθινόπωρο, βασίσθηκε και σε διαπαραταξιακή μετατόπιση, παρά τη σχετική συσπείρωση της ΝΔ. Οι διαρροές της ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 9% της επιρροής της ΝΔ το 2012, δηλαδή περίπου 2,7 μονάδες του εκλογικού σώματος.
6. Προεκλογική περίοδος: Η απόπειρα μετατόπισης της ατζέντας
Η προϋπάρχουσα ακροδεξιά στροφή της ΝΔ ευνοήθηκε ανέλπιστα, από το απρόσμενο συμβάν της τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι (7/1/15). Συμβάν, το οποίο η εγχώρια συστημική προπαγάνδα έσπευσε με πρωτογονισμό και ανευθυνότητα να εκμεταλλευτεί.
Τα γεγονότα της Γαλλίας επέτρεψαν στη ΝΔ, ως ένα σημείο, να μετατοπίσει την πολιτική ατζέντα, από το ζήτημα της μνημονιακής πολιτικής και της διαπραγμάτευσης του χρέους, στην ευνοϊκότερη για αυτήν περιοχή της «ασφάλειας» και της μεταναστευτικής πολιτικής, δηλαδή τα «αδύνατα σημεία» στη ρητορική της αντιπολίτευσης. Το επιτελείο της ΝΔ εκτίμησε, εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, ότι η διάχυση του φόβου στις χώρες της Ε.Ε., μετά την αιματοχυσία στη γαλλική πρωτεύουσα, θα μπορούσε να έχει άμεσο αντίκτυπο και στο προεκλογικό κλίμα στην Ελλάδα. Ο κ. Σαμαράς έσπευσε να συνδέσει την απειλή των φανατικών ισλαμιστών με το μεταναστευτικό πρόβλημα. Επέμεινε σε αυτήν τη γραμμή, καθώς επιχειρήθηκε να αναδειχθεί σε κυρίαρχη στους κόλπους των συντηρητικών ηγετών της Ε.Ε., που επίσης αποδοκιμάζονται πολιτικά στις δημοσκοπήσεις [4].
Με την εκστρατεία εκφοβισμού και υπό την επίδραση του τρομοκρατικού χτυπήματος στη Γαλλία, η ΝΔ πέτυχε, κατά τη 2η εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου, να αυξήσει τη συσπείρωσή της, από 61,5% σε 65,5% (+4%). Αυτή η περιορισμένη συσπείρωση, όμως, αποδείχθηκε συγκυριακή και δεν διατηρήθηκε. Στο τέλος, η απόστασή της από τον ΣΥΡΙΖΑ (η πραγματική «ψαλίδα», 8,5%), επανήλθε στα επίπεδα που είχε καταγραφεί δημοσκοπικά, ήδη από την αρχή της προεκλογικής αναμέτρησης (8%, Διάγραμμα 2).
7. Η αποτυχία της εκστρατείας παραπλάνησης
Οι εκλογές του 2012 κερδήθηκαν με τον εκφοβισμό του εκλογικού σώματος. Η επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα, σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχθηκε της τάξης του 4%-5%.
Στις εκλογές του 2015, η πρόκληση οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας στο εκλογικό σώμα αποτέλεσε, για άλλη μια φορά, το βασικό άξονα της προεκλογικής εκστρατείας των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Η νέα εκστρατεία εκφοβισμού δεν άφησε εντελώς ανέγγιχτα, τα τμήματα του πληθυσμού που είναι ευάλωτα στην προπαγάνδα, όπως είναι πχ. οι συνταξιούχοι ή οι νοικοκυρές. Αυτές οι δύο κοινωνικο-οικονομικές κατηγορίες παρέμειναν και οι μόνες στις οποίες η ΝΔ συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά της (36% και 34,5% αντίστοιχα), πολύ πάνω δηλαδή από τον εθνικό μέσο όρο της.
Ωστόσο, η σημερινή συγκυρία αποδείχθηκε αρκετά διαφορετική. Αυτή τη φορά η κινδυνολογία, δεν έπεισε, στο βαθμό που το είχε καταφέρει δύο χρόνια πριν. Η κυβερνητική προπαγάνδα, εκτός από κακότεχνη, αποδείχθηκε και αναποτελεσματική. Είναι ζήτημα εάν η αύξηση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ, που οφείλεται σε αυτήν τη δράση, προσεγγίζει το 1%-2%. Το 2015, πολύ λιγότεροι από ό,τι το 2012 έχουν πεισθεί πως η χώρα κινδυνεύει πραγματικά να χρεοκοπήσει [3].
Εν ολίγοις, η υιοθέτηση και νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας, η απόπειρα εκμετάλλευσης του ξενοφοβικού ρεύματος και η προσπάθεια σύνδεσης των μεταναστών με το τρομοκρατικό κτύπημα στη Γαλλία, δεν λειτούργησε. Η κοινωνική μεταστροφή και το κύμα κοινοβουλευτικής αποδοκιμασίας της κυβέρνησης δεν αναχαιτίσθηκε.
