Ευρύτατη συναίνεση συγκεντρώνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, για την εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών προσώπων και κρατικών αξιωματούχων κατά προτεραιότητα, καθώς και υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος. Το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία και ο ΛΑΟΣ, υπερψήφισαν το νομοσχέδιο επί της αρχής, το ΚΚΕ δήλωσε «παρών», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιφυλάχθηκε επί της αρχής και επί των άρθρων, να τοποθετηθεί στην Ολομέλεια.
Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία, αφορά τα κακουργήματα υπουργών και υφυπουργών, που δεν διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της θητείας τους (εκείνα εξακολουθούν να περνούν μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία), αλλά αργότερα. Κατόπιν πρότασης της εισηγήτριας του ΠΑΣΟΚ, Μαρίας Σκραφνάκη και του εισηγητή του ΛΑΟΣ, Θ. Πλεύρη, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μ. Παπαϊωάννου, δέχθηκε στην ρύθμιση να υπάγονται και οι κακουργηματικές πράξεις των βουλευτών των οποίων αίρεται η ασυλία. Η εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ, πρότεινε επίσης να συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο και τα κακουργήματα που θα διαπράξουν ενδεχομένως στο μέλλον, οι επικεφαλής των ανεξαρτήτων Αρχών.
Το δεύτερο πεδίο εφαρμογής του νομοσχεδίου, αφορά τα κακουργήματα των κρατικών αξιωματούχων (γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές κλπ.), καθώς και κακουργήματα αρμοδιότητας τριμελούς εφετείου, τα οποία κρίνονται «μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος» από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η τελευταία αυτή συνθήκη, προκάλεσε τις ενστάσεις του εισηγητή της Ν.Δ. Κ. Τζαβάρα – και πολύ περισσότερο του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναγνωρίζοντας ο Κωνσταντίνος Τζαβάρας, πως το νομοσχέδιο συνιστά μια «σημαντική πρωτοβουλία» και πως «οφείλουμε όλοι να ξεκινήσουμε μια μεγάλη προσπάθεια για την αναμόρφωση συνολικά του θεσμού της απονομής του δικαίου στην Ελλάδα, το οποίο εξακολουθεί να ζει σε έναν θύλακα κρατικής εξουσίας που ακολουθεί το δικό του χρόνο», η εναπόθεση της διάκρισης του μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, «αποτελεί πρόβλημα, γιατί η υπόθεση που προσβάλλει ή προκαλεί το κοινωνικό ενδιαφέρον, μπορεί να είναι τεχνητά διαμορφωμένη από τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ».
«Από πού κι ως πού είναι αδέκαστοι οι Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου» αναρωτήθηκε ο Αντώνης Σκυλλάκος (ΚΚΕ), ενώ ο Β. Μουλόπουλος (ΣΥΡΙΖΑ), χαρακτήρισε την διάταξη «εξαιρετικά αμφίβολης χρησιμότητας και ενδεχομένως επικίνδυνη»: «Σας θυμίζω τον τρόπο που είχε αντιμετωπιστεί από το ΠΑΣΟΚ η κρίση του εισαγγελέα Σανιδά για το σκάνδαλο των ομολόγων» ανέφερε απευθυνόμενος προς τον υπουργό Δικαιοσύνης ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ.
«Εκτίμησα πως υπάρχει ανάγκη, κάποιες υποθέσεις να τελειώσουν γρηγορότερα. Θα μπορούσε να το παραγγείλει ο υπουργός Δικαιοσύνης – αλλά τότε, θα υπήρχε πάντα το κριτήριο της πολιτικής αντιπαράθεσης» απάντησε ο Μ. Παπαϊωάννου. «Μπορούμε να δούμε κακές λειτουργίες Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου στο παρελθόν; Μπορούμε. Τι θα κάνουμε όμως τελικά; Αν αποφάσιζε κάποιο Συμβούλιο, θα είχαμε ακυρώσει τον βασικό σκοπό του νομοθετήματος, που είναι η ταχύτητα εκδίκασης υποθέσεων δημοσίου ενδιαφέροντος, ή που αφορούν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα» συμπλήρωσε ο υπουργός.
Κατά τα άλλα, το ΚΚΕ προέβλεψε πως το νομοσχέδιο «δεν θα έχει αποτέλεσμα, όπως δεν είχαν και οι επανειλημμένες ανάλογες ρυθμίσεις για μια σειρά ζητήματα που έχουν σχέση με τις διαπλοκές του πολιτικού κόσμου και των κρατικών αξιωματούχων – όπως είδαμε και με την Ζήμενς». Προβληματικές έκρινε τις αυστηρές προθεσμίες που θεσπίζει το νομοσχέδιο, ο εισηγητής του ΛΑΟΣ, Θ. Πλεύρης, ενώ ο Β. Μουλόπουλος έκρινε πως το νομοσχέδιο έχει «περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα, παρά ουσιαστικό: Τα πολιτικά σκάνδαλα έμειναν χωρίς τιμωρία, όχι από έλλειψη θεσμικού πλαισίου, αλλά πολιτικής βούλησης» υποστήριξε ο βουλευτής.