Κατά την ομιλία του στην εκδήλωση για την ελληνική υψηλή στρατηγική που διοργάνωσε το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρθηκε και στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, απαντώντας σε σχετική ερώτηση υπογράμμισε ότι η χώρα μας κατάφερε να καταστήσει σαφές τον τελευταίο χρόνο -και αυτό είναι μια επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής- ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών αφορούν και την Ευρώπη.
«Η Ευρώπη πρέπει να νοιάζεται ουσιαστικά για το τι συμβαίνει στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Το πετύχαμε και σας βεβαιώνω ότι ξεκινήσαμε αυτή τη συζήτηση δεν ήταν καθόλου αυτονόητο», επισήμανε χαρακτηριστικά.
Σημείωσε επίσης ότι, «αξιοποιούμε τη συμμετοχή μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια για να ενισχύσουμε το δίκαιο των θέσεών μας και ταυτόχρονα διευρύνουμε το πλέγμα των συμμαχιών μας συνομιλώντας με χώρες που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από την ίδια ματιά με μας».
«Δεύτερη πτυχή της ισχυρής ισχύος είναι η πορεία της οικονομίας μας, χωρίς ισχυρή οικονομία θα ήμασταν αδύναμοι να προβάλλουμε την ισχύ που επιθυμούμε. Σήμερα η χώρα δανείζεται με το ιστορικά χαμηλότερο επιτόκιο. Η Τουρκία δεν είναι σε αυτή την κατάσταση», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε ότι «υπάρχει μια αναγνώριση ότι η χώρα έχει μια σοβαρή, αξιόπιστη, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση η οποία ακούγεται και δεν μιλά μόνο για τα θέματα που την αφορούν άμεσα, αλλά μπορεί να συμμετέχει στις ευρωπαϊκές και διατλαντικές διεργασίες μιλώντας και για τα προβλήματα των άλλων».
«Μετά από δέκα χρόνια υποεπένδυσης στις ένοπλες δυνάμεις πρέπει να κάνουμε μια σειρά από κινήσεις που θα στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η αποτρεπτική δυνατότητα των ενόπλων δυνάμεων ενισχύεται με το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο», ανέφερε ο πρωθυπουργός, σημειώνοντας ότι θα ήταν λάθος να μπούμε σε μια κούρσα εξοπλισμών.
«Θέλουμε να συζητήσουμε με την Τουρκία με καλή διάθεση χωρίς να μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας είναι ισχυρότατη», είπε και έκανε λόγο για «μια χώρα που έχει αυτοπεποίθηση μπορεί να μιλάει και να υπερασπίζεται τα δίκαιά της και ενίοτε και στο εσωτερικό της χώρας να αντιπαλεύει φωνές οι οποίες είναι τόσο ακραίες που οδηγούν νομοτελειακά σε καταστάσεις που δεν θέλουμε και δεν θεωρούμε ότι είναι προς όφελος των εθνικών συμφερόντων».
«Το διακύβευμα είναι μια Ελλάδα με ευημερία και αυτοπεποίθηση»
«Αν το διακύβευμα των πρώτων εκατό χρόνων από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους ήταν η εθνική ολοκλήρωση, η οποία ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και το διακύβευμα των δεύτερων εκατό ετών ήταν η οικονομική ανάπτυξη, με τη δυνατότητα της χώρας, παρά τα μεγάλα προβλήματα και την οπισθοχώρηση της τελευταίας δεκαετίας, να συμμετέχει σε ένα club των πιο πλούσιων χωρών του κόσμου, ποιο πρέπει να είναι το διακύβευμα της τρίτης εκατονταετίας;», ρώτησε ο πρωθυπουργός.
«Θα έλεγα ότι είναι μια Ελλάδα που έχει αυτοπεποίθηση, δίνει μεγάλη έμφαση στην οικονομική ευημερία προς όφελος όλων των πολιτών, αντιμετωπίζει δηλαδή ουσιαστικά προβλήματα κοινωνικών ανισοτήτων τα οποία παντού στον κόσμο διευρύνθηκαν. Μια χώρα που έχει ισχυρή θέση περιφερειακή, είναι αξιόπιστος σύμμαχος και συνδυάζει την σκληρή ισχύ με οικονομική δύναμη και με μια δυνατότητα να μπορεί να επενδύει σε αυτό που ονομάζουμε ήπια ισχύ που είναι η αξιοπιστία της χώρας και τη δυνατότητά της να ασκεί ενεργό πολιτική ενδεχομένως με μη παραδοσιακό τρόπο», συνέχισε.
Με τον κ. Μητσοτάκη να προσθέτει, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Για παράδειγμα η ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας που προέκυψε ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο διαχειριστήκαμε την πανδημία είναι ένα παράδειγμα που μπορεί να αλλάξει την εικόνα την οποία έχουν άλλοι για αυτή. Και αυτή η αλλαγή παραδείγματος να έχει ένα πολλαπλασιαστικό όφελος ως προς τη δυνατότητα της χώρας να προσελκύσει επενδύσεις, να προσελκύσει ταλέντα, να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα».
Τέλος, ο πρωθυπουργός επισήμανε: «Είναι ένα μικρό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον διαχωρισμό μεταξύ της ήπιας ισχύος που είναι το ισχυροποιημένο brand της χώρας σε σχέση με τους κλασσικούς μοχλούς της γεωπολιτικής ισχύος».
«Η διασπορά είναι μια τεράστια προίκα για τη χώρα μας»
Σε ερώτηση για την ελληνική διασπορά, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «επιτέλους δώσαμε το δικαίωμα σε συμπολίτες που κατοικούν στο εξωτερικό να μπορούν να ψηφίζουν από τον μόνιμο τόπο διαμονής τους, να συμμετέχουν στα κοινά χωρίς να χρειάζεται να δαπανούν χρόνο και χρήμα για να έρθουν στην Ελλάδα».
«Όλη η γενιά του brain drain, τα παιδιά που έφυγαν από την Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις και θα μπορούν να ψηφίζουν από το μόνιμο τόπο διαμονής τους. Είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί τους θέλουμε ενεργά συμμετέχοντες στα πολιτικά δρώμενα της χώρας», είπε.
Επισήμανε ότι, οι δυνατότητες που έχει η χώρα για να επιστρέψουν οι συμπολίτες μας που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης είναι πολύ περισσότερες από ότι ήταν πριν από χρόνια. «Υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση, καθώς πιστεύω ότι η ελληνική οικονομία μετά την πανδημία θα μπει σε μια τροχιά γρήγορης ανάπτυξης, ξένες εταιρείες επενδύουν στην Ελλάδα και αναζητούν πολύ συχνά ανθρώπινο δυναμικό με τα χαρακτηριστικά που έχουν συμπολίτες που έφυγαν από τη χώρα, που έχει η νέα διασπορά», σημείωσε σχετικά.
Επίσης, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα όχι μόνο αν θα τους προκύψει μια καλή επαγγελματική ευκαιρία, θα επιστρέψουν αν έχουν εμπιστοσύνη στις μακροπρόθεσμες δυνατότητες της χώρας να προοδεύσει και να μπορέσει να ξεκολλήσει από το τέλμα της τελευταίας δεκαετίας. «Και αυτή η προοπτική διαφαίνεται στον ορίζοντα» είπε υπογραμμίζοντας ότι «η διασπορά είναι μια τεράστια προίκα για τη χώρα μας».