Εκατόν ένα χρόνια συμπληρώθηκαν πριν λίγες ημέρες από την επέτειο της Γενοκτονίας των Ποντίων. Ωστόσο, ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι η λήψη της απόφασης εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων, για την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως Ημέρας μνήμης του ξεριζωμού 353.000 ομοεθνών μας από τους ορδές των Νεότουρκων του Τούρκου στρατιωτικού και πολιτικού Μουσταφά Κεμάλ, μόνο ανέφελη δεν ήταν. Θεωρητικά η σχετική συνεδρίαση που διεξήχθη στην Ολομέλεια τον Φεβρουάριο του 1994 θα έπρεπε να διεξαχθεί σε κλίμα ομοψυχίας και διακομματικής συνεννόησης.
Αντ’ αυτού όμως, άρχισαν να εκστομίζονται από εκπροσώπους του έθνους φράσεις πεζοδρομιακού ύφους όπως «άι χάσου χαφιέ», «ηλίθιε, δεν μπορώ να σε ακούω», «άντε ρε χαμένε», «αυτά να πας να τα πεις στη Βουλή της Άγκυρας ή της Μόσχας και όχι εδώ» και άλλα τέτοια ωραία! Εννοείται πως όλα αυτά έχουν διαγραφεί από τα επίσημα πρακτικά, ωστόσο καταγράφηκαν κανονικότατα στις εφημερίδες της εποχής. Στο διάβα των 26 χρόνων από τότε, αρκετοί ήταν αυτοί που φρόντισαν να ξεχαστεί η συγκεκριμένη συνεδρίαση για ευνόητους λόγους, ωστόσο τα γεγονότα δεν αλλάζουν και είμαστε εδώ για να σας τα παρουσιάσουμε.
Η επιστολή στον Ανδρέα Παπανδρέου
Καταρχάς ας δούμε πως φτάσαμε μέχρι εκεί. Η ιδέα καθιέρωσης της 19ης Μαΐου ως Ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ξεκίνησε όταν μια ομάδα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που κατάγονταν από την αλησμόνητη περιοχή της σημερινής Τουρκίας, έστειλαν στις αρχές του 1991 επιστολή στον τότε πρόεδρο του κόμματος, Ανδρέα Παπανδρέου, με την οποία του ζητούσαν να καταθέσει σχετική πρόταση νόμου. Ο ιδρυτής του κινήματος προφανώς και συμφώνησε, όπως και η Νέα Δημοκρατία που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην εξουσία με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Η κατάθεση της πρότασης στο Κοινοβούλιο θα γίνει με μια σχετική καθυστέρηση την 1η Απριλίου του 1992 από 22 βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Τελικά όμως δεν θα συζητηθεί, επειδή δεν βρέθηκε διαθέσιμη ημερομηνία για να ενταχθεί στο πρόγραμμα των συνεδριάσεων. Τον Οκτώβριο του 1993 που το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται στην εξουσία, επαναφέρει την πρόταση. Η νέα κατάθεση της πρότασης γίνεται στις 9 Δεκεμβρίου 1993 και συζητείται στην Ολομέλεια την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 1994. Εκεί ήταν που έγινε και ο χαμός.
Ο βουλευτής του ΚΚΕ που πυροδότησε τις αντιδράσεις
Όλα ξεκίνησαν όταν πήρε το λόγο ο βουλευτής Β’ Πειραιώς του ΚΚΕ, Γεράσιμος Αραβανής. Αρχικά στηλίτευσε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επειδή όπως τόνισε, «δεν υλοποίησε τις υποσχέσεις της για τους Πόντιους, οι οποίοι επέστρεψαν από την πρώην ΕΣΣΔ», εκφράζοντας παράλληλα την άποψη πως ήταν λάθος όχι μόνο η Μικρασιατική Εκστρατεία του 1922 αλλά και η «περιβόητη Μεγάλη Ιδέα του βενιζελισμού των πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων», προσθέτοντας πως «αυτό το λάθος συνεχίζεται εάν δεν αποκαλυφθεί ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής την εποχή της δεκαετίας του 1920».
