Συμφωνία χρηματοδότησης για τη συνέχιση του προγράμματος φιλοξενίας αιτούντων άσυλο ESTIA, συνυπέγραψαν σήμερα ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, και ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Φιλίπ Λεκλέρκ, στο υπουργείο Μετανάστευσης.
Πρόκειται για το πρόγραμμα ESTIA II, που χρηματοδοτείται για το 2020 με 91,5 εκατομμύρια ευρώ για τη στέγαση και 125 εκατομμύρια ευρώ για την παροχή οικονομικής βοήθειας στους αιτούντες άσυλο. Η συμφωνία είναι τριμερής, καθώς το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και είχε ήδη υπογραφεί ηλεκτρονικά από εκπρόσωπο της Κομισιόν. Στη συμφωνία εξειδικεύονται οι μεταβατικές διαδικασίες για την ανάληψη της ευθύνης του προγράμματος από το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου.
Σε δηλώσεις του στα ΜΜΕ μετά την υπογραφή της συμφωνίας ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, επισήμανε ότι το πρόγραμμα θα παρέχει 25.500 θέσεις φιλοξενίας, ωστόσο «στόχος μας είναι να το αυξήσουμε το 2021 σε 40.000 θέσεις, ώστε πρώτον να μειώσουμε τον πληθυσμό που βρίσκεται στα ελληνικά νησιά- η αποσυμφόρηση των νησιών είναι για εμάς μια ουσιαστική προτεραιότητα- και δεύτερον να μειώσουμε τον αριθμό των δομών που υπάρχουν στην ηπειρωτική Ελλάδα περιορίζοντας τις επιπτώσεις της μεταναστευτικής κρίσης στις τοπικές κοινωνίες». Επίσης, συμπλήρωσε ότι στόχος του υπουργείου για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες είναι «να μπορέσουμε να τους ενσωματώσουμε με ασφάλεια στην ελληνική κοινωνία αποϊδρυματοποιώντας τους από το πρόγραμμα ESTIA και παρέχοντας τις απαραίτητες δεξιότητες, ώστε να μπορούν να μπουν στην αγορά εργασίας».
Επίσης, ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε ότι στόχος του υπουργείου είναι το ποσό χρηματοδότησης του προγράμματος να περιοριστεί το 2021, «αφενός με την ουσιαστική μείωση των ροών και αφετέρου με την επιτάχυνση της διαδικασίας ασύλου, ώστε αυτοί που είναι δικαιούχοι των προγραμμάτων αιτούντων άσυλο να απολαμβάνουν τα προνόμια για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και όχι για πολλά χρόνια όπως έγινε στο παρελθόν».
Τέλος, ο υπουργός Μετανάστευσης τόνισε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι «για το μέλλον του προγράμματος» ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός και πρόσθεσε ότι «οι δήμοι μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στο διαμοιρασμό των αιτούντων άσυλο σε όλη τη χώρα με ένα τρόπο που είναι πιο ομαλή η αποδοχή τους και από τις τοπικές κοινωνίες».
Από την πλευρά του ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ στην Ελλάδα τόνισε ότι «είναι συγκινητικό για μένα να υπογράφω αυτή τη συμφωνία καθώς το 2016 μάς ζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δημιουργήσουμε 25.000 θέσεις σε μια περίοδο κρίσης, τόσο οικονομικής όσο και ανθρωπιστικής, και το καταφέραμε αυτό και είμαστε υπερήφανοι γιατί μαζί με τους εταίρους μας, ΜΚΟ και δήμους, έγινε εφικτό». Όπως πρόσθεσε, μέσω του προγράμματος περίπου 70.000 αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες ωφελήθηκαν σε όλη την Ελλάδα και οι οποίοι «ενσωματώθηκαν τόσο καλά», ενώ το πρόγραμμα απέδειξε ότι «υπάρχει ένα αξιοπρεπές σύστημα ασύλου».
