Οι ευρωεκλογές του Μαΐου έδειξαν ότι όλο και περισσότεροι είναι οι πολίτες εκείνοι που θεωρούν ότι η ψήφος τους δεν έχει νόημα, αρνούνται να προσέλθουν στην εκλογική διαδικασία, επιλέγουν την αποχή η οποία τείνει να γίνει ένα μόνιμο γεγονός.
Η καθολική ψηφοφορία, η οποία όμως σήμερα θεωρείται αυτονόητη, δεν ήταν καθόλου αυτονόητη στο παρελθόν, σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Το Σύνταγμα του 1864, το πλέον φιλελεύθερο και προωθημένο από όλα τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά Συντάγματα, καθιέρωσε το δημοκρατικό πολίτευμα. Η θεμελιώδης αρχής του, η δημοκρατική αρχή, η «αρχή της λαϊκής κυριαρχίας», εφαρμόστηκε και πραγματώθηκε μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. Η συνταγματική κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας από τη Β’ Εθνοσυνέλευση, το 1864, αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός, ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
Βάσει του άρθρου 66 του Συντάγματος του 1864, «η Βουλή σύγκειται εκ των βουλευτών εκλεγομένων υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών δι’ αμέσου καθολικής και μυστικής δια σφαιριδίων ψηφοφορίας κατά τον υπό της Συνελεύσεως ταύτης ψηφισθησόμενον περί εκλογής νόμον, μεταβλητόν όντα κατά τα λοιπάς διατάξεις αυτού. Αι βουλευτικαί εκλογαί διατάσσονται και ενεργούνται ταυτοχρόνως καθ΄όλην την επικράτειαν».
Η ψήφος στην αρχαία Ελλάδα
Ψήφος ήταν το μικρό λειασμένο λιθάρι (όπως και το ψηφιδωτό), το οποίο χρησιμοποιούσαν οι δικαστές στα δικαστήρια της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, προκειμένου να δηλώσουν κάθε φορά την επιλογή τους στην υπόθεση που συζητούσαν. Σήμερα, η ψήφος είναι το μέσο που χρησιμοποιείται, σε μια συντεταγμένη πολιτεία, προκειμένου να δηλώσει ο πολίτης – ψηφοφόρος τη βούλησή του, στο πλαίσιο μιας εκλογικής διαδικασίας.
Από το ψηφοδέλτιο στο σφαιρίδιο
Στη χώρα μας, ως μέσα ψηφοφορίας έχουν χρησιμοποιηθεί το ψηφοδέλτιο και το σφαιρίδιο, ενώ πριν από την Επανάσταση, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, επικρατούσε η προφορική και φανερή ψηφοφορία στις συνελεύσεις των τοπικών κοινοτήτων, των λεγόμενων δημογεροντιών.
Το ψηφοδέλτιο το εισήγαγαν στην Ελλάδα οι Βαυαροί. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις πρώτες δημοτικές εκλογές του 1834, καθώς και στις πρώτες γενικές βουλευτικές εκλογές του 1844, μετά από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Ήταν λευκό και ο ψηφοφόρος σημείωνε χειρόγραφα τον υποψήφιο της επιλογής του. Το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο καταργήθηκε με το Σύνταγμα του 1864, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αναλφάβητοι και συνεπώς ήταν εύκολο να χειραγωγούνται από τους τοπικούς κομματάρχες.
«Δαγκωτό»
Η καθιέρωση των σφαιριδίων οφείλεται στην επίδραση της Επτανήσου. Το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων, με τον εκλογικό νόμο της 16ης Δεκεμβρίου 1849, καθιέρωνε τη «δια σφαιριδίων μυστική ψηφοφορία» προκειμένου να περιορίσει τις εκλογικές παρεμβάσεις των Άγγλων. Η Ένωση των Ιονίων Νήσων με τη μητέρα Ελλάδα, το 1864, έφερε στην Β’ Εθνοσυνέλευση τους πληρεξουσίους της Επτανήσου, οι οποίοι διαθέτοντας μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική ωριμότητα, επιβλήθηκαν στις Συνταγματικές συζητήσεις και πέτυχαν να αναγραφεί στο Σύνταγμα η καθολική «δια σφαιριδίων» ψηφοφορία.
Το σφαιρίδιο ήταν ένας μολυβένιος βόλος, τον οποίο ο ψηφοφόρος έριχνε σε μια κάλπη χωρισμένη σε δύο χώρους, έναν για το ΝΑΙ, που είχε χρώμα άσπρο, και έναν για το ΟΧΙ, που είχε χρώμα μαύρο, ανάλογα με το αν ήθελε να υπερψηφίσει ή να καταψηφίσει έναν υποψήφιο. Το εσωτερικό της κάλπης ήταν καλυμμένο με μάλλινο ύφασμα για να μην ακούγεται θόρυβος τη στιγμή που έπεφτε μέσα το σφαιρίδιο. Στο πάνω μέρος κάθε κάλπης ήταν τοποθετημένος ένας σωλήνας, μήκους 27 και διαμέτρου 12 εκατοστών, σε γωνία 25 μοιρών σε σχέση με την κάλπη.
Πίσω από την κάλπη, η οποία ήταν κατασκευασμένη έτσι που να μην μπορεί κανείς να δει σε ποιο χώρο της έριχνε το σφαιρίδιό του ο ψηφοφόρος, στεκόταν ο αντιπρόσωπος του υποψηφίου. Η συνταγματική κατοχύρωση της «διά σφαιριδίων ψηφοφορίας» είχε σκοπό τη διασφάλιση της μυστικότητας, μετά την εμπειρία των επτά νόθων εκλογών της οθωνικής περιόδου, στις οποίες χρησιμοποιούνταν ψηφοδέλτια. Από την ψηφοφορία με σφαιρίδια, έχουν μείνει μέχρι σήμερα οι φράσεις «τον μαύρισε», «έφαγε μαύρο». Καθώς δε τις εποχές εκείνες κάποιοι φανατικοί ψηφοφόροι δάγκωναν το σφαιρίδιο και άφηναν ίχνη των δοντιών τους, για να δηλώσουν αφοσίωση στον υποψήφιο που επέλεγαν, μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμε και τη φράση «το έριξα δαγκωτό». Ο εκλογέας περνούσε υποχρεωτικά από όλες τις κάλπες και με τη θέση στην οποία έριχνε το σφαιρίδιο, δήλωνε την προτίμηση ή την αποδοκιμασία του σε κάθε υποψήφιο.
Το Σύνταγμα του 1864 προέβλεπε την ταυτόχρονη, σε όλη την επικράτεια, διεξαγωγή των εκλογών και ο εκλογικός νόμος όριζε τη διάρκειά τους σε τέσσερις «σχολάσιμες» ημέρες, αργίες δηλαδή, εκ των οποίων η μία έπρεπε να είναι Κυριακή. Το 1877, με το νέο εκλογικό νόμο ΧΜΗ’, αποφασίστηκε η ψηφοφορία να διαρκεί μία μόνο ημέρα, «ήτις έσται Κυριακή».
Το έντυπο ψηφοδέλτιο
Στο Σύνταγμα του 1911, που φέρει τη σφραγίδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν συμπεριλήφθηκε η διάταξη για το σφαιρίδιο και αφέθηκε στον κοινό νομοθέτη η πρωτοβουλία να ορίσει με νόμο το μέσο ψηφοφορίας. Το έντυπο ψηφοδέλτιο επανήλθε στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1914 και από τις βουλευτικές εκλογές του 1926 είναι πάγια το μέσο ψηφοφορίας (μαζί με τον σταυρό προτίμησης) που χρησιμοποιείται έως και σήμερα.
Μιλώντας στη Βουλή το 1910, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε πει: «Καθιστά (το ψηφοδέλτιο) περισσότερον ανεπηρέαστον την εκλογήν παρά η δια σφαιριδίου ψηφοφορία, η οποία δια τα μύρια μετερχομένων τεχνάσματα αντιπροσώπων των υποψηφίων, τους οποίους καθιστά αναγκαίους, και δια της δυσκόλου επιβλέψεως όλων των καλπών υπό των δικαστικών αντιπροσώπων, διευκολύνει την νόθευσιν του φρονήματος των εκλογέων…». Η συνηθέστερη μέθοδος νοθείας στην ψηφοφορία με σφαιρίδια ήταν η ανατροπή της κάλπης. Αν κάποιος αναποδογύριζε την κάλπη, μπερδεύονταν τα σφαιρίδια με τα «ναι» και τα «όχι» και έτσι όλες οι ψήφοι ακυρώνονταν.
Το καθολικό δικαίωμα
Στην Ελλάδα το καθολικό δικαίωμα ψήφου ήταν θεσμική επιλογή, γέννημα ενός πολιτικού κινήματος που ήθελε όχι μόνο την έξωση του Όθωνα αλλά είχε και αντιδυναστικό χαρακτήρα.
Το καθολικό δικαίωμα ψήφου προχώρησε σε δύο φάσεις: στη διάρκεια του 19ου αιώνα, με τη διεκδίκηση της άρσης των εμποδίων, κυρίως περιουσιακών, προκειμένου όλοι οι ενήλικες άνδρες να έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν στις εκλογές. Κατά τη δεύτερη φάση, από τα τέλη του 19ου αιώνα, και κυρίως κατά τη διάρκεια του 20ού, ταυτίζεται με τη διεκδίκηση για την επέκταση αυτού του δικαιώματος και στις γυναίκες. Οι Ελληνίδες απέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι το 1952. Οι Φινλανδές, απέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου το 1906, οι Γερμανίδες, οι Ολλανδές και οι Σουηδέζες το 1919, οι Αγγλίδες χωρίς περιορισμούς το 1928, οι Γαλλίδες, σχετικά καθυστερημένα, το 1944 και οι Ιταλίδες το 1945, ενώ στις Ελληνίδες αναγνωρίζονται πλήρη πολιτικά δικαιώματα με το νόμο 2159/1952. Από το 1930 όμως ορισμένες γυναίκες- εγγράμματες άνω των 30 ετών- είχαν δημοτική ψήφο.
Στις εκλογές του 1952 δεν συμμετέχουν οι γυναίκες γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί η εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους. Για πρώτη φορά στο σύνολό τους ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές του 1956, οπότε και υπερδιπλασιάζεται ο αριθμός των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, στοιχείο ενδεικτικό του ότι μαζικά οι γυναίκες γράφτηκαν στους εκλογικούς καταλόγους.
Ήδη πάντως από τον Ιανουάριο του 1953 σε αναπληρωματική εκλογή στη Θεσσαλονίκη συμμετέχουν για πρώτη φορά γυναίκες ψηφοφόροι σε βουλευτικές εκλογές και εκλέγεται η Ελένη Σκούρα, πρώτη Ελληνίδα βουλευτής.