Να επιβεβαιώσει τα «περί χρημάτων σε βαλίτσα», που -δια του συνηγόρου του- δήλωσε χθες πως παρέλαβε από τον πρώην υπουργό της Κύπρου, Ντίνο Μιχαηλίδη και παρέδωσε στον Άκη Τσοχατζόπουλο κλήθηκε από την εισαγγελέα ο ξάδελφος του πρώην υπουργού, Νίκος Ζήγρας.
Ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι πριν αγοραστεί το ακίνητο στη Δεινοκράτους από τη ΜΠΛΟΥΜΠΕΛ, το 1998, παρέλαβε βαλίτσα από τον κ. Μιχαηλίδη και τη μετέφερε στο γραφείο του κ. Τσοχατζόπουλου.
Όπως είπε ο Ν. Ζήγρας, ενώπιόν του ο τότε υπουργός άνοιξε την βαλίτσα και είδε ότι μέσα είχε 80 εκατ. δραχμές. Ο κατηγορούμενος επισήμανε, επίσης, ότι το εν λόγω ακίνητο, που κατέληξε στην Αρετή Τσοχατζοπούλου μέσω αγοράς, είχε επιλέγει από τον ίδιο τον Άκη Τσοχατζόπουλο: «Εγώ δεν ήξερα πού βρισκόταν αυτό το ακίνητο. Η ΜΠΛΟΥΜΠΕΛ δεν επέλεξε κανένα ακίνητο, όπως και καμία άλλη εταιρεία. Όλα ήταν καθ’ υπόδειξη του κ. Τσοχατζόπουλου».
Ο κατηγορούμενος είπε, επίσης, ότι δεν είχε καμία σχέση τόσο με την κόρη του πρώην υπουργού, Αρετή Τσοχατζοπούλου, όσο και με τη σύζυγό του, Βίκυ Σταμάτη.
Παρέμβαση για να δώσει διευκρινίσεις όσον αφορά το ποσό των χρημάτων που εμβάστηκαν από τη ρωσική ΑΝΤΕΥ στην κυπριακή ΝΤΡΟΥΜΙΛΑΝ για τα TORM1 έκανε στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πρώην γενικός διευθυντής Εξοπλισμών Γιάννης Σμπώκος, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο κατηγορούμενος ζήτησε τον λόγο, προκειμένου να απαντήσει στον ισχυρισμό του μάρτυρα Παναγιώτη Βλάχου, ο οποίος εκτίμησε ότι τα 25 εκατ. δολάρια που δόθηκαν από τη ρωσική, στην κυπριακή εταιρία, ήταν «παράνομη αμοιβή» που εκταμιεύθηκε όταν πίστωσε το ΥΕΘΑ ποσό 250 εκατ. δολαρίων για τα αντιαρματικά.
Όπως είπε ο κ. Σμπώκος, «με βάση τη σύμβαση, που υπογράφηκε στις 18 Ιουλίου του 2000 μεταξύ της ΑΝΤΕΥ και Drumilan Offset ορίζεται ότι η πληρωμή της δεύτερης για την υλοποίηση αντισταθμιστικών προγραμμάτων θα είναι το 10% των ποσών που θα εγκρίνονται. Πρόκειται δηλαδή, για κανονική πληρωμή για αντισταθμιστικά έργα».