Άσκηση λεπτών διπλωματικών ισορροπιών αποτελεί για τη χώρα μας το ζήτημα του διαλόγου με την Τουρκία, για την έναρξη του οποίου πιέζουν εταίροι και σύμμαχοι, ενίοτε και άκομψα ή ρίχνοντας νερό στο μύλο της Άγκυρας, όπως έκανε ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, που αναγκάστηκε στη συνέχεια να μαζέψει τις δηλώσεις του.
Γράφει η Βίκυ Σαμαρά
Και αυτό καθώς αφενός η Ελλάδα δεν μπορεί να εμφανίζεται ότι εκείνη αρνείται το διάλογο την ώρα που η Τουρκία παρόλο που συνεχίζει τις προκλήσεις στο Αιγαίο, ταυτόχρονα επιχειρεί να εμφανιστεί ως… διαλλακτική.
Είναι σημειωτέον η δεύτερη φορά που διαρρέεται περί «μυστικών» συνομιλιών των δύο πλευρών με την Άγκυρα να παίζει ξαφνικά το «καλό παιδί», πρόθυμο για διάλογο. Υπενθυμίζεται ότι η τουρκική προεδρία είχε αποκαλύψει την έναρξη συζητήσεων σε υπηρεσιακό επίπεδο στο Βερολίνο με γερμανική διαμεσολάβηση. Η Γερμανία όπως και το ΝΑΤΟ έχουν τα δικά τους γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και με δεδομένο ότι ο Τραμπ είναι απασχολημένος με τις επικείμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, υπάρχει και ένα κενό στη διεθνή διπλωματία στην περιοχή.
Τα τουρκικά παιχνίδια με απειλές από τη μία και δηλώσεις για «καζάν καζάν» από την άλλη, δεν οφείλονται φυσικά σε αλλαγές διάθεσης του «Σουλτάνου», αλλά εντάσσονται όπως εκτιμούν στην Αθήνα σε μία συγκεκριμένη στρατηγική με στόχο να συρθεί η Ελλάδα σε διμερείς συνομιλίες, αλλά υπό απειλή ή υπό το κράτος τετελεσμένων, ενδεχομένως ακόμη και ενός θερμού επεισοδίου. Σε αυτή την περίπτωση, οι διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας θα ήταν μειωμένες, καθώς προτεραιότητα θα συνιστούσε η ανάκτηση κυριαρχίας ή και εδάφους και η άλλη πλευρά θα ζητούσε σημαντικό μερίδιο στην ΑΟΖ.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει σε όλα τα επίπεδα ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, διαμηνύοντας πως διάλογος μπορεί να ξεκινήσει μόνο όταν η Τουρκία προχωρήσει σε έμπρακτη αποκλιμάκωση αποσύροντας το Oruc Reis και τα πολεμικά της σκάφη από την θαλάσσια περιοχή νοτίως του Καστελόριζου.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αξιοποίησε χθες την ευκαιρία της συνάντησης με το στέλεχος του ΚΚ της Κίνας, Yang Jiechi, για να απευθυνθεί αν και δεν ήταν προγραμματισμένο στην Αγκυρα και εμμέσως και στους συμμάχους, χωρίς να αναφερθεί ωστόσο στο ΝΑΤΟ, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ταυτόχρονα ασκούσε κριτική στον κ. Στόλτενμπεργκ, τον οποίο κάλεσε να φερθεί με τη σοβαρότητα που αρμόζει στη θέση του.
Το μήνυμα Μητσοτάκη αφορούσε στην πάγια θέση της ελληνικής κυβέρνησης: Πρώτα αποκλιμάκωση και μετά διάλογος. Η Αθήνα όμως εκτός από όρους θέτει και τα όρια του διαλόγου: Δηλαδή διάλογος σημαίνει επανέναρξη των διερευνητικών που σταμάτησαν με ευθύνη της Τουρκίας το 2016, με μόνο αντικείμενο τη μόνη διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, δηλαδή την υφαλοκρηπίδα και τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών και με ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη κατόπιν συνυποσχετικού.
Πέραν όμως των διπλωματικών λόγων, η Ελλάδα έχει και ένα ουσιαστικό λόγο να θέλει πραγματικά το διάλογο: Χωρίς διαπραγμάτευση δεν θα οριοθετηθεί ποτέ η ΑΟΖ. Υπάρχουν βέβαια και στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εσωτερικό της ΝΔ, φωνές που λένε όχι σε οποιονδήποτε διάλογο με την Τουρκία, ποντάροντας σε ένα «υπερπατριωτισμό». Ιδίως στο σαμαρικό στρατόπεδο επικρατεί τέτοια διάθεση. Όμως το να εμφανίζεται η Ελλάδα να αρνείται κάθε διάλογο, εκτός από τους κινδύνους διπλωματικής απομόνωσης, ενέχει όπως αναφέρθηκε και τον κίνδυνο να μη βρεθεί ποτέ μία λύση. Και αυτό καθώς είναι προφανές σε οποιονδήποτε ρεαλιστή, τονίζουν παρατηρητές, ότι το θέμα της ΑΟΖ δεν μπορεί να λυθεί μονομερώς.
Χαρακτηριστικά ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Κώστας Καραμανλής, επισήμανε (Παραπολιτικά FM) ότι χωρίς διαπραγμάτευση δεν υπάρχει ΑΟΖ και τόνισε πως όποιος αρνείται αυτή τη βασική αλήθεια, αρνείται την οριοθέτηση και την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, δηλαδή όσοι λένε όχι σε διάλογο για κανένα ζήτημα στην ουσία ή αυταπατώνται ή εξαπατούν την κοινή γνώμη.
Βέβαια, είμαστε ακόμη πολύ μακριά σε κάθε περίπτωση από μία συζήτηση με προοπτικές για Χάγη. Η μόνη φορά που οι δύο χώρες είχαν φτάσει σε συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας ήταν επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή και κυρίως όταν η Ελλάδα ήταν εκτός ΝΑΤΟ.
Και δεν είναι μόνο η Συμμαχία που αντί να βοηθά στην εκτόνωση περιπλέκει τα πράγματα, αλλά και οι Ευρωπαίοι εταίροι. Στην Αθήνα πάντως έχουν πλέον διαπιστώσει ότι η πολιτική του κατευνασμού και της ευρωπαϊκής Τουρκίας έχει τελειώσει πια. Τη διαπίστωση αυτή είχε κάνει πρώτη η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, δηλώνοντας ότι το Ελσίνκι έχει πια τελειώσει και προτείνοντας μία ευρωτουρκική συμφωνία σε τρεις άξονες: Την οικονομική σχέση Τουρκίας- ΕΕ, το μεταναστευτικό και τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.