Στο σημείο αυτό, σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής («Τα Νέα», 25/2/1994) ζήτησε να παρέμβει ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Άκης Τσοχατζόπουλος. «Παρακαλώ», είπε στον κ. Αραβανή, «να λάβετε υπόψη ότι σήμερα συνέρχεται το Σώμα σε μια συνεδρίαση θα έλεγα ιστορικού χαρακτήρα για να αποφασίσει την εκπλήρωση ενός εθνικού καθήκοντος που αφορά τη γενοκτονία που έγινε στον Ποντιακό Ελληνισμό. Δεν είναι της στιγμής να γίνεται ιστορική ερμηνεία για το 1918, το 1922 ή το 1925, δεν προσφέρεται τώρα. Ειδάλλως, πολύ φοβάμαι ότι αυτό το οποίο θέλουμε να κάνουμε (την καθιέρωση Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων) δεν πρόκειται να το επιτύχουμε».
«Άντε χάσου χαφιέ!»
Ο κ. Αραβανής όμως δεν τον άκουσε. Συνέχισε την τοποθέτησή του στο ίδιο μοτίβο, αναλύοντας την άποψή του για τη Μικρασιατική Καταστροφή και κάνοντας λόγο μονάχα για «δεκάδες χιλιάδες Ρωσοπόντιοι που έρχονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα». Σε αυτό το σημείο ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Λευτέρης Κωνσταντινίδης, ξεσπά: «Άντε χάσου χαφιέ! Δεν υπάρχουν Ρωσοπόντιοι, υπάρχουν Ελληνοπόντιοι». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Κώστας Μπαντουβάς αρχίζει να φωνάζει πως «αυτά που λες εδώ, να πας να τα πεις στη Βουλή της Μόσχας ή της Άγκυρας», ενώ ο συνάδελφός του, Μσχος Γικόνογλου, σηκώνεται και λέει: «Ηλίθιε, δεν μπορώ να σε ακούω, φεύγω». Επικρατεί χάος.
Μάταια από το προεδρείο ο αντιπρόεδρος του Σώματος, Παναγιώτης Σγουρίδης, προσπαθεί να βάλει μια τάξη χτυπώντας το καμπανάκι και ζητώντας από τους συναδέλφους του να ηρεμήσουν. «Κύριε Κωνσταντινίδη, ανακαλέστε τον χαρακτηρισμό “χαφιές” παρακαλώ» ζητάει επίμονα, κάτι όμως που δεν θα συμβεί.
Η παρέμβαση του ασθενούς προέδρου της Βουλής
Τα πνεύματα οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο όταν ο Αραβανής στρεφόμενος προς τα έδρανα της πλειοψηφίας είπε πως «ο κάθε Μπαντουβάς νομίζει ότι ψήλωσε επειδή πήγε στην Ίμβρο». Όλοι μαζί αρχίζουν να μιλάνε παράλληλα και να αλληλοκατηγορούνται. Ο πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαμάνης, αν και άρρωστος, αναγκάζεται να ανέβει στην έδρα για να επιβάλει την τάξη και να ζητήσει την απάλειψη από τα πρακτικά όλων των επίμαχων φράσεων. Η καθιέρωση της Ημέρας μνήμης της γενοκτονίας μόνο ομόθυμα δεν έγινε…
Οι φορτισμένες συγκινησιακά ομιλίες
Νωρίτερα πάντως είχαν προηγηθεί έντονα συγκινησιακές ομιλίες. Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, Λευτέρης Κωνσταντινίδης, με δάκρυα στα μάτια είχε μιλήσει με θέρμη για την καθιέρωση μιας τέτοιας ημέρας, λέγοντας πως «επί 70 χρόνια σιωπούσαμε ένα ιστορικό γεγονός, εγκλωβισμένοι κι εμείς στην πολιτική της δήθεν ελληνοτουρκικής φιλίας. Τη ίδια γενοκτονία προετοιμάζουν τώρα οι Τούρκοι εις βάρος του κουρδικού λαού».
Από τη μεριά του, ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, Ευγένιος Χαϊτίδης, σημείωνε ότι «διακατέχομαι από την ίδια συγκίνηση με τον κ. Κωνσταντινίδη (αμφότεροι Πόντιοι). Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γιατί αργήσαμε να αναγνωρίσουμε εκείνους που υπέμειναν τα πάντα και έζησαν κάτω από σκληρές συνθήκες στην ΕΣΣΔ χωρίς ν’ αλλάξουν διαβατήρια».
Τέλος, από την πλευρά του ο βουλευτής της Πολιτικής Άνοιξης, Αναστάσιος Νικόπουλος, υπογράμμιζε ότι «η αναγνώριση αυτή που υλοποιούμε σήμερα είναι μια συμβολή στην ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού και αναφέρεται ίσως στην πιο βασανισμένη ελληνική φυλή».
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.