Για υποχωρήσεις απέναντι στην αμερικανική πλευρά κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης, κάνοντας λόγο για «περίεργη δεκτικότητα» προσθέτοντας ότι πήγε στον Λευκό Οίκο μόνο για να δώσει.
Αναπτύσσοντας την επίκαιρη ερώτησή του για τον εκσυγχρονισμό του στόλου των αεροσκαφών F-16, ο κ. Θεοδωράκης, πλην των ερωτημάτων που έθεσε προς τον πρωθυπουργό για το κόστος και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του προγράμματος, αλλά και τα ανταλλάγματα που ζητήθηκαν για την επέκταση της βάσης της Σούδας, ρώτησε για το ποιος θα λάβει τις τελικές αποφάσεις, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού, δήλωσε στο σημείο αυτό ότι δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στον συγκυβερνήτη και υπουργό Άμυνας, Πάνο Καμμένο, ο οποίος – όπως είπε – «αντιμετωπίζει όλο αυτό την καιρό το υπουργείο ως εφαλτήριο, για ανορθόδοξες φιλοδοξίες και επιλογές και λέει ψέματα στη Βουλή» και επέρριψε την ευθύνη «για την παρουσία και τη συνέχιση της πολιτικής του κ. Καμμένου» στον ίδιο τον πρωθυπουργό. «Είναι δική σας η ευθύνη και μέχρι στιγμής η πολιτείας σας δείχνει πως είστε συνυπεύθυνος αυτής της κακιάς πολιτικής», ανέφερε.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Θεοδωράκης επανήλθε στην πρόταση νόμου που κατέθεσε το Ποτάμι, με την οποία εισηγείται ένα Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας το οποίο θα έχει λόγο στα μείζονα θέματα Άμυνας και Εθνικής Πολιτικής με τη συμμετοχή των αρχηγών των κομμάτων με τη συμμετοχή πρώην πρωθυπουργών και με τη φυσική ηγεσία του Στρατεύματος. «Είναι πρόταση που κερδίζει έδαφος και από τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ και ο Κουμουτσάκος μίλησε για Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας» τόνισε.
Επίσης, ο κ. Θεοδωράκης κατηγόρησε υπουργούς της κυβέρνησης ότι τορπιλίζουν τις προσπάθειες, που πρέπει να γίνουν από όλους, για εθνική συναίνεση σε θέματα ασφάλειας και άμυνας τις χώρας «με τις άστοχες και εμφυλιοπολεμικές κορώνες που κατά καιρούς πετάνε».
Αναφερόμενος στο ταξίδι του πρωθυπουργού στην Αμερική, ο κ. Θεοδωράκης είπε ότι έδειξε μια περίεργη και για εκείνον και το κόμμα του, δεκτικότητα στην άλλη πλευρά, υποστηρίζοντας πως δεν έθεσε κανένα αίτημα και «ερμήνευσε» τη στάση αυτή ή λόγω του ότι ένιωσε δέος απέναντι στην υπερδύναμη, ή πήγε απροετοίμαστος ή με τα πολλά «ναι» προσπάθησε να καλύψει τις αντιαμερικανικές εμμονές του παρελθόντος. «Πόσα είναι τα λεφτά, ποιες είναι οι υποσχέσεις για την Σούδα και ποιος θα πάρει τις αποφάσεις, ο κ. Καμμένος ή ένα Εθνικό Συμβούλιο, όπως έχουμε προτείνει;» έθεσε το ερώτημα ο κ. Θεοδωράκης.
«Είπατε πως πρέπει να αναβαθμιστεί η βάση της Σούδας. Τί εννοείτε; Ήδη από τον Αύγουστο συναινέσατε σε μια παράταση της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας – Αμερικής. Με ποια ανταλλάγματα, με ποιες εγγυήσεις για την αμυντική θωράκιση της χώρας. Ταυτοχρόνως μιλήσατε για τον εκσυγχρονισμό των F16. Για τί ποσό τελικώς μιλάμε; Πού θα βρεθούν τα λεφτά και σε βάρος ποιων στρωμάτων της κοινωνίας και ποιας πολιτικής; Με ποιο τίμημα σε πόσα χρόνια και με ποιους ρυθμούς ειδικά σε περίοδο κρίσης έπρεπε να απαντήσετε στο εσωτερικό, πριν φανείτε τόσο γαλαντόμος στο εξωτερικό», ανέφερε απευθυνόμενος προς τον κ. Τσίπρα ο κ. Θεοδωράκης και τον κάλεσε αν έχει απαντήσεις να της δώσει τώρα στην Βουλή.
