Συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου θα έχει αύριο στις Βρυξέλλες ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, ενώ μέσα στο επόμενο δεκαήμερο θα υπάρξει νέα συνάντηση στην Αττάλεια, όπως ανέφερε σήμερα ο κ. Κατρούγκαλος σε συνέντευξή του στον ρ/σ Real fm.
Στις συναντήσεις αυτές θα εξετασθούν τα ΜΟΕ για την αποκλιμάκωση της έντασης, όπως και μια συζήτηση για το Κυπριακό, σημείωσε ο υπουργός Εξωτερικών.
«Χωρίς να θέλω να δημιουργήσω ιδιαίτερο κλίμα αισιοδοξίας δεν είμαστε εκτός αυτών που συζητήθηκαν ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον πρόεδρό Ρεζέπ Ταγίπ Ερντογάν» είπε ο κ. Κατρούγκαλος, ενώ εξήγησε ότι «ο πρώτος στόχος ήταν να υποχωρήσει η ένταση, και έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί. Έχει γίνει συνάντηση ανάμεσα στους υπουργούς ‘Αμυνας, γίνονται συζητήσεις σε επίπεδο τεχνικών κλιμάκιων για την προώθηση των ΜΟΕ».
Ειδικότερα για το Κυπριακό επανέλαβε ότι «δεν εξαρτάται από εμάς το αν θα υπάρξουν εξελίξεις», αλλά από την άλλη πλευρά, «αν δείξει ότι θέλει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις αποφάσεις του ΟΗΕ».
Υπογράμμισε ότι «οι δικές μας απόψεις είναι δεδομένες και έχουν εκφραστεί στο Κραν Μοντανά» επαναλαμβάνοντας πως δεν πρόκειται για διμερές θέμα, αλλά για διεθνές, που αφορά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση επανέλαβε την απόφαση της κυβέρνησης για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας.
Όπως είπε ο κ. Κατρούγκαλος «γιατί αυτό εντάσσεται και στην προσπάθεια να χαράξουμε την ΑΟΖ τόσο με την Αλβανία και με την Ιταλία και αν προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις ενδεχομένως και με την Αίγυπτο» και πρόσθεσε: «Είναι μια ειλημμένη πολιτική απόφαση που έχει πει ο πρωθυπουργός ότι θα γίνει με τυπικό νόμο». Και μολονότι δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα ο χρόνος, ξεκαθάρισε ότι δεν θα οδηγηθεί το θέμα στις καλένδες.
Ερωτηθείς σχετικά ο υπουργός Εξωτερικών τάχθηκε κατά των δυσμενών σεναρίων της αντιπολίτευσης σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και την φθορά λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τόνισε ότι ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, «σε καμία περίπτωση δεν θα διακινδύνευε το εθνικό συμφέρον της χώρας ενώπιον μιας στενά κομματικής πρόβλεψης», καθώς «σκέφτεται με όρους προοπτικής και για το καλό της χώρας» και «ξέρει ότι θα κερδίσει πολλές εκλογές στο μέλλον τις επόμενες δεκαετίες που θα είναι παρών στην πολιτική σκηνή».
Απαντώντας αναφορικά με την ενδεχόμενη φθορά του κυβερνώντος κόμματος λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι διαφωνούντες θα αλλάξουν άποψη «όταν φανούν τα θετικά αποτελέσματα της Συμφωνίας και όταν κυρίως διαψευστούν και πάλι οι Κασσάνδρες, δεν θα επικρατήσει πια το συναίσθημα αλλά η λογική». Μεταστροφή η οποία ενδεχομένως δεν μπορεί, όπως είπε, να συντελεστεί βραχυπρόθεσμα, μέχρι τις ευρωεκλογές ή τις βουλευτικές εκλογές. «Τον κίνδυνο να έχουμε βραχυχρόνιο πολιτικό κόστος, ενόψει μακροχρόνιου εθνικού συμφέροντος, το αποδεχτήκαμε» αποσαφήνισε ο ίδιος.