Στην «ενδεχόμενη διασύνδεση» της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή αναφέρεται η εφημερίδα New York Times καταγράφοντας τις εξελίξεις μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η ανταπόκριση από την Αθήνα κάνει λόγο σε «αντιφατικές μαρτυρίες» σχετικά με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το Γιώργο Ρουπακιά, καθώς μολονότι κάποιοι εκ των μαρτύρων ισχυρίζονται ότι ήταν παρούσα ομάδα αστυνομικών τη στιγμή της καταδίωξης του Παύλου Φύσσα από τους Χρυσαυγίτες, εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας δήλωσε ότι οι αστυνομικοί έφθασαν στον τόπο του εγκλήματος μετά τη δολοφονία.
Η δολοφονία, προσθέτει το δημοσίευμα, ώθησε την κυβέρνηση να ξεκινήσει μια «επικίνδυνη διαδικασία» καταστολής της Χρυσής Αυγής, διερευνώντας για πρώτη φορά ενδεχόμενη διασύνδεσή της με την αστυνομία. Η αστυνομία έκανε έρευνες σε τρία αστυνομικά τμήματα στα περίχωρα της Αθήνας, μία ημέρα μετά την απομάκρυνση επτά ανώτατων αξιωματικών της, ώστε να διασφαλισθεί «η απόλυτη αντικειμενικότητα» της έρευνας.
Επίσης, δύο υψηλόβαθμα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, είχαν παραιτηθεί τη Δευτέρα επικαλούμενοι «προσωπικούς λόγους».
Οι ενέργειες αυτές θα μπορούσαν, ωστόσο, να δημιουργήσουν αστάθεια σε μια χώρα, όπου οι δυνάμεις ασφαλείας διατηρούσαν δεσμούς με ακροδεξιές οργανώσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, θέτοντας σε δοκιμασία την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης και της κοινής γνώμης να ανακόψουν την επιρροή της Χρυσής Αυγής, η οποία αυξάνονταν διαρκώς στις δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
«Πρόκειται για μια κρίσιμη στιγμή», δήλωσε ο Χάρης Παπασωτηρίου, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσθέτοντας ότι «δεν είναι σαφές εάν η Ελλάδα θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο ασφαλής, μετά την καταστολή της Χρυσής Αυγής. Μολονότι υπάρχει ο κίνδυνος μιας ακόμη πιο βίαιης απάντησης, η καταστολή θα πρέπει να υλοποιηθεί».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, μέχρι τα πρόσφατα γεγονότα, η κυβέρνηση και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης «επεδείκνυαν μια εξοργιστική ανοχή» έναντι της εκστρατείας εκφοβισμού κατά των μεταναστών από τη Χρυσή Αυγή, αλλά τώρα, όπως επισημαίνει και ο κ. Παπασωτηρίου «έχουν παραβιάσει την κόκκινη γραμμή, σκοτώνοντας έναν Έλληνα και προκαλώντας ένα νέο κίνημα εναντίον τους».
Η οργή του κόσμου μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ενέτεινε την πίεση στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, να διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή μιας αστυνομίας, που είχε κατ’ επανάληψη υπερασπισθεί, παρά τη σωρεία δημοσιευμάτων που κατέγραφαν τους δεσμούς μεταξύ της αστυνομίας και της Χρυσής Αυγής, τονίζεται στην ανταπόκριση που προβάλλει η New York Times, προσθέτοντας ότι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισημαίνουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η αστυνομία «έκανε τα στραβά μάτια» κατά τη διάρκεια των συστηματικών επιθέσεων της Χρυσής Αυγής κατά των μεταναστών.
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται η εβραϊκή ιστοσελίδα «Shalom Life», όπου υποστηρίζεται ότι η Χρυσή Αυγή αρχίζει να χάνει την αποδοχή της ελληνικής κοινής γνώμης, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το ακροδεξιό κόμμα της Χρυσής Αυγής, που κατέφευγε συχνά σε αντισημιτικές δηλώσεις, διεύρυνε συνεχώς την επιρροή του μέχρι την δολοφονία του Παύλου Φύσσα από μέλος του κόμματος. Σε χθεσινή δημοσκόπηση, όπως επισημαίνεται, παρουσιάζεται για πρώτη φορά μείωση της δημοφιλίας του κόμματος κατά 2,5% στο 5,8%.
Το 77,8% των Ελλήνων, που συμμετείχαν στην έρευνα, θεωρεί ότι το κόμμα της Χρυσής Αυγής εμπλέκεται πράγματι στη δολοφονία, ενώ το 57,6% δήλωσε ότι το κόμμα αποτελεί απειλή για την δημοκρατία στην Ελλάδα. Το δημοσίευμα κάνει παράλληλα αναφορά στην ναζιστική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής και στα γεγονότα της δολοφονίας σημειώνοντας ότι σύμφωνα με την πρόσφατη δημοσκόπηση το 47,5% των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρεί την Χρυσή Αυγή «φασιστική οργάνωση», ενώ το 30,7%, την αποκαλεί «εγκληματική οργάνωση υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος».
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, δήλωσε μετά τη δολοφονία ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει στη Χρυσή Αυγή να υπονομεύει τη Δημοκρατία, ενώ κυβερνητικοί αξιωματούχοι επεσήμαναν ότι θα αντιμετωπίσουν το κόμμα ως «εγκληματική οργάνωση».