«Εμείς, δεχόμαστε ότι επείγει ο εκσυγχρονισμός του στόλου των αεροσκαφών μας, άρα τότε δεν πρέπει να κάνουμε χρήση του διαπραγματευτικού χαρτιού της Σούδας; Μιλάμε για ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού δεκαετίας. Δεν είναι πολύ. Εύλογα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μια καλύτερη διαπραγμάτευση, πιο επίμονη, θα έφερνε επιτάχυνση του προγράμματος, μείωση του κόστους και μεταφορά τεχνογνωσίας. Ωστόσο οι ελληνικές βιομηχανίες είναι απούσες από το πρόγραμμα, δεν έπρεπε να εξασφαλιστεί εξαρχής η ουσιαστική συμμετοχή τους; Διότι έτσι θα εξοικονομήσουμε χρήματα που μπορούν να κατευθυνθούν σε άλλες δαπάνες και άλλους εξοπλισμούς. Είναι φανερό ότι το χαρτί της Σούδας δεν το βάλατε στο τραπέζι. Μπήκατε στον Λευκό Οίκο μόνο για να δώσετε. Αντιμετωπίσατε δηλαδή την επέκταση της βάσης της Σούδας ως υποσημείωση μιας συμφωνίας – μαμούθ», υπογράμμισε ο επικεφαλής του Ποταμιού επισημαίνοντας πως πρέπει να διεξαχθεί μια αληθινή συζήτηση στη Βουλή «και να αλλάξει ρότα ο πρωθυπουργός».
Επέμεινε τέλος, ότι μέχρι το 2018, που θα έρθει η τελική συμφωνία για τη Σούδα πρέπει να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση όλα της τα χαρτιά και σημείωσε ότι ένα πενταετές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της βάσης της Σούδας, δεν μπορεί να είναι χωρίς ανταλλάγματα για τον ελληνικό λαό, οικονομικά και γεωστρατηγικά, ενώ πρότεινε να «μπει στο τραπέζι» και μια πρωταρχική έγκριση αγοράς F35 που θα προμηθευτεί και η Τουρκία.
Στην έναρξη της συζήτησης ο κ. Θεοδωράκης τόνισε ότι η χώρα μας θέλει την ειρήνη και όποιος αμφισβητεί αντί για παραβάσεις, παραβιάσεις και απειλές ας πάει στα Διεθνή Δικαστήρια. «Τα νησιά μας δεν μπορούμε να δεχόμαστε ότι απειλούνται κι όταν απειλούνται είμαστε αποφασισμένοι να αντιδράσουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να προστατεύσουμε τους τόπους και τους ανθρώπους. Απαιτούμε λοιπόν ξεκάθαρες κουβέντες από τους υπερεθνικούς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχουμε δεν θέλουμε να μεροληπτεί το ΝΑΤΟ στα μικρά και στα μεγάλα ζητήματα υπέρ της Τουρκίας και θέλουμε η ΕΕ να εγγυάται στην πράξη ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι τα σύνορα της Ευρώπης. Και συμφωνούμε με τον Πρόεδρο Μακρόν για κοινή δύναμη επέμβασης μέχρι το 2020 για έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για ένα κοινό αμυντικό δόγμα της σύγχρονης Ευρώπης» δήλωσε και πρόσθεσε ότι «δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι το 2020».
Επικαλούμενος δε τη ρήση του Θεμιστοκλή, «έχουμε πατρίδα όταν έχουμε πλοία στη θάλασσα», ο Σταύρος Θεοδωράκης υπενθύμισε ότι ο ίδιος έχει αναλυτικά αναφερθεί για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του στρατού μας, επισημαίνοντας πως πρέπει να έχουμε στόχο Ένοπλες Δυνάμεις ευέλικτες με επαγγελματισμό, σύγχρονα όπλα και ένοπλες δυνάμεις με υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης. «Πρέπει να φύγουμε οριστικά από τον παλιό τρόπο οργάνωσης των στρατοπέδων και της Άμυνας, ένας τρόπος που υπηρετεί κυρίως τους πολιτικούς και τα ρουσφέτια τους και να εμποδίσουμε την σπατάλη και την λοβιτούρα στην Άμυνα γιατί στο όνομα της ασφάλειας και άμυνας χτίστηκαν περιουσίες» τόνισε συμπερασματικά στην τοποθέτησή του και δήλωσε ότι οι πολιτικοί για αυτά τα ζητήματα πρέπει να βασίζονται στις εισηγήσεις των Επιτελείων και των ειδικών.