Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο της συνάντησης του Αντώνη Σαμαρά με την Άγκελα Μέρκελ που θα λάβει χώρα στο Βερολίνο την ερχόμενη Τρίτη.
Ωστόσο στην ατζέντα του τετ- α –τετ με την γερμανίδα Καγκελάριο θα βρίσκονται και οι εξελίξεις σε πολιτικό επίπεδο, καθώς όπως φάνηκε και από τη χθεσινή δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονία, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ξεκινήσει να ανοίγει την ψαλίδα της διαφοράς με την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία.
Από το Μαξίμου σημειώνουν πως ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς προτίθεται να παίξει το «χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ για να πιέσει τη γερμανίδα καγκελάριο για χαλάρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς έχει επανειλημμένα τονιστεί η πεποίθηση του Βερολίνου, ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση, όπως αυτές που θέλει να υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα προκαλέσουν αστάθεια στη χώρα.
Ως εκ τούτου και με φόντο την κρίσιμη εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Αντώνης Σαμαράς επιδιώκει να εξασφαλίσει πολιτικό χρόνο και να «πείσει» για το πράσινο φως σε φοροελαφρύνσεις, έχοντας στη φαρέτρα του τόσο την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, όσο και την προσήλωση στην προσαρμογή για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης, Κριστιάνε Βιρτς, η Γερμανίδα εκπρόσωπος επανέλαβε ότι θα συζητηθούν διάφορα επίκαιρα θέματα που αφορούν τις δύο χώρες, αλλά και την Ευρώπη και την εξωτερική πολιτική και παρέπεμψε στην κοινή συνέντευξη Τύπου που θα δοθεί μετά τις συνομιλίες, αποφεύγοντας να απαντήσει για το αν θα τεθεί επί τάπητος η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Πάντως, εντύπωση προκαλεί το δημοσίευμα της Deutsche Welle, με το οποίο επιχειρείται μία προσεκτική «υποβάθμιση» της συνάντησης με την Άνγκελα Μέρκελ, πράγμα το οποίο ενόχλησε το Μέγαρο Μαξίμου.
Η Deutsche Welle αναφέρει χαρακτηριστικά:
Ούτε η κ. Βιρτζ αλλά και ούτε και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, Μάρτιν Γέγκερ, θέλησαν να αναφερθούν στις λεπτομέρειες των συνομιλιών, για παράδειγμα αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με την τρόικα. Η κ. Βιρτζ θέλοντας να μετριάσει πιθανές εντυπώσεις ενόψει αυτών των διαπραγματεύσεων και δεδομένου της επίσκεψης στο Βερολίνο του γάλλου πρωθυπουργού, Μανουέλ Βαλς, τη Δευτέρα, δηλαδή μια μέρα πριν την επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού, χαρακτήρισε τη συνάντηση Μέρκελ-Σαμαρά ως «επίσκεψη ρουτίνας».
Δύσκολα όμως μπορεί να δεχτεί κανείς ότι η επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά θα είναι μια «επίσκεψη ρουτίνας» ενόψει των επικείμενων κρίσιμων διαπραγματεύσεων με την τρόικα. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, oι διαπραγματεύσεις αναμένονται σκληρές καθώς η τρόικα είναι αποφασισμένη να κλείσει τις εκκρεμότητες που υπάρχουν με κυριότερες το ασφαλιστικό και το εργασιακό. Θα πρέπει να αναμένεται ότι κ. Σαμαράς θα εκθέσει στην κ. Μέρκελ τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η κυβέρνηση του εάν δεχόταν νέα σκληρά αιτήματα της τρόικας. Αν κρίνει κανείς από τη στάση της καγκελαρίου στο παρελθόν δύσκολα μπορεί να διανοηθεί ότι θα επιδείξει μεγάλη κατανόηση. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογισθεί η προ ημερών δήλωση του Eurogroup, το οποίο ζήτησε την πλήρη εφαρμογή του μνημονίου.
Θα πείσει ο Σαμαράς την γερμανική κυβέρνηση;
Το άλλο κεντρικό κεφάλαιο της διαπραγμάτευσης με την τρόικα είναι το ζήτημα της κάλυψης του δημοσιονομικού κενού για το 2015. Ενώ η ελληνική κυβέρνηση οπωσδήποτε θέλει να αποφύγει ένα νέο μνημόνιο, οι εταίροι στην ευρωζώνη αλλά και η ΕΚΤ θα το προτιμούσαν επειδή εκτιμούν ότι μόνον κατά αυτόν τον τρόπο θα συνεχιστεί το μεταρρυθμιστικό έργο στην Ελλάδα. Τη λογική αυτή συμμερίζεται και το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.
Είναι λοιπόν συζητήσιμο αν με αυτή την περιρρέουσα ατμοσφαίρα ο Αντώνης Σαμαράς θα καταφέρει να πείσει την γερμανική πλευρά για την αναγκαιότητα των φοροελαφρύνσεων, τις οποίες έχει εξαγγείλει. Βέβαια υπάρχει και το θέμα της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως και η πιθανότητα νέων εκλογών από τις οποίες θα μπορούσε να προκύψει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Οπωσδήποτε η Άγκελα Μέρκελ δεν θα ήθελε στην Ελλάδα για πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα.
Το ζητούμενο όμως είναι, αν είναι διατεθειμένη να στηρίξει τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση κάνοντας συμβιβασμούς σε θέματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και εφαρμογής των συμφωνηθέντων προκειμένου να αποφευχθεί μια αριστερή κυβέρνηση.