Οι λόγοι είναι αρκετοί. Σε πλήρη αντίθεση με την ευημερία των «αριθμών», η οικονομική κατάσταση των περισσότερων ανθρώπων δεν βελτιώθηκε. Η κυβερνητική αφήγηση για την «επελαύνουσα ανάπτυξη» δεν έπεισε. Το πιθανότερο είναι ότι ακόμη και αν αυτή όντως υπήρχε, δεν τους αφορούσε. Τα 2/3 των πολιτών (65%) δεν συμμερίσθηκαν καθόλου την πρωθυπουργική «αισιοδοξία». Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις τους, σχετικά με το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού τους, παρέμειναν εξαιρετικά αρνητικές [3]. Και αυτός ο παράγων, τις περισσότερες φορές, αποδεικνύεται δυσμενής για το εκάστοτε κυβερνών κόμμα.
Από την άλλη πλευρά, οι προπαγανδιστικές επιχειρήσεις «παραπλάνησης» (αρχαιολογικό ριάλιτι, Grexit, τζιχαντιστές στην Αθήνα, κλπ.), δεν κατάφεραν να αναιρέσουν το γεγονός, ότι κομβικό σημείο της κοινωνικής ατζέντας των εκλογών αποτέλεσε η διαπραγμάτευση του χρέους. Για τούτο και η ικανότητα διαπραγμάτευσης αναδείχθηκε σε ουσιαστικό κριτήριο ψήφου, δηλαδή επιλογής κόμματος.Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης δεν πείσθηκε για τη «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους. Αντιθέτως, η στάση υπέρ της διαπραγμάτευσης, που αποτέλεσε κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας της αντιπολίτευσης και βασικό σημείο αδυναμίας της κυβέρνησης, συσπείρωσε 7 στους 10 πολίτες (73%) [4].
8. Η ΝΔ σε στρατηγικό αδιέξοδο
Καλλιεργώντας τον αντι-ισλαμισμό, προκαλώντας τα (υπαρκτά) αντι-μεταναστευτικά αντανακλαστικά του ελληνικού εκλογικού σώματος (επίσκεψη στο φράκτη του Έβρου), και κινδυνολογώντας για τον «αφοπλισμό της αστυνομίας», ο κ.Σαμαράς δεν κατόρθωσε να πετύχει επαρκώς εκλογικά την παραταξιακή συσπείρωση της Δεξιάς στο κόμμα του.
Η αναδιανομή περιουσιών και η συγκεντροποίηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, που προωθήθηκε με την μνημονιακή φορολογική πολιτική των ετών 2012-2014, έφερε τα κόμματα της συγκυβέρνησης σε ρήξη, όχι μόνον με τα λαϊκά ή τα μεσαία στρώματα, αλλά ακόμη και με τμήματα των ανώτερων, ακόμη και αστικών στρωμάτων. Η «βουβή» δεξιά διαμαρτυρία, που εκδηλώθηκε ανοικτά στις ευρωεκλογές και η οποία δεν είχε ανιχνευθεί στις δημοσκοπήσεις, σε όλη της την έκταση, οφείλεται σε αυτό ακριβώς.
Μετά τον ΕΝΦΙΑ, η διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησής της πέρασε το σημείο μη-επιστροφής. Η κοινωνική και εκλογική διάσπαση της Δεξιάς και της ΝΔ που προκάλεσε το Μνημόνιο παραμένει στρατηγικού χαρακτήρα. Στις ευρωεκλογές, οι πολιτικοί σχηματισμοί στα δεξιά της ΝΔ (ΧΑ, ΑΝΕΛ, ΛΑΟΣ, κλπ) συγκέντρωσαν ποσοστό 17%, τώρα 14%. Ο κατακερματισμός διατηρήθηκε, η δε κοινωνική της απομόνωση εμφανίζεται ασφυκτική. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η σημερινή εκλογική βάση της ΝΔ αποτελείται κατά 52% από συνταξιούχους και κατά 11% από νοικοκυρές.
Επιπλέον, όπως απέδειξε και η γεωγραφία της εκλογικής επιρροής του Ποταμιού, ιδίως μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων του Λεκανοπεδίου, η ιδεολογική μετάλλαξη της ΝΔ δεν συσπειρώνει, αντιθέτως, εξακολουθεί να απωθεί το σημαντικότερο τμήμα των φιλελεύθερων και κεντροδεξιών ψηφοφόρων του πολιτικού φάσματος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι το Ποτάμι συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά του στις αμιγώς αστικές περιοχές του Λεκανοπεδίου, όπως στο Ψυχικό (13,6%), στη Φιλοθέη (13,5%), στην Εκάλη (11,7%) κ.α.
Παρά την εκλογική της συγκράτηση, σαράντα χρόνια μετά την ίδρυσή της, το υπαρκτό στρατηγικό αδιέξοδο, καθώς και η κοινωνική και πολιτική απομόνωση που αντιμετωπίζει πλέον η ΝΔ, δεν φαίνεται να επιλύονται εύκολα.