Έχουμε μια επανέκδοση της Ιεράς Εξέτασης και μάλιστα με συνομιλίες εξομολογητηρίου, όπου μια πρώην Ανατολικογερμανίδα προτεστάντης και ένας Γάλλος που δεν έχει σχέση με τον κλήρο, σταυρώνουν έναν πρώην ελληνοορθόδοξο αποδιοπομπαίο τράγο για τα πολύχρονα αμαρτήματα των προκατόχων του, έναν αρνησίθρησκο που δεν ήθελε να πιστέψει στην ιερά θρησκεία των αγορών, για πολλούς συντηρητικούς έναν «διάβολο» που πρέπει να τιμωρηθεί όχι μόνον με το καθαρτήριο πυρ, αλλά που πρέπει να σιγοψήνεται σε αιώνια σκλαβιά (χρέους).

Με τον παραστατικό και μεταφορικό αυτό τρόπο περιγράφει τις συνομιλίες των «εταίρων» με την Ελλάδα, ο διάσημος Αυστριακός καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης και διευθυντής του Ινστιτούτου «Λούντβιχ Μπόλτσμαν» για την Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών, Γκέρχαρντ Μποτς, στην εισαγωγή σε σημερινό άρθρο του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ».

Κατά την άποψή του, όπως αναφέρει ανταπόκριση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων από τη Βιέννη, ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να σώσει την Ελλάδα, έχοντας θυσιάσει πολιτικά τον εαυτό του και το κόμμα του – κάτι που λίγοι πολιτικοί θα το έκαναν – και αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν πολλές σημαντικές διαφορές και διακρίσεις στόχων ανάμεσα στα αριστερά κινήματα εναντίον της λιτότητας και στους πολέμιους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μεριά των ακροδεξιών, οι οποίοι τώρα αποκτούν μεγαλύτερη άνοδο, με την επόμενη μέγα-κρίση του καταρρέοντος ευρωπαϊκού Ευρω-σπιτιού να μεγαλώνει.

Απομένει να δούμε τώρα εάν η σωτηρία της Ελλάδας θα πετύχει εν ευθέτω χρόνο και με τη θυσία μιας ολόκληρης γενιάς νέων, και αυτό μπορεί κανείς να το ελπίζει μόνον παραβλέποντας τα τρομακτικά βάρη που επιβλήθηκαν σε μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων, καθώς δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος από τη «Σκύλα και τη Χάρυβδη», σημειώνει.

Όπως επισημαίνει ο αυστριακός καθηγητής, οι Έλληνες έπρεπε να συνθλιβούν για να αποτελέσουν το παράδειγμα προς αποφυγήν για τους Podemos και για άλλους επικριτές του αχαλίνωτου οικονομικού καπιταλισμού, και σε αυτό πολλοί Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες, μαζεύοντας την ουρά τους, εσίγισαν παντελώς.

Όταν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις αρνούνται να αποδεχθούν τις υπαγορεύσεις ανωνύμων «αγορών» και μιας κάστας πολιτικών, υπάρχουν πάντα προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο επανεθνικοποίησης της Ευρώπης, αναφέρει στη συνέχεια.

Σύμφωνα με τον Γκέρχαρντ Μποτς, το γεγονός ότι η Γερμανία με τα στενοκέφαλα συμφέροντά της μπόρεσε να επιβάλει σε όλους τους Ευρωπαίους την κυριαρχία της υπό τη μορφή της πολιτικής της του σκληρού νομίσματος και της ηγεμονίας της εξαγωγικής της οικονομίας, μπορεί να λειτουργεί (προς το παρόν) ενισχυτικά και να συμπαρασύρει κάποιες άλλες υποτακτικές χώρες.

Ωστόσο, όπως τονίζει συμπερασματικά ο αυστριακός καθηγητής , ανεξάρτητα από το πώς θα καταλήξει μεσοπρόθεσμα το δράμα της Ελλάδας, αυτή η στάση της Γερμανίας θα αποδυναμώσει καταστροφικά την ευρωπαϊκή ενότητα, θα ενισχύσει τις αντιστάσεις στη Νότια Ευρώπη (και ίσως ξεκινώντας από τη Γαλλία) και προπάντων θα ζημιώσει μόνιμα το κύρος της Γερμανίας, και αυτό είναι κρίμα για τις καλές αφετηρίες που υπήρξαν στη Γερμανία μετά το 1945 και το 1989.