Η αλλαγή στάσης του ΔΝΤ στο θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, αλλά και η προειδοποίηση ότι η συρρίκνωση των προϋπολογισμών στις δοκιμαζόμενες χώρες της ευρωζώνης κινδυνεύει να καταστεί πολιτικά και κοινωνικά μη βιώσιμη ουσιαστικά καταδεικνύει την αποφασιστικότητα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να αποστασιοποιηθεί από τις πολιτικές δεσμεύσεις της τρόικας και να λειτουργήσει ανεξάρτητα κάνοντας πραγματικά αυτό που ξέρει. Να εξυγιαίνει κράτη και να καθιστά βιώσιμες τις οικονομίες τους.
Ο επικεφαλής του ΔΝΤ στην τρόικα Πόουλ Τόμσεν βρέθηκε προ τετραμήνου «υπόλογος» εντός του Ταμείου για την μεροληπτική στάση που κράτησε αυτός και η Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Σχέσεων του Ταμείου έναντι των ευρωπαίων εταίρων την περίοδο 2010 -2011 με αποτέλεσμα στο ελληνικό πρόγραμμα να μην εφαρμοσθεί κατά γράμμα το «εγχειρίδιο» του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους ( αναδιάρθρωση χρέους από την πρώτη στιγμή) και τις ταχείες μεταρρυθμίσεις σε αγορά εργασίας και στις υπηρεσίες.
Οι εντολές για «επανεκκίνηση» του προγράμματος που σύμφωνα με κάποιους δόθηκαν στον Τόμσεν κατά τη διάρκεια των Κυβερνήσεων Παπαδήμου και Πικραμένου και κυρίως στα μέσα Ιουνίου με τη διπλή εκλογική αναμέτρηση έχουν οδηγήσει στη σημερινή «σιωπηλή σύγκρουση» του ΔΝΤ με την ΕΕ και την ΕΚΤ για την απομείωση του χρέους.
Σύμφωνα με πληροφορίες ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ δεν μπορούν να καταλήξουν σε κοινό σενάριο για τα επίπεδα του ελληνικού χρέους το 2020 με το Ταμείο να τοποθετεί το χρέος 20% ποσοστιαίες μονάδες ή 40 δισ. ευρώ υψηλότερα σε σχέση με την Ευρωζώνη, υιοθετώντας το πλέον ακραίο σενάριο το οποίο φέρεται να τοποθετεί το χρέος στα επίπεδα του 170% του ΑΕΠ μετά από μια επταετία.
Ο Τόμσεν και οι συνεργάτες τους (λογοδοτώντας στο μη ανεκτικό πλέον Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ) πιέζουν εμμέσως την Ευρώπη αφενός να ελαχιστοποιήσει τα βάρη από τα δάνεια που έχει χορηγήσει στην Ελλάδα, αφετέρου να προχωρήσει γρηγορότερα στην κάλυψη των ατελειών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης λαμβάνοντας αποφάσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και θα επιμερίσουν με τρόπο συνεκτικό (π.χ. ευρωομόλογα έργων) την προσπάθεια ανάκαμψης, μειώνοντας σε ένα βαθμό τη λιτότητα.
Όλα αυτά προήλθαν από εσωτερική έκθεση του Ταμείου, η οποία αξιολογούσε την ποιότητα της επιτήρησης του ΔΝΤ στη ζώνη του ευρώ. Στη συγκεκριμένη έκθεση διατυπώνονται ξεκάθαρες προειδοποιήσεις -οι οποίες δεν υιοθετήθηκαν παρά πρόσφατα από την ηγεσία του Ταμείου- για την πιθανή δυσμενή εξέλιξη της κατάστασης στην Ευρωζώνη.
Στην έκθεση τονίζεται πως οι οικονομικοί δεσμοί στην ΟΝΕ δεν λαμβάνονταν στο παρελθόν συστηματικά υπόψη από το ΔΝΤ, ότι η επιτήρηση του Ταμείου παρέλειπε τις ιδιαιτερότητες της νομισματικής ένωσης, ότι οι διαφορές στην Ευρωζώνη συνήθως ερμηνεύονταν στενόμυαλα υπό την εμπορική οπτική, ότι η σχέση μεταξύ των εισροών κεφαλαίου και του συστημικού κινδύνου στην Ευρωζώνη αγνοήθηκε και ότι οι «στενές σχέσεις» μεταξύ του Ταμείου και των Αρχών της Ευρωζώνης μείωσαν την αποτελεσματικότητα του Ταμείου ως ανεξάρτητου παρατηρητή.
Ακόμη, στο κείμενο αυτό γίνεται έμμεση αναφορά στην ελληνική περίπτωση και υπογραμμίζεται ότι το Ταμείο δεν είχε εντοπίσει τις αδυναμίες στη σύνδεση υψηλών χρεών και μειωμένης ανταγωνιστικότητας. «Το Ταμείο απέτυχε να προειδοποιήσει για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που έχουν τα υψηλά χρέη όταν απαιτείται παράλληλη προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας» σημειώνεται στην έκθεση.
Επίσης, επισημαίνεται πως το Ταμείο πρέπει να βελτιώσει συνολικά την επιτήρηση στην Ευρωζώνη και ότι θα πρέπει να απευθύνει ξεκάθαρα μηνύματα για την πρόληψη των μειζόνων κινδύνων για όσο διάστημα αυτοί εξακολουθούν να υφίστανται. «Το να έχεις προειδοποιήσει για έναν κίνδυνο αλλά να έχεις παραλείψει να επιμείνεις στην ανάγκη επιτυχούς αντιμετώπισης του κινδύνου είναι σαν να μην είχες προειδοποιήσει για αυτόν καθόλου» τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.