Η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, οι εκκρεμότητες της Αθήνας με τα Τίρανα για τα θαλάσσια σύνορα, τα ελληνοτουρκικά και η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων βρέθηκαν στο επίκεντρο τραπεζιού στο συνέδριο του Economist. Το συνέδριο έγινε με τη συμμετοχή δύο Βαλκάνιων πρωθυπουργών, των κ. Ζάεφ και Ράμα, αλλά και δύο μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου και πρώην υπουργών Εξωτερικών, της Ντόρας Μπακογιάννη και του Γιώργου Κατρούγκαλου.
Για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας ειδικότερα, τα «ξίφη» τους διασταύρωσαν η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Έντι Ράμα, με τον Αλβανό πρωθυπουργό να υποστηρίζει, πρώτος, «αργά ή γρήγορα θα καταλήξουμε σε κοινή άποψη για τις θαλάσσιες ζώνες», προτείνοντας την επίλυση των ζητημάτων είτε με τη βοήθεια τρίτων χωρών, όπως είπε, είτε στο Διεθνές Δικαστήριο.
Όμως, ο Έντι Ράμα έβαλε την παράμετρο της τουρκικής παρουσίας στα Δυτικά Βαλκάνια, λέγοντας: «Βρισκόμαστε σε στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα και την Τουρκία, δεν αισθάνομαι ότι η Αλβανία βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Η Τουρκία παίζει κρίσιμο ρόλο για την ασφάλεια της Ευρώπης, ομοίως η Ελλάδα παίζει κρίσιμο ρόλο για τα σύνορα της Ευρώπης. Αναμφίβολα ο Τούρκος Πρόεδρος δεν είναι κατά των Ελλήνων».
Ανταπαντώντας η βουλευτής της ΝΔ, εξέφρασε εισαγωγικώς τη δυσαρέσκειά της για την απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, προ δεκαετίας, με την οποία ακυρώθηκε η ελληνο-αλβανική συμφωνία για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων, που είχε υπογραφεί στα Τίρανα. «Δεν υπάρχει δικαιολογία για το ότι δεν έχουμε συμφωνία μετά από 12 χρόνια», υπογράμμισε.
Και ζήτησε να υπάρξει συμφωνία: «Θα είναι σημαντική και για τις δυο χώρες», επέμεινε χαρακτηριστικά με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «η Ελλάδα υπέγραψε δύο σημαντικές συμφωνίες, με την Αίγυπτο και την Ιταλία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, ελπίζουμε να συνεχίσουμε σε αυτήν την πορεία και με την Αλβανία». Ξεκαθαρίζοντας παράλληλα όμως ότι «η παρέμβαση τρίτων χωρών δεν βοηθάει, ξέρουμε ότι η Τουρκία ήταν κατά της συμφωνίας».
Ο διάλογος έκλεισε με τον Έντι Ράμα να λέει ότι προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο φοβούμενος την αυξανόμενη ένταση, στη χώρα του, μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν ισχύουν τα περί τουρκικής ανάμειξης.
Κλείνοντας το σχετικό απόσπασμα, ο Αλβανός πρωθυπουργός εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του, όπως ανέφερε, προς τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και τον υπουργό Εξωτερικών Νίκου Δένδια, γιατί «επέδειξαν εποικοδομητική συμπεριφορά και επιθυμία να επιλυθεί το θέμα (…) Είμαι πεπεισμένος ότι με τη νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο».
Στο θέμα παρενέβη και ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, που είπε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «είχε δημιουργικές διαπραγματεύσεις (σ.σ. με την κυβέρνηση των Τιράνων), οι οποίες μάλιστα είχαν φτάσει πολύ κοντά στη σύναψη συμφωνίας για όλα τα θέματα, συμπεριλαμβανομένης της ΑΟΖ.
Στηρίζουμε επίσης τις ευρωπαϊκές προοπτικές της Αλβανίας», δήλωσε εξάλλου ο βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ οι δύο Έλληνες βουλευτές συμφώνησαν στη διαπίστωση ότι η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας μπορεί να αποτελέσει γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο κρατών.