Επίσης, ο κ. Λεκλέρκ υπογράμμισε ότι «είμαστε πολύ περήφανοι σήμερα που η ελληνική κυβέρνηση εκπληρώνει τη δέσμευσή της να αναλάβει τον έλεγχο του προγράμματος των 25.000 θέσεων σε όλη τη χώρα», ενώ συμπλήρωσε ότι ο διεθνής οργανισμός θα συνδράμει την κυβέρνηση στην υλοποίηση «αυτού του πολύ φιλόδοξου προγράμματος να βοηθήσει τους αιτούντες άσυλου που είναι ήδη στην Ελλάδα και αυτούς που θα έρθουν, ελπίζουμε σε μικρότερο αριθμό, με αξιοπρεπή τρόπο».
Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία, αφετηρία αυτής της διαδικασίας μετάβασης του προγράμματος στο υπουργείο θα είναι η μεταβίβαση της διαχείρισης 12.000 θέσεων στέγασης – σχεδόν το ήμισυ όλου του προγράμματος- την 1η Σεπτεμβρίου 2020.
Επίσης, ο διεθνής οργανισμός επισημαίνει ότι υπήρξε από την κυβέρνηση αναθεώρηση «κάποιων όρων και προδιαγραφών» για την υλοποίηση του προγράμματος και ότι «κάποιες από αυτές τις τροποποιήσεις πράγματι στοχεύουν στη διευκόλυνση της έγκαιρης μετάβασης χωρίς τον κίνδυνο να χαθούν θέσεις στέγασης».
Ωστόσο, η Ύπατη Αρμοστεία εκφράζει την ανησυχία της για τη μείωση του μοναδιαίου κόστους ανά ωφελούμενο κάνοντας λόγο «για τον πιθανό αντίκτυπο που μπορεί να έχει η σημαντική μείωση της χρηματοδότησης του νέου προγράμματος τόσο στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, όσο και στη δυνατότητα των εταίρων να ανταποκριθούν και να εκπληρώσουν τις προβλεπόμενες προδιαγραφές». Επίσης, υπενθυμίζει ότι το πρόγραμμα έχει καταφέρει «να κρατήσει ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική αποδοτικότητα και την ποιότητα, λειτουργώντας παράλληλα ως αρχική γέφυρα με τη διαδικασία ένταξης» και εκφράζει την ελπίδα να συνεχιστεί ως ένα βασικό τμήμα του συστήματος υποδοχής της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον κ. Μηταράκη, στόχος του υπουργείου «είναι ο περιορισμός του κόστους ανά θέση στο πρόγραμμα» και όπως είπε και εκείνος από την πλευρά του έγιναν διάφορες διορθωτικές κινήσεις «πάντα σε συνεννόηση με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τις οργανώσεις που συνεργάζονται στο ESTIA». Πηγές του υπουργείου τονίζουν, εξάλλου, ότι η συμφωνία «είναι προϊόν πολύμηνης διαπραγμάτευσης και στενής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων, λόγω της πολυπλοκότητας του προγράμματος, αλλά και της κοινής δέσμευσης για την επιτυχία της μετάβασης χωρίς την απώλεια θέσεων φιλοξενίας».
Σημειώνεται ότι στο νέο πρόγραμμα ESTIA II μπορούν να συμμετάσχουν ως εταίροι νομικά πρόσωπα δήμων, διεθνείς οργανισμοί, μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που εξειδικεύονται στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά και για πρώτη φορά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου Μετανάστευσης, «δίνεται έμφαση στη συνεργασία με υφιστάμενους φορείς υλοποίησης, οι οποίοι προς το παρόν και μέχρι την ολοκλήρωση της μετάβασης έχουν συμφωνία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ», ωστόσο «το ρυθμιστικό πλαίσιο του προγράμματος δίνει τη δυνατότητα και σε νέους φορείς να υποβάλλουν αιτήσεις προς το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, ώστε η δυναμικότητα του προγράμματος να ενδυναμωθεί με νέους εταίρους».
Κάνει εξάλλου λόγο για άρση «γραφειοκρατικών αγκυλώσεων του παρελθόντος», στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ευελιξίας «ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή των υφιστάμενων και των δυνητικών εταίρων του προγράμματος εντός των προβλεπόμενων χρονοδιαγραμμάτων».