Η πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Τουρκία και το καλό (;) κλίμα που προβλήθηκε ότι υπήρξε μεταξύ αυτού και του Προέδρου Ερντογάν, πυροδότησε τις συνήθεις υπεραισιόδοξες αναγνώσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων οι οποίες προκύπτουν εν Ελλάδι κάθε φορά που η Άγκυρα προβάλει το «καλό της πρόσωπο» στην Αθήνα.
Του Κωνσταντίνου Γρίβα
Για να κατανοήσουμε, ωστόσο, τις προοπτικές των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα πρέπει να εξετάσουμε τη γεωπολιτική δυναμική που τις διαμορφώνουν, πέραν από τις καλές προθέσεις των εκάστοτε κυβερνόντων.
Πριν από όλα θα πρέπει να δούμε τη φύση του διεθνούς συστήματος μέσα στο οποίο λειτουργούν οι δύο χώρες. Το σημερινό διεθνές σύστημα, λοιπόν, βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση μεταξύ του απερχόμενου μονοπολικού κόσμου, ελεγχόμενου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και του επερχόμενου πολυπολικού κόσμου, ο οποίος διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση των παλαιών δυνάμεων με τις ανερχόμενες δυνάμεις της Ανατολής, προεξαρχούσης της Κίνας. Μέσα σε αυτόν τον ρευστό και ασαφή κόσμο ανοίγουν προοπτικές για νέες δυνάμεις και μια εξ αυτών φιλοδοξεί να είναι η Τουρκία. Η Άγκυρα, λοιπόν, επιδιώκει να εξελιχθεί σε μια μεσαία δύναμη ευρασιατικής εμβέλειας, ικανή να ασκεί αποφασιστική παρέμβαση στα διεθνή δρώμενα.
Όμως, για να επιτύχει κάτι τέτοιο, «οφείλει» να κυριαρχήσει στον κρίσιμης σημασίας για τις διεθνείς ισορροπίες χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, όπου βρίσκει μπροστά της δύο εμπόδια. την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Και τα εμπόδια αυτά πρέπει να πάψουν να υφίστανται ή έστω να περιοριστούν. Συνακόλουθα λοιπόν, η Τουρκία θα επιδιώξει να ακρωτηριάσει γεωπολιτικά τόσο την Ελλάδα όσο και την Κυπριακή Δημοκρατία, όχι γιατί είναι κακός ο «Σουλτάνος» Ερντογάν αλλά γιατί έτσι επιβάλλει η γεωπολιτική μηχανική που διαμορφώνει τη συμπεριφορά της.
Η «Γαλάζια Πατρίδα» ως προέκταση της χερσαίας κυριαρχίας της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο
Για να επιτύχει τους γεωπολιτικούς της στόχους, η Άγκυρα ακολουθεί μια παγκόσμια τάση που έχει ξεκινήσει από την Κίνα και το πώς το Πεκίνο αντιλαμβάνεται την κυριαρχία του στις Σινικές Θάλασσες. Έτσι, η Τουρκία προσπαθεί να μετατρέψει μια μεγάλη έκταση στην Ανατολική Μεσόγειο σε θαλάσσια προέκταση της χερσαίας της κυριαρχίας. Αυτό υποδηλώνει και ο προσεκτικά επιλεγμένος όρος «Γαλάζια Πατρίδα». Από μόνη της αυτή η επιδίωξη της Τουρκίας καθιστά αναπόφευκτη μια οξεία αντιπαλότητα με την Ελλάδα και την Κύπρο, δεδομένου ότι επιχειρεί να εξαλείψει βασικά κυριαρχικά δικαιώματα των δύο χωρών.
Αν η Τουρκία κυριαρχήσει στην εν λόγω περιοχή τότε θα τοποθετήσει τον εαυτό της σε μια κεντρική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα εγκλωβίσει την Κύπρο σε μια αδιαπέραστη γεωπολιτική φυλακή, θα αναγκάσει το Ισραήλ, τη Συρία και τον Λίβανο να συνεργαστούν μαζί της με τους όρους που αυτή θα επιβάλει και θα περιθωριοποιήσει την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Με απλά λόγια θα μεταβληθεί στον κυρίαρχο του παιχνιδιού στην Ανατολική Μεσόγειο και συνακόλουθα στον ισχυρό παράγοντα του διεθνούς συστήματος που θέλει να γίνει. Είναι λοιπόν πολύ μεγάλο το διακύβευμα για αυτήν για να το αφήσει υπέρ των καλών σχέσεων με την Ελλάδα.
Άρα λοιπόν, ο επιθετικός αναθεωρητισμός έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι μια επιλογή που μπορεί να κάνει ή να μην κάνει ο Ερντογάν ή οποιοσδήποτε άλλος βρισκόταν στην ηγεσία της Τουρκίας και μπορεί να πειστεί να μην κάνει από μια καλή σχέση με τον όποιο Έλληνα ηγέτη. Αντιθέτως, αποτελεί μια αναγκαιότητα για την Τουρκία που προκύπτει από τη γεωπολιτική συστημική δομή μέσα στην οποία λειτουργεί.
Και το ερώτημα είναι πως στοχεύει η Τουρκία να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Το πιο πιθανόν είναι ότι θα ακολουθήσει μια σχετικά ήπια αλλά παρατεταμένη πολιτική πιέσεων και εκφοβισμού έναντι της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιδιώκοντας να συσσωρεύει διαρκώς μικρά οφέλη όσον αφορά την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Σε άμεσο χρονικό ορίζοντα δύσκολα θα επιλέξει μια ακραία αντιπαράθεση με την Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολεμική αντιπαράθεση, γιατί μάλλον δεν αισθάνεται ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο. Άρα, για να αποφύγει τον κίνδυνο «ατυχήματος» επιλέγει κατά καιρούς να ανοίξει τη δικλείδα ασφαλείας στο καζάνι των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτή κατά την άποψη του γράφοντος είναι και η στόχευση πίσω από την «ήπια» στάση του Ερντογάν κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, που έσπευσε να αποδοθεί ως «επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων» από τους αθεράπευτα αισιόδοξους εν Ελλάδι.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα περάσουμε μια περίοδο νηνεμίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντιθέτως, οι πιέσεις θα συνεχιστούν. Για την ακρίβεια ενδέχεται να ενταθούν με την αξιοποίηση μιας νέας φιλοσοφίας προβολής ισχύος, την οποία η Τουρκία δείχνει να έχει αντιγράψει επίσης από την Κίνα.
Το δόγμα των τριών πολέμων
Αυτή η νέα μεθοδολογία αναφέρεται ως «Τρεις Πόλεμοι» (‘Three Warfares’). Το μοντέλο αυτό περιλαμβάνει τη συνδυαστική δράση στον χώρο των ΜΜΕ, του ψυχολογικού πολέμου και του Διεθνούς Δικαίου, έτσι ώστε να διαμορφώνεται ένα κοινό «πακέτο» άσκησης επιρροής και άτυπης προβολής ισχύος. Για παράδειγμα, άρθρα ακραίου αναθεωρητισμού, γραμμένα από διάφορους επίσημους ή ημιεπίσημους εκφραστές της τουρκικής κρατικής πολιτικής, μπορεί να συνδυάζονται με καινοφανείς ερμηνείες του Δικαίου της Θάλασσας, οι οποίες θα προβάλλονται ως θέσφατα, εν παραλλήλω με υπερφιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία όμως θα εμφανίζονται ως αμυντική αντίδραση σε επιθετικές επιβουλές των «κακών» γειτόνων της.
Αυτός ο συνδυασμός άμεσων πιέσεων, απειλών για «αμυντική» πολεμική δράση, ψυχολογικής βίας, αυθαίρετων αναγνώσεων του διεθνούς δικαίου και παραχωρήσεων διαλειμμάτων νηνεμίας, αναμένεται να είναι η στρατηγική της Άγκυρας για το ορατό χρονικό διάστημα, έως ότου κρίνει ότι είναι έτοιμη ώστε να περάσει την πολιτική αμφισβήτησης της γεωπολιτικής υπόστασης της Ελλάδας στο επόμενο στάδιο. Και τότε η Ελλάδα θα πρέπει να επιλέξει. Ή γεωπολιτικό ακρωτηριασμό ή καταφυγή σε πολεμική αντιπαράθεση υπό δυσμενείς όρους. Και για να αποφύγουμε να βρεθούμε ενώπιον αυτού του διλήμματος θα πρέπει να προετοιμαστούμε και να οικοδομήσουμε μια ρεαλιστική και μακρόπνοη αποτρεπτική στρατηγική έναντι της Άγκυρας. Και ο λιγότερο παραγωγικός τρόπος για να ξεκινήσουμε μια παρόμοια προσπάθεια είναι να πιστεύουμε ότι μπορούμε «να τα βρούμε» με τον Ερντογάν…
(*) Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο news.gr. Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.