Το θέμα των παρακολουθήσεων από την NSA «δεν είναι ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό και γίνονται συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο», δήλωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών Κυριάκος Γεροντόπουλος.
Απαντώντας σε ερώτηση γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει κάνει διάβημα προς τις ΗΠΑ μετά τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις, ο κ. Γεροντόπουλος τόνισε ότι «εκείνο το οποίο θέλουμε όλοι είναι να κατοχυρώσουμε ως πολίτες ότι κανένας δεν μας παρακολουθεί. Οφείλουμε όλοι να αντιδράσουμε».
Ο Έλληνας υφυπουργός, ο οποίος επισκέπτεται τη Λευκωσία, είχε συνομιλίες με τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Κασουλίδη.
Συζήτησαν τις προσπάθειες κατάληξης σε κοινό ανακοινωθέν μεταξύ των δύο κοινοτήτων για επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό.
Οι κ.κ. Κασουλίδης και Γεροντόπουλος εξέτασαν εκτενώς τη συνεργασία των Υπουργείων σε θέματα αποδήμων και υπέγραψαν Πρόγραμμα Συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας Αποδήμων και Επαναπατρισθέντων του κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών και της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Ο κ. Γεροντόπουλος χαρακτήρισε πολύ εποικοδομητική τη συζήτηση με τον κ. Κασουλίδη, η οποία «έδειξε την ταυτότητα απόψεων σε όλους τους τομείς, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό τώρα που το Κυπριακό μπαίνει σε μια καινούρια φάση».
Επίσης, σημείωσε πως το πρώτο βήμα που είναι απαραίτητο να γίνει, είναι η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο για να μπορέσει η Κυπριακή Δημοκρατία να προχωρήσει ελεύθερη και ενωμένη με βάση τις αρχές και τις αποφάσεις των ΗΕ και τις αρχές της ΕΕ.
Αναφερόμενος στη σημερινή συμφωνία μεταξύ των υπηρεσιών των δύο Υπουργείων, ο υφυπουργός τη χαρακτήρισε πολύ σημαντική, ενώ σημειολογικά, είπε, δίνει την αίσθηση ότι οι δύο χώρες προχωρούν μαζί. «Η χρησιμότητα του προγράμματος είναι προφανής, αφού υπογραμμίζει τη σημασία συντονισμού της πολιτικής των δύο κυβερνήσεων σε θέματα που άπτονται του αποδήμου Ελληνισμού, ενώ παράλληλα, προβλέπει την ανάπτυξη κοινών δράσεων και ενεργειών με στόχο τη διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητα των αποδήμων καθώς και την αξιοποίηση του ευρύτερου δυναμικού της ελληνικής διασποράς προς όφελος των εθνικών συμφερόντων», τόνισε.
Ο Κύπριος υπουργός δήλωσε, εξάλλου, ότι ευχαρίστησε για την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να συναντήσει τον Τουρκοκύπριο εκπρόσωπο στις συνομιλίες, «με δική μας παράκληση και μετά από δικό μας αίτημα, για να μπορεί να ανοίξει ο δρόμος, ο δικός μας διαπραγματευτής να μπορέσει να συναντήσει στο πιο ψηλό διπλωματικό επίπεδο τους εκπροσώπους του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας». Διευκρίνισε ότι οι ιδιαίτερες ευχαριστίες του προς την ελληνική κυβέρνηση δόθηκαν, «γιατί η Αθήνα δέχθηκε να συναντηθεί με τον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή, παρ’ όλο που η Ελλάδα δεν αποτελεί μέρος του προβλήματος και με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να εξισούται στο Κυπριακό με την Τουρκία».
Ο Ιω. Κασουλίδης ερωτηθείς πότε αναμένεται να υπάρξει κατάληξη στο κοινό ανακοινωθέν και αν οι συναντήσεις των διαπραγματευτών σε Αθήνα και Άγκυρα θα πραγματοποιηθούν πριν ή μετά το ανακοινωθέν αυτό, απάντησε πως δεν μπορεί ο ίδιος να προεξοφλήσει τον χρόνο που χρειάζεται για να υπάρξει κατάληξη στο θέμα του ανακοινωθέντος.
Τόνισε, ωστόσο, τη μεγάλη σημασία που έχει να ξεκαθαριστούν τα σημαντικά θέματα προτού υπάρξει συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων και συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις.
Όσον αφορά το κατά πόσον οι συναντήσεις των διαπραγματευτών σε Αθήνα και Άγκυρα γίνουν πριν ή μετά το κοινό ανακοινωθέν και τη συνάντηση των ηγετών, ο κ. Κασουλίδης είπε πως δεν γνωρίζει, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι δεν πρέπει να διασυνδέονται τα δύο αυτά θέματα.
Σε ερώτηση γιατί η Λευκωσία επέμεινε στη συνάντηση του Τουρκοκύπριου διαπραγματευτή με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών από τη στιγμή που, σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα δεν θεωρούσε αυτήν τη συνάντηση σωστή, ο κ. Κασουλίδης απάντησε ότι «Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονται σε πλήρη συνεννόηση».