«Το χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα, που απορρέει από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής Κατοχής, είναι μεγαλύτερο από το φερόμενο χρέος της Ελλάδας προς τους πιστωτές της», διαπίστωσε η τέως πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Ζωή Κωνσταντοπούλου, ως κεντρική ομιλήτρια σε διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, το τριήμερο 3-5 Δεκεμβρίου 2015.
Η πρώην πρόεδρος της Βουλής, επεσήμανε ότι σύμφωνα με την έκθεση της ειδικής επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για τις γερμανικές οφειλές, που εκδόθηκε στις αρχές του 2015, το χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα προσδιορίζεται με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς μεταξύ 278-340 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από τα 325 δισ. ευρώ που την εποχή εκείνη (και προ του 3ου Μνημονίου) φερόταν να οφείλει η Ελλάδα στους δανειστές της.
«Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της χώρας έναντι της Γερμανίας», τόνισε η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Μάλιστα, η πρώην πρόεδρος της Βουλής, παρατήρησε πως τα Μνημόνια, περιλαμβάνουν μία έμμεση, αλλά σαφή αναγνώριση των ελληνικών αξιώσεων έναντι της Γερμανίας, καθώς περιέχουν ρήτρα που απαγορεύει να αντιτάξει η Ελλάδα ανταπαιτήσεις της έναντι των δανειστών της.
Η κ. Κωνσταντοπούλου αναφέρθηκε και στα πορίσματα της Επιτροπής Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος, τονίζοντας πως πιστοποιούν ότι το χρέος αυτό, «δεν αναλογεί στο λαό και τους πολίτες, δεν μπορεί και δεν πρέπει να πληρωθεί από αυτούς ούτε στο όνομά τους».
«Αυτό που εμφανίσθηκε και συγκροτήθηκε ως δήθεν δημόσιο χρέος το 2010, ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικό χρέος που μετακυλίστηκε στις πλάτες των πολιτών και στο Δημόσιο» και που «δεν μπορεί να αποπληρωθεί χωρίς την παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών», τόνισε η πρώην πρόεδρος της Βουλής. Καταλόγισε δε, στα κράτη-μέλη και τους επιτελείς του ΔΝΤ, πως γνώριζαν ήδη από το 2010 ότι το χρέος αυτό έπρεπε να διαγραφεί, ωστόσο επέλεξαν να αξιώσουν την αποπληρωμή του, καθώς στην αντίθετη περίπτωση, θα προκαλείτο ζημιά στις ιδιωτικές γαλλικές και γερμανικές τράπεζες που διακρατούσαν εκείνη την εποχή δεκάδες δισ. ευρώ σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου».