Με άρθρο του στην εφημερίδα Έθνος, ο Ηλίας Μόσιαλος ασκεί κριτική στο σημερινό κοινωνικό μοντέλο, τονίζοντας ότι ο δημόσιος τομέας λειτουργεί ως μηχανισμός στήριξης των συντεχνιακών συμφερόντων ενώ ο ιδιωτικός ως μηχανισμός διαφθοράς του Δημοσίου.
Ο κ. Μόσιαλος επιτίθεται κατά του συνδικαλιστικού κινήματος με τη μορφή που έχει σήμερα μιλώντας για καθαρά συντεχνιακό μοντέλο. Το άρθρο Μόσιαλου έρχεται δύο μέρες μετά το «μανιφέστο» των τριών υπουργών κάνοντας λόγο για ένα άλλο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο.
Ακολουθεί το άρθρο του στο σημερινό Έθνος…
Η σύγχρονη κεντροαριστερή πρόταση βασίζεται στην ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στην ισορροπία του ατομικού και του συλλογικού και στην ισορροπία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Στο υπέροχο μυθιστόρημα του Ιταλού Λαμπεντούζα, «Ο Γατόπαρδος», ο γηραιός και σοφός αριστοκράτης πρίγκιπας δηλώνει πως πρέπει να αλλάξουν όλα, για να μείνουν τα ίδια. Εννοώντας πως η κυρίαρχη ελίτ την εποχή της ιταλικής παλιγγενεσίας θα έπρεπε να συμφωνήσει στο να γίνει ένα πλήθος αλλαγών, αν ήθελε να διατηρήσει το προνόμιο της ίδιας της ύπαρξης. Αντίθετα με αυτήν την άποψη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα πρέπει να τα αλλάξει όλα για να μπορέσει να αλλάξει αυτό και η κοινωνία συνολικά. Μόνο τότε μαζί με αυτό δεν θα καταρρεύσει και η ίδια η κοινωνία.
Μέχρι σήμερα κτίσαμε μια κοινωνία, στην οποία υπήρχε ένα μεγάλο κενό, μια μεγάλη απουσία. Ποτέ δεν ισορροπήσαμε ως κοινωνία στον άξονα υποχρεώσεις και δικαιώματα. Όλες οι πλευρές της κοινωνίας, οι πολιτικές και οι κοινωνικές, οι εργοδοτικές και οι συνδικαλιστικές, οι ατομικές και οι συλλογικές ισορροπούσαν μόνο πάνω στη βάρκα των δικαιωμάτων. Τώρα που η κρίση μάς υποχρεώνει να βάλουμε το άλλο πόδι μας στη βάρκα των υποχρεώσεων, δεν είμαστε ικανοί να ισορροπήσουμε.
Γι’ αυτό και πολλές φορές ακούγονται και γράφονται πράγματα που μπορούν να σπάσουν τη βέργα της αναγκαίας κοινωνικής ισορροπίας και της απαραίτητης κρατικής ικανότητας. Είμαστε μια κοινωνία που οικοδόμησε ένα συνδικαλιστικό μοντέλο, το οποίο προσέλαβε καθαρά συντεχνιακό χαρακτήρα. Ταυτοχρόνως όμως σήμερα αυτή η στρέβλωση του συνδικαλισμού εμπεριέχει έναν κίνδυνο. Κινδυνεύουμε μαζί με τα απόνερα του συντεχνιακού πνεύματος να πετάξουμε και το μωρό του συνδικαλισμού. Η χώρα όμως έχει σήμερα όσο ποτέ την ανάγκη ενός συνδικαλιστικού κινήματος που θα προωθεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά και θα κατανοεί πως οι κοινωνίες χτίζονται στη βάση συγκεκριμένων συναινέσεων και παραχωρήσεων, στη βάση της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Αν είχαμε ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα και συνδικαλιστικό κίνημα, τότε θα είχαμε αποφύγει πολλές αρνητικές πλευρές της κοινωνίας που χτίσαμε. Πλευρές όπως η άμβλυνση ανισοτήτων, η προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, η ισόρροπη εναρμόνιση κοινωνικών αναγκών και οικονομικών πόρων παρέμειναν στη σκιά συγκεκριμένων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών υστερήσεων. Έτσι δεν έγιναν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι η απασχόληση, η κοινωνική πρόνοια, η υγεία, η παιδεία και η δικαιοσύνη.
Το κύριο χαρακτηριστικό του κοινωνικού κράτους της χώρας ήταν αφενός η επιδοματική πολιτική και αφετέρου η αναποτελεσματική ανάπτυξη υπηρεσιών. Η ιδιομορφία αυτού του μοντέλου είχε ως αποτέλεσμα την παροχή επιδομάτων με υστέρηση σε κοινωνικές υπηρεσίες (για παιδιά και ηλικιωμένους). Στο όνομα της δημόσιας υγείας, διαμορφώσαμε το πιο «ιδιωτικοποιημένο» σύστημα υγείας στην Ευρώπη. Εξίσου αποκαλυπτικές για την ένδεια του κοινωνικού μας μοντέλου είναι και οι δαπάνες για την παιδεία, όπου το 40% των δαπανών είναι ιδιωτικές.
