Το Κυπριακό κυριάρχησε στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη, όπου συζητήθηκαν όλες οι τελευταίες εξελίξεις. Οι δύο ηγέτες αναφέρθηκαν, επίσης, και στα αποτελέσματα των τελευταίων επαφών του κ. Σαμαρά στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ.
«Είναι δεδομένο πως η οποιαδήποτε λύση του κυπριακού προβλήματος θα πρέπει να οδηγήσει σε ένα διζωνικό, κοινωνικό, ομόσπονδο Κράτος με μία διεθνή προσωπικότητα, μία κυριαρχία και μία ιθαγένεια. Και βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι, όποια τελική κρίση θα πρέπει να εγκριθεί με δημοψήφισμα από τον κυπριακό λαό. Μία λύση, η οποία θα είναι ασφαλώς και εντός των πλαισίων που ορίζει η σχέση μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση», επανέλαβε ο Αντώνης Σαμαράς.
Ο πρωθυπουργός έκανε αναφορά στον αναβαθμισμένο ρόλο που μπορεί η Ελλάδα και η Κύπρος να διαδραματίσουν στην περιοχή, λόγω ακριβώς και των ευρύτερων εξελίξεων, αλλά και του μεγάλου ζητήματος της ενέργειας και των πηγών ενέργειας που υπάρχουν στην περιοχή.
Ο κύπριος πρόεδρος μίλησε για συνεχή και ενεργό συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και ανέφερε ότι η επίσκεψή του εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της τακτικής αλληλοενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων.
Ο κ. Αναστασιάδης επανέλαβε ότι παρά τις τρέχουσες οικονομικές, δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει η Κύπρος, είναι αποφασισμένος να εργαστεί μεθοδικά, συστηματικά, έτσι ώστε ο νέος κύκλος συνομιλιών που επίκειται, πρώτον να είναι καλά προετοιμασμένος και δεύτερον να δίνει την ελπίδα ότι υπάρχει προοπτική, για μία λύση που θα διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνόλου των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Μια λύση που θα διασφαλίζει, πριν και πάνω από όλα, ότι η μετεξέλιξη του ενιαίου σε Ομοσπονδιακό Κράτος θα είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα όσα υπαγορεύονται από την ιδιότητά μας ως κράτους μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» τόνισε ο ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος είπε ότι συμφώνησαν πως δεν έχει σημασία ο χρόνος έναρξης των διαπραγματεύσεων, αλλά ο καλά προετοιμασμένος διάλογος.
Ταυτόχρονα συμφώνησαν πως απαιτείται μια νέα δυναμική στον διάλογο και ο κ. Αναστασιάδης σημείωσε ότι η επιστροφή της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου θα δώσει τη δυνατότητα να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, από τη μια των Ελληνοκυπρίων προς την Τουρκία, αλλά και τον διάλογο, ενώ από την άλλη θα φέρει τις δύο κοινότητες μαζί να εργάζονται για την ανοικοδόμηση μιας πόλης που για 39 τόσα χρόνια παραμένει ακατοίκητη.
«Το θέμα τώρα του διαπραγματευτή που θα επισκέπτεται ή θα έχει τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται με την Τουρκία ή και του Τουρκοκύπριου που εκφράζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα πλέον -και όχι βεβαίως το ψευδοκράτος ή το παράνομο καθεστώς- θεωρούμε ότι θα συμβάλει σημαντικά εις το να φέρει στο τραπέζι του διαλόγου ή να είναι υπόλογη – αν θέλετε, το πιο σημαντικό – η Τουρκία για τις προτάσεις που κατατίθενται και ιδιαίτερα, κατά πόσον αυτές οι προτάσεις είναι συμβατές με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, είναι συμβατές με όσα έχουμε διακηρύξει ως περιεχόμενο της λύσης» συνέχισε, υπογραμμίζοντας πως «επιδίωξη είναι το συντομότερο δυνατόν μία κοινή δήλωση, με τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία να προδιαγράφεται το περιεχόμενο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε και εις το τι σκοπεύουμε και στοχεύουμε σαν λύση, ενώ την ίδια ώρα να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που, επιτέλους, θα ξαναδώσουν την ελπίδα ότι υπάρχει προοπτική».