«Η χώρα μας είναι αποφασισμένη να στείλει ένα μήνυμα προς Ανατολάς και Δύση, προς όλους τους φίλους μας και μη, ότι για όποιον παραβιάζει τις αρχές της κυριαρχίας και του σεβασμού απέναντί μας θα λαμβάνονται τα αντίστοιχα μέτρα. Η εποχή που θεωρούνταν διπλωματία το να κάνεις την κότα πέρασε. Αυτή είναι μια διπλωματία για κοτέτσι και όχι για εξωτερική πολιτική» τονίζει σε τηλεοπτική συνέντευξη στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς.
Ερωτηθείς για την ένταση που υπάρχει τις τελευταίες ημέρες στις ελληνορωσικές σχέσεις και σε ό,τι αφορά την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα, ο κ. Κοτζιάς υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι δεν ανησυχεί και εκφράζει την ελπίδα πως τα όποια προβλήματα θα επιλυθούν με φιλικό τρόπο.
«Ο Σεργκέι Λαβρόφ, τον οποίο εγώ τον θεωρώ έναν από τους καλύτερους διπλωμάτες που έχει το διεθνές στερέωμα και έχουμε μία φιλική σχέση, μου ζήτησε να τον προσκαλέσω. Να έρθει στην Ελλάδα για να προετοιμαστεί το ταξίδι του πρωθυπουργού, του κ. Τσίπρα, στη Μόσχα, που πάλι εκείνοι τον καλέσανε. Εγώ έδωσα αυτήν την πρόσκληση, αν θέλει θα έρθει, αν δεν θέλει δεν θα έρθει, πάλι καλοδεχούμενος θα είναι. Αν νιώθει ότι πρέπει να ταυτιστεί με αυτούς που απελάσαμε ή αυτούς που δεν αφήσαμε να μπουν στην Ελλάδα είναι δικαίωμά του. Εγώ προσπάθησα, όπως ξέρετε και το λέει και η ανακοίνωσή μας, να μην ταυτίσω αυτές τις κακές περιπτώσεις με την επίσημη Ρωσία, είναι θέμα της Ρωσίας αν θέλει να ταυτιστεί μαζί τους ή όχι».
Ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει με έμφαση στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «δεν με ανησυχούν οι ελληνορωσικές σχέσεις, με ανησυχεί μια ανατροπή που αναπτύσσεται στη χώρα μας, που όταν εγώ ζητάω να φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο, μου λένε όχι δεν είναι πατριωτικό αυτό, άφησε μερικά. Όταν εγώ ζητάω να λύσω το ονοματολογικό, το σκοπιανό πρόβλημα, μου λένε όχι μην βιάζεσαι. Όταν παίρνω μέτρα απέναντι σε ανθρώπους που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες φιλοξενίας στη χώρα, μου λένε κακώς το κάνεις. Δεν το αντιλαμβάνομαι γιατί. Γιατί από τη μια μεριά χρησιμοποιούνε κάποιοι ρητορική μίσους για το εσωτερικό της χώρας και απέναντι σε μικρές χώρες είναι η μελλοντική Βόρεια Μακεδονία, η Αλβανία κ.λπ. και από την άλλη, όταν μεγάλες χώρες παραβιάζουν τους κανόνες μας, να λένε ότι πρέπει να ανεχόμαστε και να υποκλινόμαστε. Εγώ είπα και στην ημερίδα του Επιστημονικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών ότι δεν πρόκειται για πατριώτες αλλά για προσκυνημένους».
Ο κ. Κοτζιάς χαρακτήρισε πάντως «πολύ καλό» το γεγονός ότι από την πλευρά της ελληνικής αξιωματικής αντιπολίτευσης υπήρξαν χαμηλοί τόνοι και προσεκτικές διατυπώσεις στο θέμα των ελληνορωσικών σχέσεων.
Αναφερόμενος στη συμφωνία των Πρεσπών, ο υπουργός Εξωτερικών σημειώνει ότι ήταν ώριμες οι συνθήκες για την επίλυση της διένεξης με τα Σκόπια. «Μας λένε βιαστήκαμε. Οι συνθήκες ήταν ώριμες. Οι συνθήκες όταν είναι ώριμες σημαίνει ότι αυτό που μπορεί να κάνεις πρέπει να το κάνεις. Υπάρχει η δεύτερη σχολή που λέει άσ’ τα τα προβλήματα για να τρεφόμαστε από τα προβλήματα. Εγώ ρωτάω: Θέλουμε μια πΓΔΜ που να είναι κάτω από την επιρροή της Τουρκίας ή μία πΓΔΜ η οποία να έχει φιλική σχέση με εμάς;
Αυτό πρέπει να απαντήσουμε και όχι αν βιαζόμαστε ή όχι. Θέλουμε μία πΓΔΜ στην οποία θα αναπτυχθεί ο σλαβικός φονταμενταλισμός και θα έχουμε ρεύματα τρομοκρατίας από τον Βορρά στην ελληνική Μακεδονία ή θέλουμε να απαλείψουμε τις αιτίες και τις δυνατότητες ενίσχυσης του σλαβικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας στα βόρειά μας; Θέλουμε μια χώρα η οποία να σταθεροποιηθεί και θα είναι δεμένη μαζί μας οικονομικά, γεωγραφικά, κοινωνικά ή θέλουμε μια χώρα η οποία να μας βλέπει σαν εχθρό και να προσβλέπει στη συνεργασία με άλλες χώρες που δεν θα μας ήτανε και πολύ ευχάριστο;» υπογραμμίζει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σε ερώτηση αν αυτή ήταν η καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσε να κάνει η χώρα μας με τα Σκόπια, ο κ. Κοτζιάς τονίζει: «Ότι μπορούσε κανείς να κάνει μία καλύτερη συμφωνία, αν εσείς και εγώ καθόμασταν στο σπίτι και φτιάχναμε μια συμφωνία χωρίς να υπάρχει η άλλη πλευρά, εντάξει. Όπως είπα, έτσι δεν θα τη λέγαμε Βόρεια Μακεδονία, θα τη λέγαμε Βόρεια Αλάσκα. Και αν μάλιστα δεν είχαν προηγηθεί η παράδοση και η υποχωρητικότητα στις διαπραγματεύσεις, όλα αυτά τα 25 χρόνια, όλα θα ήταν πιο εύκολα. Αλλά εμείς έχουμε δύο ζητήματα: ένα, ότι πρέπει να συμφωνήσει και η άλλη πλευρά, διότι δεν την καταλάβαμε διά πολέμου για να της υπαγορεύσουμε το τι θέλουμε εμείς. Θέλουμε η άλλη πλευρά να πείσει και τη δικιά της κοινωνία, να κερδίσει στη Βουλή την πλειοψηφία, το δημοψήφισμα, να αναθεωρήσει το Σύνταγμά της, να κάνει δύσκολα πράγματα».