Κάποιοι θεωρούν πως αρκεί να λάβουμε μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες και όλα τα άλλα θα λυθούν αυτόματα. Θα ήταν πολύ ωραία, αν ήταν τόσο απλό το πρόβλημά μας. Χρειάζεται να περάσουμε σε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής παρέμβασης. Σ’ ένα μοντέλο που προτεραιότητά του θα είναι το επίπεδο και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και η ενίσχυση της κοινωνικής κινητικότητας. Σε ανταγωνιστικά μοντέλα παιδείας και υγείας, τα οποία θα δημιουργήσουν σύγχρονα σχολεία και πανεπιστήμια (και με τη δημιουργία μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, γιατί διαφορετικά τα περιθώρια ανταγωνιστικότητας θα είναι πολύ περιορισμένα), νοσοκομεία και κλινικές που βελτιώνουν την ποιότητα, χωρίς να σπαταλούν πολύτιμους πόρους. Σε ένα μοντέλο δικαιοσύνης που θα απονέμεται γρήγορα, που θα τηρεί τις αρχές της ισονομίας και θα εξασφαλίζει την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ένα φορολογικό σύστημα που αντιμετωπίζει ουσιαστικά και ριζικά τη φοροδιαφυγή και μειώνει τα βάρη για τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική πρόταση είναι αυτή που θα δημιουργήσει έναν δημόσιο τομέα βασισμένο στις ανάγκες των πολιτών και όχι έναν δημόσιο τομέα που λειτουργεί προς όφελος του εαυτού του. Στην Ελλάδα ποτέ δεν θέσαμε συγκεκριμένα τα όρια, στα οποία εκτείνονται το Δημόσιο και ο ιδιωτικός τομέας, γι’ αυτό γεννήθηκαν και ιδιαίτερα συμφέροντα στις γκρίζες περιοχές μεταξύ των δύο. Ο δημόσιος τομέας λειτούργησε ως μηχανισμός υποστήριξης των ιδιωτικών και συντεχνιακών συμφερόντων και ο ιδιωτικός ως μηχανισμός διαφθοράς του δημόσιου τομέα. Είναι εμφανές πως αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί.
Ο σύγχρονος δημόσιος τομέας λειτουργεί ως ζώνη προστασίας όσων δεν μπορούν να ακολουθήσουν την ξέφρενη πορεία των σύγχρονων κοινωνιών του ρίσκου. Ενώ παράλληλα διαμορφώνει το κατάλληλο κλίμα ενθάρρυνσης όλων αυτών των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που θα ενισχύουν έναν εξωστρεφή, μη κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα. Μόνο με την αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου θα αρχίσουμε να μειώνουμε ουσιαστικά την ένταση του προβλήματος της ανεργίας. Ο δημόσιος τομέας και κυρίως αυτός που καλύπτει τα θέματα ασφάλειας πρέπει επίσης να οργανωθεί με πιο αυστηρούς και λειτουργικούς κανόνες ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα την εγκληματικότητα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε ως κεντροαριστεροί να ανοίγουμε τα θέματα ασφάλειας και προστασίας του πολίτη και της ατομικής ιδιοκτησίας.
Αυτή η πρόταση όχι μόνο δεν αμφισβητεί τη σημασία των δημόσιων αγαθών, όχι μόνο δεν είναι νεοφιλελεύθερη, όπως διατείνονται ορισμένοι, οι οποίοι συγχέουν τον σοσιαλισμό με τον κρατισμό, αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις μέσω της αναβάθμισης των δημόσιων υπηρεσιών και κυρίως μέσα από την προστασία των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, για να επιστρέψουμε σε λογικές πραγματικής υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος. Παράλληλα όμως αποτελεί και μια αναπτυξιακή πρόταση, αφού δημιουργεί κανόνες και πλαίσιο για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών εκ μέρους των μεσαίων και των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Σίγουρα όλα αυτά δεν θα γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη, με δεδομένη μάλιστα την ανεπάρκεια και της δημόσιας διοίκησης. Όμως, η προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος, του κράτους και του παραγωγικού μοντέλου πρέπει να συνεχιστούν παρά τις αντιδράσεις όλων όσοι δεν θέλουν την αλλαγή των κανόνων. Για να φτιάξουμε μια σύγχρονη χώρα, χρειάζονται συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα και λογικές, αλλά και ένα όραμα και σχέδιο για το κράτος και την κοινωνία που θέλουμε. Δεν αρκεί να είμαστε απλά συγκρουσιακοί και αντίθετοι με το παρελθόν χωρίς να προσδιορίζουμε τους κανόνες και τις αξίες αυτού που θέλουμε να οικοδομήσουμε. Η σύγχρονη κεντροαριστερή πρόταση βασίζεται στην ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στην ισορροπία του ατομικού και του συλλογικού (με την ενθάρρυνση, επιβράβευση και προστασία των ατομικών επιτευγμάτων αλλά και τη συλλογική χρηματοδότηση των δημόσιων αγαθών) και στην ισορροπία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Είναι επομένως απαραίτητο να ενεργοποιηθούν άμεσα οι υγιείς και δραστήριες δυνάμεις όλης της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν χρειάζεται να περιμένει θαύματα και να ακολουθεί παθητικές και απείθαρχες στάσεις που στηρίζουν την ανομία. Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να αφήσουν κατά μέρος τις άγονες αντιπαραθέσεις και να συμφωνήσουν σ’ ένα ενιαίο σχέδιο, αποδεκτό απ’ όσο το δυνατόν περισσότερους, για την ανόρθωση της χώρας. Ιδιαίτερα σήμερα που το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι τόσο ρευστό, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν και δυνάμεις που έχουν να κερδίσουν πολλά από την κατάρρευση της Ευρωζώνης.