«Η θεοποίηση του πολιτικού κόστους με τη λογική της εξάρτησης της εξουσίας από την ψήφο των πολιτών, αυτό το οποίο οδήγησε στην ευνοιοκρατία, στη ρουσφετολογία, στην παντελή έλλειψη αξιοκρατίας, η οποία ενίσχυσε στο υποσυνείδητο του Έλληνα, ίσως και εξαιτίας της Τουρκοκρατίας, τη βαθιά και απόλυτη αμφισβήτηση της εξουσίας του Κράτους. Το Κράτος δε, κατά την διάρκεια αυτών των διακοσίων ετών, έκανε ότι μπορούσε για να ενισχύσει αυτή την αμφισβήτηση την οποία οι πολίτες είχαν έναντι του κράτους», ανέφερε, μεταξύ των άλλων, μιλώντας στη διαδικτυακή εκδήλωση του Economist Events «Ελλάδα 200 χρόνια οικονομικής επιβίωσης», η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μακογιάννη.
«Όποτε υπήρξε διχασμός στη χώρα μας τον πληρώσαμε πάρα πολύ ακριβά», είπε η κ. Μπακογιάννη και πρόσθεσε: «Ο βαθύς διχασμός για τα μνημόνια αντιμνημόνια τσάκισε την ελληνική κοινωνία. Εκεί βρεθήκαμε πράγματι στο δημοψήφισμα χωρισμένοι στα δυο. Εκεί συγκρούστηκαν όχι πολιτικές, αλλά νοοτροπίες, πιστεύω, αξίες. Το τέλος όμως αυτής της φρικαλέας διαδικασίας, έπειτα από αυτά τα χρόνια τα οποία περάσανε, είχε σαν αποτέλεσμα μια διαφορετική κοινωνία από εκείνη την κοινωνία η οποία συγκρούστηκε. Είναι μια κοινωνία με διαφορετική αυτογνωσία από εκείνη που ήταν το 2015».
«Η ελληνική κοινωνία σήμερα δεν έχει χάσει την αμφισβήτηση έναντι του κράτους, αλλά από την άλλη μεριά έχει μια διαφορετική συναίσθηση της πορείας του λαού μας και έχει την αίσθηση ότι θα μπορούσαμε να γυρίσουμε αυτή τη σελίδα και να προχωρήσουμε με ένα διαφορετικό τρόπο προς τα μπρος», συνέχισε η κ. Μπακογιάννη και κατέληξε, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ: «Μπορούμε μετά την αυτογνωσία αυτών των διακοσίων ετών, να είμαστε αισιόδοξοι, γιατί εάν καταφέραμε από μια επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μπορέσαμε να γίνουμε η ευρωπαϊκή Ελλάδα του σήμερα, μπορούμε να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το αύριο».
Βενιζέλος: Τα εκλογικά σώματα λένε “πειτε μου την αλήθεια”, κι όταν λες τη αλήθεια συνήθως ψηφίζουν ένα ευχάριστο ψέμα
«Ο ελληνικός λαός δεν απέκτησε ποτέ πλήρη συνείδηση του εθνικού κεκτημένου. Πάντοτε το υποβαθμίζει και το θέτει υπό διακινδύνευση. Έχει ένα σύμπλεγμα τυπολογικής κατωτερότητας σε σχέση με τη Δύση, θεωρεί όμως ότι είναι ιδιοσυγκρασιακά ανώτερος, και πως θα τα καταφέρει όλα. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ως χώρα τι έχουμε καταφέρει για να το σεβόμαστε. Ενώ η χώρα έχει κάνει μια κατ’ επανάληψη δυτική επιλογή, εν τούτοις έχει μια ανατολική ενοχή. Πάντα βλέπει με ιδιαίτερη συμπάθεια προς ανατολάς, και αρνείται να αποδεχτεί το δυτικό κεκτημένο που είναι το κεκτημένο της», ανέφερε μιλώντας στην διαδικατυακή εκδήλωση μιλώντας στην διαδικτυακή εκδήλωση του Economist Events “Ελλάδα 200 χρόνια οικονομικής επιβίωσης” ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Ο στόχος να ολοκληρωθούμε εδαφικά, εθνικά, θέτει προσκόμματα στην θεσμική ολοκλήρωση, και αυτό επηρεάζει την οικονομική ολοκλήρωση γιατί πολλές φορές ξ οικονομία πληρώνει το κόστος επιλογών αλλά πάντοτε ανακάμπτει», είπε ο κ. Βενιζέλος και συνέχισε: «Σήμερα γιορτάζουμε 200 χρόνια και μας φαίνεται πολύ, αλλά τα πενήντα είναι η μεταπολίτευση, η μεταπολίτευση είναι η γενιά μας. Τα 100 είναι από την μικρασιατική καταστροφή, ακόμα ζούμε μέσα στις μνήμες. Η κατανόηση αυτού που έχει συμβεί ως τώρα, είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να βαδίσουμε στο μέλλον με επίγνωση, βλέποντας την αλήθεια. Τα εκλογικά σώματα λένε “πείτε μου την αλήθεια”, κι όταν λες τη αλήθεια συνήθως το εκλογικό σώμα ψηφίζει ένα ευχάριστο ψέμα και το ψηφίζει και το ξαναψηφίζει».
Ο κ. Βενιζέλος, αναφέρθηκε στο δημοψήφισμα του 2015, λέγοντας: «Η σύγκρουση μνημόνιο αντιμνημόνιο, ήταν και πραγματική σύγκρουση που συμπύκνωσε και πολλαπλασίασε άλλους διχασμούς, Παίχτηκε η τύχη της Ελλάδας, στο παρά ένα. Το δημοψήφισμα τι ήταν; Συμβολικά, η Δημοκρατία κατίσχυσε με το 62% που είπε “όχι”. Ρεαλιστικά, η χώρα υποτάχθηκε στην βούληση των εταίρων. Την απόφαση που έπρεπε να πάρουμε εμείς την μετατρέψαμε σε επιβολή εκ των έξω. Γιατί θέλουμε να εμφανίζουμε τον ελληνικό λαό, όχι ως υποκείμενο της ιστορίας που φτιάχνει την ιστορία αλλά ως ενεργούμενο της ιστορίας που είναι προϊόν, πάντα, μιας διεθνούς συνωμοσίας».
Και κατέληξε ο κ. Βενιζέλος: «Αυτοί που φοβούνται την αλλαγή και είναι παραδοσιοκρατικοί στο όνομα μιας δήθεν προοδευτικής αντίληψης και αν κάποιος εκφράζει, την ολιστική και απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων στην Ελλάδα, δεν είναι η εκκλησία, είναι μια κάποια Αριστερά. Η Αριστερά και η ανάμνησή της, γιατί δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, είναι αυτή η οποία φλερτάρει με την ολιστική την ασφυκτική αντίληψη των πραγμάτων με μια ενιαία εξήγηση περί των πάντων, που είναι ο ιστορικός υλισμός.
Δεν είναι η δημόσια ζωή μας ανοιχτόμυαλη και γενναιόδωρη. Είναι μέσα στην ασφυξία της παλιάς αντίληψης. Δεν είμαστε στο 2021. Είμαστε ακόμη στην δεκαετία του 1990, για μην πω του 1980 ή του 1970. Θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια. Δεν αρκούν οι κινήσεις που γίνονται και βεβαίως πρέπει όλα αυτά να αντιπροσωπεύουν την κοινωνία».