Η πρόταση της ΝΔ για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ευτελίζει τη διαδικασία ανάδειξης του, αναφέρει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κινήματος Αλλαγής, Ανδρέας Λοβέρδος, με συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, τονίζοντας ότι το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει σχετική πλειοψηφία αλλά μετά τη διάλυση της Βουλής και τις εκλογές.
«Στόχος ήταν να αποφύγουμε την κυβερνητική αστάθεια και όχι να φτάσουμε σε διατάξεις σαν αυτές που τελικά πρότεινε η Νέα Δημοκρατία επί ισοψηφίας να εκλέγεται ο πρεσβύτερος υποψήφιος. Διαμαρτυρόμαστε ως κόμμα γι΄ αυτά», επισημαίνει ο κ. Λοβέρδος.
Αποτιμώντας τις πρώτες 100 ημέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη σημειώνει πως «οφείλει να επικεντρωθεί περισσότερο στην παραγωγή ουσιαστικού έργου πάρα σε κινήσεις εντυπωσιασμού και καλοπιάσματος της κοινής γνώμης», ενώ υποστηρίζει ότι η αντιπολίτευση του Κινήματος Αλλαγής μέχρι τώρα έχει θετικό αποτύπωμα «όμως αξιόπιστο δείγμα θα φανεί» στο τέλος αυτού του πρώτου αντιπολιτευτικού εξαμήνου.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος θεωρεί ότι «το επικείμενο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ κι όσα θα ακολουθήσουν έχουν το νόημα της άρσης όλων των τυπικών δυσκολιών και δεν θα πρέπει να θεωρηθούν από κανένα ως απαρχή ευρύτερων εξελίξεων στο χώρο».
Για το κλίμα έντασης που επικράτησε στη Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ υπογραμμίζει ότι δεν φοβίζουν «οι μπαχαλάκηδες των πεζοδρομίων και των πλατειών των αγανακτισμένων» που «προσπαθούν να μεταφέρουν το ίδιο κλίμα στη Βουλή σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποσείσουν τις τεράστιες πολιτικές αλλά και για ορισμένους από αυτούς ποινικές ευθύνες».
Ως αρμόδιος τομεάρχης Εξωτερικών του Κινήματος Αλλαγής, ο Ανδρέας Λοβέρδος θεωρεί πρόσκαιρου χαρακτήρα την επιτυχία του Ταγίπ Ερντογάν στη Συρία, «στην ουσία και σε βάθος χρόνου δεν πρόκειται να βγει κερδισμένος από την κίνηση που έκανε». «Για να τα κρατήσει όλα αυτά χρειάζεται μεγάλες στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις και πάρα πολλούς οικονομικούς πόρους. Γι αυτό με διστακτικότερο τρόπο μπορεί να αναπτύξει τις βλέψεις του στη Μεσόγειο και ειδικά την Κύπρο».
Επίσης θεωρεί σωστή τη ενέργεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το βέτο της Γαλλίας, να μην δώσει ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Βόρεια Μακεδονία και τη Αλβανία . «Τα κριτήρια αυτά, στα οποία δεν ανταποκρίνονται οι δύο αυτές χώρες είναι κριτήρια θεσμικά, είναι κριτήρια οικονομικά και είναι επίσης κριτήρια που σχετίζονται με το κράτος δικαίου και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Θυμόμαστε ότι στην Αλβανία με τον πιο σκληρό τρόπο προσέβαλαν τα δικαιώματα των ομογενών μας. Δεν ήταν έκδηλη τότε η παραβίαση του κράτους δικαίου; Συνεπώς δεν έπρεπε να σταθούμε αρνητικά στην πρωτοβουλία των Γάλλων και στην απόφαση της Ε.Ε. να μην εκκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία», υποστηρίζει.
Όσον αναφορά στη συμφωνία των Πρεσπών επικρίνει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καθώς η συμφωνία «δεν προέβλεπε αυτό το ενδεχόμενο και άφησε ευρέα περιθώρια να μην ισχύει η νέα ονομασία αλλά για το εσωτερικό της χώρας αυτής να συναρτάται η εφαρμογή της από την πορεία προς την ΕΕ».