Έντονη κριτική στην κυβέρνηση με αφορμή τη σημερινή Κοινή Υπουργική Απόφαση που εκδόθηκε προς εκτέλεση μέτρων για τους εργαζόμενους, ασκεί η Έφη Αχτσιόγλου, δηλώνοντας ότι η ΚΥΑ «επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους μας».
Η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει τα εξής:
1. Η απόφαση δεν προβλέπει καμία δέσμευση για διατήρηση των θέσεων εργασίας (ούτε καν του αριθμού αυτών) με το ίδιο προσωπικό, τις ίδιες συμβάσεις, τους ίδιους μισθούς στις επιχειρήσεις που έκλεισαν με κρατική εντολή, μόλις λήξει το απαράδεκτο μέτρο της αναστολής συμβάσεων εργασίας.
2. Η απόφαση προβλέπει ότι σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν ταυτόχρονα και τα δύο απαράδεκτα μέτρα της αναστολής συμβάσεων εργασίας και της εκ περιτροπής εργασίας με μισό μισθό σε οποιαδήποτε αναλογία. Έτσι σε μια επιχείρηση μπορεί ένα ποσοστό του προσωπικού να τεθεί σε αναστολή και ένα άλλο σε εκ περιτροπής με μείωση μισθού στο 50%.
3. Η απόφαση προβλέπει ότι ένας εργαζόμενος σε δύο θέσεις εργασίας δεν θα λάβει κανένα επίδομα αν η μία από τις επιχειρήσεις που εργάζεται τον θέσει σε αναστολή αλλά η άλλη εξακολουθεί να λειτουργεί.
4. Μετά τις σφοδρές αντιδράσεις και την κατακραυγή για τα μέτρα που οδηγούν σε μαζικές απολύσεις, η απόφαση προχωρά σε μερική αναδίπλωση μόνο ως προς τις επιχειρήσεις που πλήττονται και εφαρμόζουν το μέτρο της αναστολής, όχι σε αυτές που έκλεισαν με κρατική εντολή, και μόνο για 45 μέρες μετά τη λήξη της αναστολής».
Η κ. Αχτσιόγλου αναφέρει ακόμα πως «παραμένει σε ισχύ το απαράδεκτο μέτρο της γενικευμένης εφαρμογής εκ περιτροπής εργασίας ανεξαρτήτως προϋποθέσεων με μείωση μισθών των εργαζομένων κατά 50%». Τονίζει ότι «μάλιστα τούτο μπορεί να εφαρμοστεί και σε εργαζόμενους μερικής απασχόλησης οδηγώντας τους σε μηνιαίο μισθό της τάξης των 200 ευρώ ή και λιγότερα». Προσθέτει ότι παραμένουν έγκυρες οι δεκάδες χιλιάδες απολύσεις που έγιναν πριν τις 18 Μαρτίου, καθώς και ότι παραμένει σε ισχύ «ο αποκλεισμός των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων ακόμη και από το ανεπαρκές επίδομα των 800 ευρώ και η προσβλητική παραπομπή τους σε πρόγραμμα κατάρτισης».
Καταληκτικά, αναφέρει ότι η πολιτική της κυβέρνησης «είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι και η ελληνική κοινωνία». «Ο χρόνος πλέον μετράει αντίστροφα», προσθέτει.