Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου συνιστά εθνικό ζήτημα – και η διεκδίκησή του διακομματική υπόθεση, τουλάχιστον για τα κόμματα που καταδικάζουν τον ναζισμό. Αυτό εξάγεται από τις τοποθετήσεις των κομμάτων και της κυβέρνησης, σήμερα στη Βουλή, κατά τη συζήτηση σχετικής επερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, δεν έλειψαν οι διαφορετικές προσεγγίσεις για το χειρισμό του ζητήματος, η σκληρή κριτική για τη μέχρι τώρα διαχείρισή του και οι διαφωνίες για τη δυνατότητα συμψηφισμού των γερμανικών υποχρεώσεων με εκείνες που έχει αναλάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο των Μνημονίων.
«Το ζήτημα των αποζημιώσεων είναι ανοικτό, αλλά αυτή τη φορά θα κλείσει με τη Δικαιοσύνη να θριαμβεύει – και στην κίνηση αυτή, είμαστε και πάλι παρόντες, ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού», διατράνωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Αβραμόπουλος.
«Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει η αναφορά του θέματος να θεωρηθεί ως εχθρική κίνηση, για ένα λαό με τον οποίο πορευόμαστε μαζί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι ίδιοι οι Γερμανοί πολίτες έχουν καταδικάσει αυτό το παρελθόν – και κατανοούν τη θέση των Ελλήνων, που δεν ταυτίζει σε καμία περίπτωση τη σημερινή δημοκρατική Γερμανία με το παρελθόν ναζιστικό καθεστώς», ξεκαθάρισε.
Ο κ. Αβραμόπουλος παρατήρησε πως «κάποιοι επεχείρησαν να συνδέσουν την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις με το ζήτημα των αποζημιώσεων. Είναι λάθος – γιατί ένα ζήτημα ανοιχτό επί 60 χρόνια, δεν χωρά στο χρονοδιάγραμμα της κρίσης. Με τη διευθέτησή του όμως, σβήνει ένα σκοτεινό σημείο που μας άφησε η Ιστορία και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς μας σχέσεις».
Σε σχετική δε, παρατήρηση του Αλέξη Τσίπρα, πως το πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους χαρακτηρίστηκε ως «άκρως απόρρητο», χωρίς την δυνατότητα των κομμάτων της Βουλής να ενημερωθούν για το περιεχόμενό του, ο υπουργός Εξωτερικών διευκρίνισε πως «τον χαρακτηρισμό ως απορρήτου, τον έδωσαν οι ίδιοι οι χειριστές της υπόθεσης, διότι το περιεχόμενο του πορίσματος, περιλαμβάνει στοιχεία που θα έπρεπε με κάθε τρόπο να προστατευτούν από τυχόν εκμετάλλευσή τους, που μπορεί να βλάψει τον πολιτικό και διπλωματικό χειρισμό τους».
Προηγουμένως, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας είχε παρατηρήσει πως η Ελλάδα «μπήκε στο πρώτο Μνημόνιο με το βασικό επιχείρημα πως οι Έλληνες δεν μπορεί να είναι μπαταχτσήδες και να μην αποπληρώνουν τα χρέη τους – δεν ετέθη όμως ζήτημα των όσων χρωστάνε οι άλλοι σε μας».
Ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Κουρουμπλής (τυφλός από την ηλικία των 10 ετών, μετά από έκρηξη γερμανικής χειροβομβίδας, όπως υπενθύμισε) σημείωσε πως «στην πρώτη δανειακή σύμβαση, υπήρχε ένα άρθρο που απαγόρευε τον συμψηφισμό χρεών. Αυτό δείχνει την ανησυχία της Γερμανίας, μήπως η Ελλάδα θέσει το θέμα σε διακρατικό επίπεδο».
«Δεν μπορεί να υπάρξει συμψηφισμός με τα σημερινά χρέη, γιατί δεν χρωστάμε μόνον στη Γερμανία, αλλά σε όλες τις χώρες της Ευρώπης», απάντησε αργότερα, η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της ΝΔ Σοφία Βούλτεψη.
«Δεν θα μπορούσαμε να συμψηφίσουμε τις αποζημιώσεις με χρέη και κουρέματα, γιατί αυτό θα ήταν άδικο για τους αγωνιστές της αντίστασης και τους σφαγιασθέντες, να πάνε τα χρήματα σε τρύπες διαφθοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος. Τα χρήματα που θα καταβληθούν, θα πρέπει να τοποθετηθούν σε ειδικό ταμείο υπέρ των επομένων γενεών», εκτίμησε η βουλευτής.
«Ως βουλευτής της αντιπολίτευσης, ο σημερινός αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, είχε ζητήσει με ερώτησή του τον συμψηφισμό αυτών των χρημάτων. Το θέμα το είχατε θέσει εσείς…», υπενθύμισε στην κ. Βούλτεψη, ο εκπρόσωπος των ΑΝΕΛ Β. Καπερνάρος, ζητώντας εγγραφή του κατοχικού δανείου στον προϋπολογισμό.
«Η διεκδίκηση του δανείου δεν εφάπτεται ούτε υποκαθιστά τους στόχους της αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας», υποστήριξε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, απορρίπτοντας τις αιτιάσεις περί αδράνειας των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων στη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, καίτοι παραδέχθηκε πως οι χειρισμοί αυτοί δεν ήσαν αρκετοί.
«Μια ολόκληρη σειρά ελληνικών κυβερνήσεων, έθεσαν με ευθύ απερίφραστο, διπλωματικά τεκμηριωμένο τρόπο το ζήτημα αυτό, με αποκορύφωμα την κορυφαία νομική ενέργεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, να παρέμβει η Ελληνική Δημοκρατία στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπου εκδικαζόταν γερμανική προσφυγή εναντίον της Ιταλίας. Και όλες οι κρίσιμες διαδικαστικές φάσεις στη Χάγη, διεξήχθησαν τους μήνες που συνέβαινε να είμαι υπουργός των Οικονομικών και να έχουμε τη σκληρότερη διαπραγμάτευση για το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης», τόνισε ο κ. Βενιζέλος.
«Το υλικό για τις γερμανικές αποζημιώσεις, δεν ήταν συγκεντρωμένο σε έναν ενιαίο χώρο, ούτε είχε ποτέ ταξινομηθεί. Υπήρχαν επίσης επιμέρους αρχεία σε άλλες διευθύνσεις και κτιριακές εγκαταστάσεις», ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας.
«Μετά από παράταση εργασιών λόγω του αρκετά μεγάλου όγκου του αρχειακού υλικού, η ομάδα εργασίας ολοκλήρωσε το έργο της τακτοποίησης και καταγραφής του αρχειακού υλικού, για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια» ανέφερε.
Από πλευράς ΔΗΜΑΡ, ο Βασίλης Οικονόμου εξήρε την κυβέρνηση για την «αξιοθαύμαστη ενεργητικότητα» που έχει επιδείξει για την προώθηση της υπόθεσης. «Η Γερμανία πρέπει να πληρώσει. Δεν το βάζουμε συμψηφιστικά με τις δύσκολες καταστάσεις που περνά η χώρα για να πουν κάποιοι πως η ελληνική κουτοπονηριά θριαμβεύει – αλλά θα διεκδικήσουμε τα δίκαιά μας», ανέφερε.
«Τα χρήματα του κατοχικού δανείου είναι άμεσα απαιτητά», υποστήριξε και ο Σ. Χαλβατζής (ΚΚΕ). «Οφείλουν να επιστρέψουν και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Η τρικομματική κυβέρνηση, δεν έχει κανένα δικαίωμα να αφήνει το πρόβλημα αυτό στις ελληνικές καλένδες», συμπλήρωσε.
Εξ άλλου, συγκινητική υπήρξε η πρωτομιλία του Μανώλη Γλέζου, ο οποίος υπενθύμισε πως «σαν σήμερα, στις 23 Απριλίου του 1944, στο Μεσόβουνο της Κοζάνης, σε μια τρίτη στη σειρά επιδρομή τους, οι χιτλερικοί εκτέλεσαν 150 γυναικόπαιδα, όπως επίσης και στο Κάτω Γραμματικό της ίδιας περιοχής. Στην Κουτοτσόφλιανη εκτελέστηκαν 13 και στην Αθήνα 4».
Ο κ. Γλέζος, χαιρέτισε την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να ανακινήσει το ζήτημα των αποζημιώσεων και δήλωσε πως «όλοι οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, όλος ο ελληνικός λαός, περιμένουμε να καλέσει η ελληνική κυβέρνηση την γερμανική, και να συζητήσουμε. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θα ταυτίσει τον εαυτό της με την ιστορία του έθνους και με το μέλλον της χώρας μας».
Γεννημένη στα Καλάβρυτα, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μαρία Κανελλοπούλου, αναφέρθηκε εκτενώς στις λεηλασίες αρχαιολογικών θησαυρών από τους ναζί και σημείωσε πως «στα μαρτυρικά Καλάβρυτα, υπάρχουν κάποιοι κρυφοί θαυμαστές των δημίων μας, που ονειρεύονται ένα νέο ολοκαύτωμα, όπως τόλμησαν προεκλογικά να γράψουν στο δρόμο για το χωριό μου».
Αντίστοιχη αναφορά στη Χρυσή Αυγή, επεφύλασσε και ο Αλέξης Τσίπρας, όταν στη δική του ομιλία ζήτησε τη σύσταση μιας κοινοβουλευτικής Επιτροπής διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, «με την εξαίρεση του φιλοναζιστικού κόμματος της Βουλής που σήμερα απουσιάζει και είναι μεγάλη ντροπή για τη χώρα να βρίσκεται στην αίθουσα».
Αργότερα, έχοντας προσέλθει στην αίθουσα για τη δική του ομιλία, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής Χρήστος Παππάς, κατηγόρησε τον Αλ. Τσίπρα για «κομανέτσια κυβίστηση στο θέμα της κατάργησης του Μνημονίου» και εγκάλεσε την κυβέρνηση πως «μειοδοτεί βασιζόμενη σε λανθασμένους υπολογισμούς του κατοχικού δανείου», επικαλούμενος ο ίδιος εκτιμήσεις για «πάνω από μισό τρισεκατομμύριο ευρώ».
«Για να διεκδικήσουμε τα όσα μας οφείλουν, θέλουμε Μεταξάδες και όχι Σαμαράδες. Δεν κυβερνάται η χώρα απ’ τον Χίτλερ, αλλά απ’ την Μέρκελ και τον Σόιμπλε», παρατήρησε ο κ. Παππάς, προτού αποχωρήσει από την αίθουσα.