«ΣΥΡΙΖΑ, Κόμμα, Κράτος – Mετά τη Διακυβέρνηση, τι;» είναι ο τίτλος ανάλυσης του δημοσκόπου και πολιτικού επιστήμονα της εταιρείας Public Issue, Γιάννη Μαυρή, στην προσωπική του σελίδα, με αντικείμενο το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εθνικές εκλογές 2019.
Σύμφωνα με τον κ. Μαυρή, «σήμερα, ύστερα από 4 ½ χρόνια στην διακυβέρνηση της χώρας, η σύμφυση με το κράτος αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν διαθέτει στοιχειώδη κομματική οργάνωση, παρά μόνον το “κέλυφος”, ούτε εδραίωσε ισχυρές σχέσεις εκπροσώπησης με το κοινωνικό μπλοκ των κυριαρχούμενων. Κατά συνέπεια, οι δεσμοί του με την εκλογική του βάση παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες και η εκλογική του επιρροή ασταθής».
«Στις πρόσφατες τριπλές εκλογές, αποκαλύφθηκε αυτό που ήταν γνωστό εδώ και καιρό: ότι δηλαδή η θέση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο κομματικό σύστημα, είναι επισφαλής και κάθε άλλο παρά παγιωμένη. Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε, ως νεοπαγές κόμμα, στην περίοδο της κρίσης, η σχέση που διαμόρφωσε με το κράτος, καθώς και η πλήρης εγκατάλειψη κάθε έννοιας οργάνωσης, καθιστούν καίριο το ερώτημα, τι θα συμβεί μετά την εκλογική ήττα και την αποχώρησή του από την διακυβέρνηση», αναφέρεται στην ανάλυση που συνεχίζει με τα εξής:
1. Κόμματα-καρτέλ, κόμματα του κράτους
Τα σύγχρονα κόμματα εξουσίας, ακολουθούν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μια κίνηση που τα απομακρύνει από την κοινωνία και τα φέρνει πιο κοντά στο κράτος. Ενώ οι δεσμοί τους με την κοινωνία έχουν αποδυναμωθεί, οι δεσμοί τους με το κράτος έχουν ενισχυθεί, στο βαθμό που τα κόμματα δεν λειτουργούν πλέον ως αντιπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών. Αντιθέτως, έχουν απορροφηθεί από το κράτος και ενεργούν ως (ημι)κρατικοί οργανισμοί, έχουν μετατραπεί σε κόμματα-καρτέλ.
Αυτή η απεμπόληση της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας τους και η κρατικοποίησή τους, έχει περιγραφεί θεωρητικά με την έννοια του κόμματος-καρτέλ, που εισήγαγαν, αρχικά το 1995, οι πολιτικοί επιστήμονες Richard Katz και Peter Mair (Katz & Mair 1995, 1996, 2009). H έννοια είναι κομβική για την κατανόηση της κυρίαρχης μορφής των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων και η επεξεργασία της εξελίχθηκε στη συνέχεια, τόσο από τους ίδιους, όσο και από άλλους πολιτικούς επιστήμονες, όπως η Ingrid Van Βiezen, o Mark Blyth, ο Petr Kopecký, ο Thomas Poguntke κ.ά.
Οργανωτικά, τα κόμματα-καρτέλ χαρακτηρίζονται από την πολύμορφη αλληλοδιείσδυση κόμματος/κράτους, ενώ στο επίπεδο του κομματικού συστήματος το μοτίβο (pattern) που επικρατεί, παραπέμπει μάλλον σε συμπαιγνία των κομμάτων, παρά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Στην εποχή του κόμματος-καρτέλ, τα κυριότερα κόμματα συνεργάζονται και χρησιμοποιούν τους πόρους του κράτους, για να εξασφαλίσουν τη συλλογική επιβίωσή τους. Στην πραγματικότητα, οι κομματικοί οργανισμοί είναι τόσο ισχυροί όσο ποτέ άλλοτε, και σε γενικές γραμμές έχουν πρόσβαση σε πολύ μεγαλύτερους πόρους. Αυτή η γενική τάση χαρακτήρισε και την πορεία εδραίωσης του ελληνικού μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος, κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας. Ωστόσο, μετά την επιβολή της μνημονιακής πολιτικής, τόσο η δραστική περικοπή της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση της ιδιωτικής αντίστοιχης, όσο και ο διακηρυγμένος στόχος του 3ου Μνημονίου, για περιορισμό της επιρροής των κομμάτων στο κράτος, λειτουργούν σε άλλη κατεύθυνση: εκείνη της «ιδιωτικοποίησης» των κομμάτων, δηλαδή της υπαγωγής τους στους θεσμούς της οικονομίας.
Αυτό φυσικά δεν αναιρεί τη σημασία του κράτους, για την αναπαραγωγή των σύγχρονων κομμάτων, ούτε τη γενική τάση μεγαλύτερης κρατικοποίησής τους. Και, ως προς αυτό το σημείο, το νέο κόμμα διακυβέρνησης, που αναδείχθηκε μέσα στην κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ακολούθησε διαφορετική πορεία. Αντιθέτως, κινήθηκε στην κατεύθυνση του μετασχηματισμού του και μάλιστα ταχύτερα από κάθε άλλο ιστορικό παράδειγμα αριστερού ή ριζοσπαστικού κόμματος, σε κόμμα του κράτους. Το κυβερνών κόμμα επιχείρησε την αγκίστρωσή του στο κράτος, με επιθετικό τρόπο, προωθώντας μια κομματικοποίηση «παλαιού τύπου». Προκάλεσε έτσι την απομόνωσή του και την υπονόμευση της θέσης του, στα πλαίσια του μεταμνημονιακού κομματικού συστήματος, που ακόμη δεν έχει σταθεροποιηθεί. Θα πρέπει επίσης να διευκρινισθεί, ότι η τάση καρτελοποίησης ενός κόμματος, δεν είναι «νομοτελειακή», ούτε βέβαια σημαίνει ότι δεν μπορεί να ανατραπεί. Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα είναι διπλό: Δεν προϋπήρξε ως θεσμοθετημένο κόμμα της διακυβέρνησης, για να μετασχηματιστεί εν συνεχεία σε «κόμμα-καρτέλ». Η τάση κρατικοποίησής του υπήρξε, ταυτόχρονα, και μέσο για τη θεσμοποίησή του και την εδραίωσή του στο νέο κομματικό σύστημα.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα τι θα συμβεί μετά την επερχόμενη εκλογική ήττα του κόμματος και την αποχώρησή του από τη διακυβέρνηση της χώρας, αποκτά καθοριστική σημασία. Η απάντησή σε αυτό το ερώτημα προκύπτει από τη διερεύνηση τριών παραμέτρων: Ι) της σχέσης που απέκτησε η κεντρική διεύθυνση του κόμματος με το κράτος, ΙΙ) της δύναμης που διαθέτει η οργανωμένη βάση του κόμματος και ΙΙΙ) της σχέσης εκπροσώπησης που αυτό διαμόρφωσε με την εκλογική του βάση, τόσο κατά την περίοδο της ανόδου του (2012-2015) όσο και κυρίως κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του.
2. Η απορρόφηση της κεντρικής διεύθυνσης του κόμματος από το κράτος
Το καταστατικό του κόμματος, στο άρθρο 27, που υποτίθεται ότι ρυθμίζει τις «σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το κράτος και την κυβέρνηση», αναφέρει στο εδάφιο 1: «1. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως μαζικό δημοκρατικό κόμμα της Αριστεράς, στηρίζεται στις κοινωνικές δυνάμεις και δεν εξαρτά την επιβίωσή του από κάθε είδους σχέση με τους κρατικούς μηχανισμούς». (…) και παρακάτω προβλέπει: «3. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση που συμμετάσχει στη διακυβέρνηση της χώρας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την οργανωτική και πολιτική του αυτονομία έναντι της κυβέρνησης και του κράτους. (…) Τα στελέχη που κατέχουν αμειβόμενη κυβερνητική θέση ή αξίωμα (μέλος Υπουργικού Συμβουλίου ή μέλος ΔΣ Δημόσιου Οργανισμού / Διεθνούς Οργανισμού ή Ανεξάρτητης Αρχής / ΔΕΚΟ / ΝΠΔΔ / Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς Υπουργείων, Υφυπουργοί), δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 25% των μελών κάθε οργάνου του κόμματος. Τι συνέβη, όμως, στην πραγματικότητα; Η Κεντρική Επιτροπή που εκλέχθηκε στο 2ο Συνέδριο του κόμματος, τον Οκτώβριο του 2016, αριθμεί 151 μέλη. Από αυτά, τα 104, δηλαδή 7 στα 10 (ποσοστό 68%) ανέλαβαν στην περίοδο 2015-2019 κάποια κυβερνητική/κρατική θέση (Διαγράμματα 1 και 2). Αναλυτικότερα, με βάση τις εμφανείς ιδιότητές τους, που είναι δημόσια καταγεγραμμένες, προκύπτει ότι στα μέλη της ΚΕ του κόμματος περιλαμβάνονται: 33 Υπουργοί, Υφυπουργοί και Αναπληρωτές Υπουργοί, 6 Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, 8 Διευθυντές πολιτικών γραφείων Υπουργών και στελέχη του Γραφείου του Πρωθυπουργού, 5 Μέλη ΔΣ Δημοσίων Οργανισμών & Επιτροπών Δημοσίου, 5 Πρόεδροι & Αντιπρόεδροι Δημοσίων Οργανισμών, 3 Διευθυντικά Στελέχη ΔΕΚΟ και 8 στελέχη Εταιριών του Δημοσίου, 9 Σύμβουλοι Υπουργών, 4 Διευθυντικά στελέχη της Αυτοδιοίκησης, 22 Βουλευτές και 1 Ευρωβουλευτής. Ας σημειωθεί ότι 23 κυβερνητικά στελέχη διαθέτουν επίσης την βουλευτική ιδιότητα. Η επικάλυψη Κεντρικής Επιτροπής και Κοινοβουλευτικής Ομάδας (ΚΟ) είναι μεγάλη, με δεδομένο ότι το 30,5% των μελών της, σχεδόν 1 στα 3, είναι και βουλευτές (Συνολικά, ο αριθμός των βουλευτών/ ευρωβουλευτών ανέρχεται σε 46 – Διάγραμμα 2).
Στην 5ετή κομματική ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η ΚΕ ούτε η ΚΟ διαδραμάτισαν ποτέ ουσιαστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. Δεν υπήρξαν ποτέ ουσιαστικά κέντρα της εσωκομματικής εξουσίας, με διακριτό ρόλο και κάποια έστω συμμετοχή στη χάραξη της πολιτικής του κόμματος, όπως πχ. είχε συμβεί κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ.
Η ολοκληρωτική απορρόφηση των κορυφών και της κεντρικής διεύθυνσης του κόμματος από το κράτος, ακύρωσε την (όποια) πολιτική λειτουργία της ΚΕ είχε απομείνει και ουσιαστικά οδήγησε, αθόρυβα, στην de facto κατάργησή της, ως καθοδηγητικού οργάνου του κόμματος, προς όφελος του αρχηγού και της ηγετικής ομάδας. Ούτε, όμως, και η ΚΟ «χειραφετήθηκε» ποτέ στα χρόνια του Μνημονίου. Η γνωστή «συμπαγής» στάση της, δεν περιορίσθηκε μόνον στην πειθήνια υπερψήφιση των 100δων εφαρμοστικών νόμων του 3ου Μνημονίου. Ακολούθησε και, κατά τα φαινόμενα, διεύρυνε περαιτέρω την πρακτική των φωτογραφικών τροπολογιών[6], που ολοκλήρωσαν την ανατροπή των συνταγματικών παραδόσεων του κοινοβουλευτισμού, προς όφελος της εκπροσώπησης ιδιωτικών συμφερόντων. Ως προς αυτόν, τον επίσης -de facto- μετασχηματισμό του ρόλου του βουλευτή σε «λομπίστα», η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ εξομοιώθηκε πλήρως με τα υπόλοιπα κόμματα της μνημονιακής διακυβέρνησης.
3. Ανύπαρκτη οργανωμένη κομματική βάση και διάρρηξη των δεσμών εκπροσώπησης
Έχει επισημανθεί πολλές φορές, ότι σημείο καμπής στον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε το Δημοψήφισμα του 2015. Με τη μετάλλαξή του και την προσχώρησή του στη μνημονιακή στρατηγική, πραγματοποιήθηκε η πιο απότομη και χρονικά συμπυκνωμένη «σύγκλιση των κομμάτων στην κορυφή», που έχει συμβεί ποτέ στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Το κενό που δημιούργησε αυτή η μετατόπιση, δεν καλύφθηκε από τις κομματικές δυνάμεις που αποχώρησαν. Η διάσπαση της ηγετικής και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχθηκε ότι δεν είχε σημαντική απήχηση στην κοινωνική και εκλογική βάση του κόμματος. Προκάλεσε όμως την πλήρη αποσύνθεση του εναπομείναντος κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, απαλείφοντας κάθε ίχνος μαζικού κόμματος και περιόρισε την ύπαρξη της συγκεκριμένης κομματικής μορφής στον αρχηγό και την ηγετική του ομάδα, μετατρέποντας σε ένα κατεξοχήν αρχηγικό κόμμα κρατικών στελεχών.
Τι αντιπροσωπεύει σήμερα η οργανωμένη κομματική βάση του ΣΥΡΙΖΑ; Τα στοιχεία, σχετικά με τα κομματικά μέλη είναι συντριπτικά. Στη δεύτερη εκλογική νίκη του κόμματος, τον Σεπτέμβριο του 2015, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έφθασαν τα 1.926.000 άτομα, ποσοστό 35,5%. Με βάση τα επίσημα στοιχεία, τα εγγεγραμμένα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, πριν τη διάσπαση του 2015, έφθαναν τις 32.000. Με τη διάσπαση αποχώρησαν περίπου 6.000 μέλη και στρατολογήθηκαν περίπου 2.000 νέα. Επομένως, μετά τη διάσπαση του 2015, τα εγγεγραμμένα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ υπολογίσθηκαν σε 28.000 άτομα (-6.000+2.000). Ως προς την εκλογική βάση (τους ψηφοφόρους) του κόμματος, αυτοί οι αριθμοί αντιπροσώπευαν το 2015 μηδαμινά ποσοστά, αντίστοιχα, μόλις το 1,66% και το 1,45% (Διάγραμμα 3).
Η εξαιρετικά δυσμενής οργανωτική κατάσταση γίνεται περισσότερο αντιληπτή, εάν συγκριθεί με την αντίστοιχη ενός συγγενικού κόμματος, που ακολούθησε παράλληλη πορεία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Podemos. Σύμφωνα με τον επίσημο συμμετοχικό κόμβο του κόμματος[8], τα εγγεγραμμένα μέλη ανέρχονται στις 11/6/19, σε 517.407 άτομα. Στις πρόσφατες ισπανικές βουλευτικές εκλογές (28 Απριλίου 2019) έλαβαν μαζί μάλιστα με την Ενωμένη Αριστερά (I.U.) 3.751.145 ψήφους, ποσοστό 14,32%. Δεδομένου, ότι ένα μέρος αυτής της επιρροής προέρχεται από την I.U. (περίπου το 1/10), τα εγγεγραμμένα μέλη των Podemos αντιπροσωπεύουν πάνω από το 15% της εκλογικής τους βάσης. Το δεδομένο αυτό υποδηλώνει μια σαφώς ισχυρότερη σχέση εκπροσώπησης. Η σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική, αν συνυπολογίσει μάλιστα κανείς και το γεγονός, ότι το νεοπαγές κόμμα της ισπανικής αριστεράς αντιμετωπίζει σήμερα και ένα σαφώς ισχυρότερο –από το ΚΙΝΑΛ- ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα που ανακάμπτει.
Είναι γνωστό, ιστορικά, ότι χωρίς την ύπαρξη κάποιας μορφής οργάνωσης, οποιαδήποτε σχέση εκπροσώπησης καθίσταται εξαιρετικά εύθραυστη. Και η κοινωνική απομάκρυνση από τον ΣΥΡΙΖΑ, που καταγράφηκε στις Ευρωεκλογές και θα επαληθευθεί στις βουλευτικές, έχει προϊστορία. Μετά το Δημοψήφισμα του 2015, η σημαντική κάμψη της κομματικής ταύτισης με τον ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει πόσο γρήγορα χαλάρωσαν οι ανολοκλήρωτες σχέσεις εκπροσώπησης, που ως νεοπαγές κόμμα διαμόρφωσε με το αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ, στην περίοδο της κρίσης. Με βάση τα διαθέσιμα διαχρονικά στοιχεία από το Πολιτικό Βαρόμετρο της Public Issue, η κομματική ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την κατακόρυφη άνοδο του 2015, επέστρεψε τελικά ήδη από το 2016, στα προ των εκλογών του 2012 επίπεδα (Διάγραμμα 4).
4. Μετά τη Διακυβέρνηση, τι;
Σήμερα, ύστερα από 4 ½ χρόνια στην διακυβέρνηση της χώρας, η σύμφυση με το κράτος αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν διαθέτει στοιχειώδη κομματική οργάνωση, παρά μόνον το «κέλυφος», ούτε εδραίωσε ισχυρές σχέσεις εκπροσώπησης με το κοινωνικό μπλοκ των κυριαρχούμενων. Κατά συνέπεια, οι δεσμοί του με την εκλογική του βάση παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες και η εκλογική του επιρροή ασταθής. Χαρακτηριστικότερη απόδειξη για αυτό το πρόβλημα αποτελεί η συντριπτική ήττα που υπέστη –όχι πλέον ως νέο, αναδυόμενο κόμμα, αλλά ως κόμμα της διακυβέρνησης- στις περιφερειακές και κυρίως τις τοπικές εκλογές. Σε σύνολο 332 Καλλικρατικών Δήμων, η κομματική του επιρροή περιορίσθηκε σε λιγότερους από μια δεκάδα (2,5%).
Η πτωτική τάση στην κοινωνική του επιρροή, που διαπιστώθηκε, πρόκειται να δοκιμαστεί περαιτέρω και στις βουλευτικές εκλογές, που υποχρεώθηκε τελικά να προκηρύξει. Το νέο εκλογικό αποτέλεσμα, θα αποτελέσει μια σοβαρότερη ένδειξη για το ποιος είναι πραγματικά ο βαθμός κομματικής θεσμοποίησής του, ο οποίος όμως με βάση τα γνωστά θεωρητικά μέτρα κρίνεται ως εξαιρετικά χαμηλός. Συνοψίζοντας, έχει γίνει φανερό, ότι η επερχόμενη απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας έχει αρκετές πιθανότητες να λειτουργήσει, καταλυτικά, εις βάρος του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα.