«Έχουμε δεσμευθεί ότι πέραν του ελέγχου της εξωτερικής πολιτικής, θα λαμβάνουμε όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες τις οποίες θα μπορεί να αξιοποιήσει η κυβέρνηση προκειμένου να εισέλθουμε σε μια πολυεπίπεδη και πολυμερή εξωτερική πολιτική. Γιατί οι οικονομικές κρίσεις μετατρέπονται σε κοινωνικές και πολιτικές, αποδυναμώνοντας έτσι την εθνική θέση της πατρίδας μας» ανέφερε σε συνέντευξή της στο ΒΗΜΑ fm η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και τομεάρχης εξωτερικής πολιτικής, Ρένα Δούρου.
Αναφορικά με την πολυσυζητημένη επαναδιαπραγμάτευση η κ. Δούρου τόνισε ότι «εδώ και 24 μήνες εμείς λέμε ότι τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίζονται με τον σημερινό τρόπο, με τις συγκεκριμένες πολιτικές. Εκείνοι που έχουν ‘προσγειωθεί’, ή, καλύτερα, εκείνοι που έχουν εξαπατηθεί είναι όσοι Έλληνες και Ελληνίδες πίστεψαν, ότι η τρικομματική κυβέρνηση θα έβαζε τη χώρα σε επαναδιαπραγμάτευση και δεν θα την οδηγούσε σε επικίνδυνες ατραπούς.
Και τι έχουμε σήμερα, μετά από την τελευταία σύνοδο κορυφής; Η λέξη επαναδιαπραγμάτευση είναι πλέον ξεχασμένη και έχουμε μπροστά μας τα 3 δις που έφερε εν είδει μποναμά ο κ. Στουρνάρας από τις Βρυξέλλες συν τα 11.5 δις. Και αυτά δεν μπορούν να λυθούν με μπακαλίστικες λογικές. Από πού θα βρεθούν π.χ. αυτά τα 11.5 δις;
Για εμάς διαπραγμάτευση σήμαινε και σημαίνει ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος ή κάτοχος διδακτορικού για να αντιληφθεί ότι ο κ. Στουρνάρας ή οι όποιες κυβερνητικές αντιπροσωπείες, μεταβαίνουν στο εξωτερικό χωρίς συγκεκριμένο διαπραγματευτικό σχέδιο, χωρίς διεθνείς συμμαχίες, και το κυριότερο, χωρίς ισχυρή βούληση για την προώθηση μιας σαφούς εναλλακτικής πολιτικής. Γιατί διαπραγμάτευση δεν σημαίνει ότι πηγαίνουμε στο εξωτερικό, μας λένε τι να κάνουμε και μετά επιστρέφουμε και προσπαθούμε να μειώσουμε συντάξεις και μισθούς. Διαπραγμάτευση σημαίνει και κάποια ισχυρά «όχι».
Τέλος, αναφερόμενη στις απαραίτητες μεταρυθμίσεις και τις αποκρατικοποιήσεις, η βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις χαρακτήρισε «ξεπούλημα»
«Κάναμε πάρα πολύ κακή αρχή με την επιστολή του κ. Σαμαρά, στον οποίο εύχομαι ταχεία ανάρρωση. Η περιπέτεια υγείας του τον ανάγκασε να στείλει μια επιστολή, η οποία έκανε σαφές σε όλους τους πολίτες το πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση και ο ίδιος ο κ. Σαμαράς τη διαπραγμάτευση. Αναφερόταν λοιπόν ο πρωθυπουργός στο μνημόνιο και τις ιδιωτικοποιήσεις, και μάλιστα τα έγραφε και με κεφαλαία, σημειώνοντας ότι θα συνεχίσει την υλοποίησή τους και μάλιστα επιταχύνοντάς την. Να πω κι ένα απλό παράδειγμα: όταν πας να διαπραγματευθείς το ενοίκιο του σπιτιού σου γιατί δεν έχεις να το πληρώσεις, δεν λες στον ιδιοκτήτη του ότι ό,τι και να γίνει θα μείνεις στο σπίτι γιατί σου αρέσει πολύ. Του λες ότι υπάρχει περίπτωση να φύγεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να πας με αλόγιστη συμπεριφορά, χωρίς plan b, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα. Έτσι, αντί για πολυαναμενόμενες εδώ και 38 χρόνια μεταρρυθμίσεις, βλέπουμε να έρχονται ιδιωτικοποιήσεις που ουσιαστικά είναι ξεπούλημα χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς σχέδιο εκ μέρους της κυβέρνησης.
Τα δύο προηγούμενα χρόνια, ακόμη κι αν κάποιος δεν ήταν αριστερός, και απλά παρακολουθούσε τη δράση του περιβόητου Ταμείου περί Αξιοποίησης του Δημοσίου Πλούτου, θα διαπίστωνε ότι απέτυχε παταγωδώς. Μεταρρυθμίσεις λοιπόν χρειάζονται, όχι για να ευχαριστηθεί η κ. Μέρκελ αλλά γιατί τις έχει ανάγκη η χώρα. Και χρειάζεται επίσης και συγκεκριμένο σχέδιο. Σχέδιο όμως που δεν θα οδηγεί την ύφεση από το προβλεπόμενο 4.7% του ΑΕΠ, στο 7% ή και στο 9%, αν συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο, ούτε θα συνεχίζει τη μείωση των μισθών και των συντάξεων.
Έχουμε μπει σε ένα σπιράλ θανάτου. Σήμερα όλοι το καταλαβαίνουν αυτό. Και φοβάμαι ότι βάζοντας στην άκρη τη λέξη ‘επαναδιαπραγμάτευση’, θα ζήσουμε ένα καλοκαίρι που θα διαψεύσει τον Ουμπέρτο Έκο στη γνωστή του ρήση περί μη ύπαρξης ειδήσεων το καλοκαίρι. Μπορεί δηλαδή τούτο το καλοκαίρι να παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τους δημοσιογράφους αλλά είναι σίγουρο ότι θα σημάνει μεγάλη εξαθλίωση για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες».