Από τη δεύτερη ανάγνωση της εισαγγελικής πρότασης, αίσθηση προκαλεί η αναφορά του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου ότι εγκληματική οργάνωση μπορεί να χαρακτηριστεί, υπό προϋποθέσεις, και οποιοσδήποτε πολιτικός σχηματισμός ή κομματικός φορέας.
Όπως αναφέρει ο εισαγγελέας στην πρόταση του «ασφαλώς δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε πολίτης να υφίσταται ποινικές κυρώσεις εξαιτίας των πολιτικών ή κοινωνικών του απόψεων, ιδεών ή θεωριών καθόσον το φρόνημα από μόνο του δεν διώκεται». Ωστόσο, «όταν επιχειρεί την επιβολή σε άλλους διά της βίας, με βίαιες πράξεις, ως μέσον επιβολής των ιδεών του, οι πράξεις του δεν μπορούν να μείνουν ατιμώρητες».
Ο εισαγγελικός λειτουργός διατυπώνει την άποψη πως η ένωση προσώπων που «υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος» δεν εξυπηρετεί την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα στην ίδρυση κόμματος. Τι σημαίνει αυτό; Όπως εκτιμά ο εισαγγελέας αν οι κατηγορούμενοι στελέχη και μέλη της Χρυσής Αυγής καταδικαστούν για «εγκληματική οργάνωση» το κόμμα πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Όπως τονίζει ο Εισαγγελέας, αναφερόμενος στο αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης:
«..απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά την εν λόγω Συνταγματική επιταγή, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία, υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της Δημόσιας τάξης. Στην περίπτωση αυτή, η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους. Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό «…τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια δικαιούνται να κρίνουν και να θεωρήσουν και ένα πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση… », ενώ κατ’ ερμηνεία του ως άνω άρθρου του Συντάγματος γίνεται επίσης δεκτό ότι «Το ίδιο το Σύνταγμα επομένως θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με άλλα λόγια το Σύνταγμα λέει: Για να έχει αξίωση σεβασμού ένα πολιτικό κόμμα είναι ανάγκη να εξυπηρετεί με την οργάνωση και τη δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, κάτι που έρχεται σε διαμετρική αντίθεση με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, την εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής και την επιδίωξη εγκληματικής δραστηριότητας. Άλλωστε σε μια τέτοια περίπτωση όσοι άσκησαν το ατομικό δικαίωμα της ίδρυσης κόμματος με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων έχουν ήδη προβεί σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ( άρθρο 25 άρ. 3 Συντ.: “Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται”) , επειδή επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιδιώκουν την προσβολή των δικαιωμάτων άλλων ανθρώπων (ζωή, ιδιοκτησία – περιουσία, ελευθερία, κλπ) και παραβιάζουν έτσι το Σύνταγμα. Σε καμία περίπτωση η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την προσβολή, με βλάβη ή διακινδύνευση των έννομων αγαθών των μελών της κοινωνίας ή του κράτους. Συμπερασματικά, δεν αποκλείεται να συνιστά εγκληματική οργάνωση, κατά την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και το πολιτικό κόμμα, στο μέτρο και στο βαθμό που παρεκκλίνει από τη Συνταγματική του αποστολή και συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του ως εγκληματική οργάνωση».