Ο Ζόραν Ζάεφ για τις σχέσεις με την Ελλάδα
Αναφορικά με τις σχέσεις Αθηνών και Σκοπίων, ο Ζόραν Ζάεφ δήλωσε πως είχε την ευκαιρία να συζητήσει με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό τα θέματα για την ονομασία των προϊόντων – «θα έχουμε σύντομα συνάντηση εμπειρογνωμόνων για να βρούμε λύση»- αλλά και για τα βιβλία, θέμα για το οποίο «δουλεύουμε από κοινού», εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι θα βρεθούν λύσεις «το συντομότερο δυνατό».
Ταυτόχρονα δε, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας υπογράμμισε τη σημασία που έχει η χώρα μας για τη δική του χώρα: «Η Ελλάδα είναι τα τελευταία χρόνια ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βόρειας Μακεδονίας και ο τρίτος μεγαλύτερος επενδυτής. Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών αυξήσαμε το εμπόριό μας κατά 20%», πρόσθεσε.
Ενώ η κ. Μπακογιάννη από την πλευρά της σημείωσε πως «παρότι δεν υποστηρίξαμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, χαρήκαμε από την επανεκλογή Ζάεφ», στο πλαίσιο της ευρύτερης αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του ακραίου εθνικισμού στα Βαλκάνια.
Στον αντίποδα, ο κ. Κατρούγκαλος είπε πως θεωρεί «ιδιαίτερα σημαντική την αναγνώριση της ιστορικής, θετικής σημασίας της Συμφωνίας (σ.σ. των Πρεσπών) και από την κυβέρνηση της ΝΔ, που έχει ξεπεράσει όσα έλεγε κατά την κύρωση της και δεν επικαλείται καν την αδυναμία ακύρωσης της.
«Δεν μπορώ όμως», συνέχισε, «παρά να παρατηρήσω σημαντικές καθυστερήσεις που υπάρχουν ως προς την εφαρμογή της, ιδίως σε ό,τι αφορά τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα. Ας ελπίσουμε ότι θα ξεπεραστούν».
Για το ευρύτερο θέμα της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, η Ντόρα Μπακογιάννη αναγνώρισε πως «η Ελλάδα έχει την ευθύνη να προωθήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις υποψηφιότητες των δύο χωρών στην Ε.Ε.».
Όμως από την άλλη, σημείωσε εμφατικά, «υπάρχει η ευθύνη εκ μέρους των εταίρων μας, να προχωρήσουν όλες αυτές οι αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν προκειμένου να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία με πιο σαφή τρόπο, να καταπολεμηθεί η διαφθορά (…) πιστεύω ότι με αυτούς τους ηγέτες που έχουμε αυτή τη στιγμή στα δυτικά Βαλκάνια και υπό τη γερμανική Προεδρία πως θα κάνουμε την απαραίτητη πρόοδο», ανέφερε σε άλλο σημείο της παρέμβασής της.
Μπακογιάννη -Κατρούγκαλος για ελληνοτουρκικά
Για τα ελληνο-τουρκικά, τέλος, η Ντόρα Μπακογιάννη αφού παρατήρησε πως είναι γνωστό ότι «είμαι υπέρ του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας», ξεκαθάρισε ότι αυτός μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχουν απειλές.
«Ελπίζω ειλικρινά ο Πρόεδρος Ερντογάν να καταβάλλει όλες τις απαραίτητες προσπάθειες ώστε να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης, να αλλάξει τη ρητορική του.
Τον γνωρίζω τόσα χρόνια, μπορούμε να επιστρέψουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως οι λαοί μας ειλικρινά θέλουν, να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο είτε να συμφωνήσουμε είτε να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο, με ένα μόνο θέμα, την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών».
Ενώ ο Γιώργος Κατρούγκαλος τόνισε, από τη δική του πλευρά, ότι «ο ‘ελέφαντας στο δωμάτιο’, στα Βαλκάνια και όχι μόνο, είναι η Τουρκία, και οι αναβαθμισμένες επιδιώξεις της να γίνει περιφερειακή δύναμη.
Θεμιτές είναι οι φιλοδοξίες αυτές, αρκεί να είναι νόμιμες, να βασίζονται στο διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα, να πεισθεί η Τουρκία ότι μόνον έτσι θα μπορέσει να έχει θέση στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια».
Στο περιθώριο της συζήτησης, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας μίλησε για τις αναμνήσεις του από παλαιότερη επίσκεψή του στην Αθήνα και τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αλλά και τη δήμαρχο Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη, συγκεκριμένα τη συμβολή της τελευταίας στην ενσωμάτωση των Αλβανών στην πρωτεύουσα.